Συντεταγμένες: 39°44′25″N 35°50′10″E / 39.740217°N 35.836142°E
Το Χαρσιανόν ήταν θέμα (διοικητικό διαμέρισμα) της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, του οποίου διοικητικό κέντρο ήταν το ομώνυμο φρούριο (Χαρσιανόν κάστρον). Ιδρύθηκε στα τέλη του 9ου αι. και περιελάμβανε αρχικά την περιοχή γύρω από το σημερινή πόλη Ακνταγμαντενί, 325 χλμ ανατολικά της Άγκυρας. Αργότερα, με την ένταξη σε αυτό μεγάλου τμήματος της Καππαδοκίας, μετατράπηκε σε νευραλγικό κέντρο άμυνας εναντίον των αραβικών εισβολών και εφαλτήριο για τη βυζαντινή ανακατάκτηση της Ανατολής. Καταλύθηκε λίγο μετά τη μάχη του Μαντζικέρτ το 1071.
Μουσουλμανική παράδοση αναφέρει πως, κατά τη βασιλεία του αυτοκράτορα Ηρακλείου, 30.000 Γασσανίδες χριστιανοί Άραβες, υπό τον τελευταίο βασιλιά τους Τζαμπάλα (Jabala b. al-Aytham), αναγκάστηκαν εξαιτίας της ισλαμικής κατάκτησης να εγκαταλείψουν τη Μεσοποταμία και να εγκατασταθούν κοντά στο Χαρσιανόν κάστρον. Η ύπαρξη των Αράβων αυτών αναφέρεται και αργότερα, από τον Άραβα γεωγράφο Αλ-Ισταχρί.[1] Δημογραφικά, πιθανολογείται πως το ισχυρότερο στοιχείο της ευρύτερης περιοχής που αργότερα θα συνιστούσε το θέμα ήταν οι γηγενείς Καππαδόκες, οι οποίοι τον 9ο αι. είχαν ήδη βαθιά εξελληνιστεί[2].
Λόγω της στρατηγικής της σπουδαιότητας, στις αρχές του 9ου αιώνα, η περιοχή του ομώνυμου φρουρίου αναβαθμίστηκε σε κλεισούρα. Το 863, ισχυρή αραβική δύναμη υπό τον εμίρη της Μελιτηνής, Ομάρ (Αμρ-Αλ-Ακτά) εισέβαλε στην Καππαδοκία. Βυζαντινό στράτευμα υπό τον αυτοκράτορα Μιχαήλ, στο οποίο συμμετείχε στρατός από την κλεισούρα Χαρσιανού, έδωσε μάχη με τους Άραβες στη θέση Λειμώνας του Επισκόπου (αραβικά: Μαρτζ αλ Ουσκούφ) αλλά απωθήθηκε. Οι Άραβες συνέχισαν την επιδρομή τους φτάνοντας ως την Αμισό, στα παράλια του Ευξείνου Πόντου. Κατά την επιστροφή τους, η αραβική δύναμη περικυκλώθηκε από πολλαπλάσια βυζαντινή υπό τον στρατηγό Πετρωνά και εξοντώθηκε, στη μάχη του ποταμού Λαλακάοντα. Στη μάχη έπεσε και ο ίδιος ο εμίρης Ομάρ. Μικρή ομάδα Αράβων, υπό τον γιο του εμίρη, αρχικά κατάφερε να ξεφύγει από την παγίδα, λίγο αργότερα όμως καταστράφηκε από τον στρατό του Χαρσιανού.[3]
Το Χαρσιανόν αναβαθμίστηκε σε θέμα, με ενσωμάτωση τμημάτων των θεμάτων Βουκελλαρίων, Αρμενιάκων, Καππαδοκίας, μετά το 863[4] και πριν το 872. Η αναβάθμιση αυτή έγινε από τον Βασίλειο Α' κατά τη διάρκεια του πολέμου εναντίον των Παυλικιανών, καθώς το Χαρσιανό αποδείχθηκε πιστότερο σε αυτόν από ότι το Αρμενιακόν θέμα.[5] Ο «στρατηγός» (διοικητής) του θέματος έπαιρνε ετήσιο μισθό 20 λιβρών χρυσού και διοικούσε, σύμφωνα με αραβικές πηγές, 4 φρούρια και 4.000 στρατιώτες.[4]. Μία από αυτές τις πηγές κατατάσσει το Χαρσιανό μπροστά από το Θέμα Οπτιμάτων, στην ίδια σπουδαιότητα με το Θέμα Θρακησίων αλλά πολύ πίσω από τα θέματα Αρμενιάκων και Ανατολικών.[5] Το 878, οι συνδυασμένες δυνάμεις των θεμάτων Χαρσιανού και Αρμενιάκων εξολόθρευσαν, μετά από ενέδρα, τον στρατό των Παυλικιανών υπό τον ηγέτη τους Καρβέα, οι οποίοι επέστρεφαν στην Τεφρική, μετά από επιδρομή στα αυτοκρατορικά εδάφη και ήταν κατάφορτοι με λεία. Η αποφασιστική αυτή μάχη δόθηκε στην τοποθεσία Βαθύς Ρύαξ.[6] Το 883, επίλεκτοι στρατιώτες του Χαρσιανού συμμετείχαν σε εκστρατεία στην Ιταλία[7].
Μετά την εξάλειψη του κινδύνου από τους Παυλικιανούς, το θέμα έγινε πεδίο μουσουλμανικών επιθέσεων, κατά το τέλος του 9ου και τις αρχές του 10ου αι. Έτσι το 878 ο στρατός του θέματος πέτυχε σειρά νικών εναντίον του Αμπντάλα Μπεν-Ρασίντ Μπεν-Καούς στην Ποδανδό και τα Άδανα, σε συνεργασία με δυνάμεις από άλλα θέματα. Το 886 ή το 887 οι Μουσουλμάνοι επιχείρησαν μεγάλη εισβολή στο Χαρσιανό. Δεν πέτυχαν να καταλάβουν το κάστρο αλλά δήωσαν το θέμα και έφτασαν μέχρι τα βόρεια της Σεβάστειας. Ωστόσο, μέχρι τα τέλη του 9ου αι., συνεχίστηκε η πολιτική ενίσχυσης του θέματος. Έτσι, έως το 890 ο αυτοκράτορας Λέων Στ' ο Σοφός προσάρτησε σ' αυτό 10 τούρμες και 7 βάνδα από τα θέματα Βουκελλαρίων, Αρμενιάκων και Καππαδοκίας. Με τις προσαρτήσεις αυτές το θέμα έλεγχε νευραλγικές για τον αγώνα εναντίον των Αράβων θέσεις όπως η Καισάρεια και τα Τύανα-Βένασα και ενίσχυσε τις αμυντικές και επιθετικές του δυνατότητες.[5] Τελικά, η καίρια θέση του Χαρσιανού θέματος το κατέστησε εφαλτήριο για τη βυζαντινή ανακατάκτηση της Ανατολής. Το 923, ο φημισμένος στρατηγός Ιωάννης Κουρκούας ξεκίνησε την κατακτητική του δράση έχοντας ορμητήριο την Καισάρεια, σημαντική πόλη και διοιηκητική έδρα του θέματος. Έχει μάλιστα διατυπωθεί η υπόθεση ότι η ισχνή αναφορά του θέματος αυτού από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο είχε σκοπό την απόκρυψη των πραγματικών αιτίων ίδρυσής του τα οποία ήταν επεκτατικά.[8]
Κατά τον 10ο αι. με την εξάπλωση της αυτοκρατορίας προς τα ανατολικά, οι ισχυρές στρατιωτικές οικογένειες γαιοκτημόνων που κατάγονταν από το Χαρσιανό αύξησαν σημαντικά την πολιτική τους επιρροή. Αυτή η ισχυροποίηση των μεγάλων στρατιωτικών οίκων του θέματος οδήγησε σε βίαιες συγκρούσεις με άλλες στρατιωτικές οικογένειες από αρμενικές περιοχές.[5] Έχει μάλιστα υποστηριχθεί από μερικούς μελετητές πως από αυτό το θέμα, μαζί με εκείνα των Ανατολικών, Καππαδοκίας, Παφλαγονίας και Βουκελλαρίων,προέρχονταν τα κυρίαρχα στοιχεία της βυζαντινής άρχουσας τάξης, κατά την περίοδο από τον 9ο ως τον 11ο αιώνα[9]. Επίσης, σε αυτό το θέμα μάλιστα διεξήχθησαν, μεταξύ 978-9, τρεις μάχες μεταξύ του αυτοκρατορικού στρατού και του στασιαστή Βάρδα Σκληρού, με την τελευταία από αυτές να είναι και η αποφασιστική[10].
Η αντίδραση των Αράβων στην εξάπλωση του Βυζαντίου εκδηλώθηκε από τους Χαμδανίδες εμίρηδες του Χαλεπίου, οι οποίοι επιτέθηκαν εναντίον του Χαρσιανού, με βασικό στόχο το κάστρο του. Η πρώτη από αυτές τις επιθέσεις εκδηλώθηκε το 950 όταν ο θρυλικός Σαΐφ-αντ-Νταουλά (Sayf-ad-Dawla) πολιόρκησε το κάστρο, επικεφαλής 30.000 ανδρών. Λίγο πριν την εισβολή, μεγάλη πυρκαγιά κατέκαυσε τα προάστια και τον οικισμό κάτω από το κάστρο. Η πολιορκία δεν πέτυχε τον σκοπό της, ωστόσο ο Νταουλά πήρε μαζί του αιχμάλωτο τον πληθυσμό του οικισμού και δήωσε την ενδοχώρα. Οι επιθέσεις του επαναλήφθηκαν το 911, το 956 και το 960, με παρόμοια αποτελέσματα, δηλαδή δήωση της ενδοχώρας αλλά χωρίς κατάληψη των κάστρων του θέματος.[5]
Μετά το 1045, στο θέμα εγκαταστάθηκε μεγάλος αριθμός προσφύγων Αρμενίων, υπό τον τέως βασιλιά τους Γκαντίκ Β' (στις βυζαντινές πηγές αναφέρεται ως Κακίκιος), στον οποίο παραχωρήθηκε η διοίκηση του θέματος. Οι Αρμένιοι όμως σύντομα ήρθαν σε σύγκρουση με την τοπική ελληνική αριστοκρατία. Το 1057, το θέμα υποστήριξε την εξέγερση του Ισαακίου Α' Κομνηνού. Κατά τη δεκαετία του 1060, οξύνθηκαν οι διαμάχες μεταξύ των εθνοτήτων της βυζαντινής Ανατολής, λόγω της άστοχης και καταπιεστικής θρησκευτικής πολιτικής του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ι΄ Δούκα. Ένας ακόμη λόγος ήταν η βυζαντινή ολιγωρία η οποία οδήγησε στην κατάκτηση πατρογονικών εδαφών των Αρμενίων (Ανί, Μελιτηνή, Σεβάστεια) από τους Τούρκους. Αν και ως τελευταίος δούκας (διοικητής) του αναφέρεται πάλι ο Γκαντίκ Β', το 1072-73[4], αυτός μάλλον λειτούργησε ως αυτόνομος διοικητής του Χαρσιανού, κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1070. Η περιοχή του, όπως και η ανατολική Μικρά Ασία γενικότερα, είχαν αποκοπεί από την αυτοκρατορία, μετά τη διείσδυση των διαφόρων τουρκικών ομάδων και τη στάση του Φράγκου στρατηγού Ουρσελίου. Η αυτόνομη δράση του Γκαντίκ τον οδήγησε σε σύγκρουση με την αυτοκρατορία, εξετέλεσε μάλιστα τον Έλληνα μητροπολίτη Καισαρείας Μάρκο. Στο τέλος συνελήφθη, σε ενέδρα, από Βυζαντινούς στρατιωτικούς και εκτελέστηκε.[11]
Τελικά, το θέμα χάθηκε οριστικά για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία λίγο μετά τη μάχη του Μαντζικέρτ το 1071.
Το ομώνυμο φρούριο υποτίθεται πως πήρε το όνομά του από κάποιον στρατηγό Χάρσιο, ο οποίος πολέμησε τους Πέρσες επί εποχής Ιουστινιανού Α'[4] ή Ηρακλείου[7]. Αναφέρεται πρώτη φορά στις πηγές το 638, καταλήφθηκε από τους Άραβες το 730 και, στους επόμενους δύο αιώνες, έγινε θέατρο σκληρών βυζαντινοαραβικών συγκρούσεων.[4] Τα ερείπια του κάστρου βρίσκονται δέκα χιλιόμετρα βορειοδυτικά της πόλης Ακνταγμαντενί, πάνω από το χωριό Μουσαλιμκαλεσί (Muşalimkalesi), στην επαρχία Γιοζγκάτ της Τουρκίας, 325χλμ ανατολικά της Άγκυρας.
Διαδραμάτισε στρατηγικότατο ρόλο στην άμυνα της Μικράς Ασίας κατά τους Αραβοβυζαντινούς πολέμους, καθώς ήταν το διοικητικό κέντρο κρίσιμων συνοριακών περιοχών με Αρμενίους και Άραβες, ενώ ήλεγχε δύο μεγάλες στρατιωτικές αρτηρίες: αυτή που συνέδεε την Κωνσταντινούπολη, μέσω Άγκυρας, με τη Σεβάστεια (ή την Τεφρική) και τη Μελιτηνή (σημ. Μαλάτεια) μέσω Μαλανδάρων.[5] Έτσι το φρούριο του Χαρσιανού, μαζί με άλλα φρούρια που σήμερα είναι ερειπωμένα, στα περίχωρα της Ακνταγμαντενί και κοντά στα ορυχεία σιδήρου και μολύβδου του Τσαλχαλή και Νουσρατλή, προστάτευε τη μεγάλη στρατιωτική οδό Άγκυρας-Σεβάστειας, τη δευτερεύουσα οδό που διέσχιζε την περιοχή του Ακντάγ Μαντενί αλλά και τα ορυχεία. Το ενδιαφέρον των Σελτζούκων Τούρκων για τα ορυχεία πιστοποιεί επιγραφή, της περιόδου του Σελτζούκου σουλτάνου Καϊχοσρόη Β΄ (1236-1246), η οποία βρέθηκε στο Μουσαλιμκαλεσί και αναφέρει πως χτίστηκε (ίσως επισκευάστηκε) φρούριο. Το κάστρο καταλήφθηκε το 730 από τους Άραβες, στη συνέχεια ανακτήθηκε από τους Βυζαντινούς και από τότε υπέστη πολλές αραβικές επιθέσεις χωρίς να καταληφθεί. Τέτοιες επιθέσεις έγιναν από τον χαλίφη Αλ-Μαμούν το 831 (ηττήθηκε, έξω από το κάστρο, από τον αυτοκράτορα Θεόφιλο) και από τον Αμπού Σαΐντ το 843 και το 845.[5]
Με το τέλος των βυζαντινο-αραβικών συγκρούσεων, άκμασε ο οικισμός γύρω από το κάστρο, όπως και άλλα οικιστικά κέντρα κατά μήκος των διαδρομών που πριν χρησιμοποιούσαν οι ξένοι εισβολείς[19].