H θεωρία των δύο άκρων ισχυρίζεται ότι η ακροαριστερά και η ακροδεξιά έχουν αρκετά κοινά στοιχεία και ομοιότητες, σε αντίθεση με την πιο διαδεδομένη αντίληψη ότι βρίσκονται στα αντίθετα άκρα ενός γραμμικού πολιτικού συνεχούς, όπως υπονοεί και η παραδοσιακή ορολογία που παραπέμπει σε μία αντίθετη «δεξιά» και «αριστερά». Οι υποστηρικτές της θεωρίας υποστηρίζουν πως η ακροαριστερά και η ακροδεξιά έχουν ως κοινά σημεία την τάσης τους να βαρύνουν τον αυταρχισμό, τον κρατισμό ή τον ολοκληρωτισμό, ενώ περιφρονούν τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες και περιορίζουν την ελευθερία του λόγου στην ελευθερία του δικού τους λόγου. Η θεωρία ισχυρίζεται ότι σε κάποιες περιπτώσεις μοιράζονται και τον αντισημιτισμό, αν και με διαφορετικά επιχειρήματα.[1] Η πρωιμότερη χρήση του όρου φαίνεται να είναι από το βιβλίο Le Siècle des idologiques του Ζαν-Πιέρ Φαγιέ του 2002. Άλλοι έχουν αποδώσει τη θεωρία στο Σέιμουρ Μάρτιν Λίπσετ, τον Ντέιβιντ Μπελ και το «πλουραλιστικό σχολείο».[εκκρεμεί παραπομπή]
Η θεωρία των δύο άκρων χαρακτηρίζεται συχνά ως μια υπεραπλούστευση των πολιτικών ιδεολογιών, αγνοώντας θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ τους.[2][3] Η θεωρία των δύο άκρων δεν χαίρει υποστήριξης από τους ακαδημαϊκούς κύκλους.[4]