Αυτό το λήμμα χρειάζεται μορφοποίηση ώστε να ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές μορφοποίησης της Βικιπαίδειας. |
Σύμφωνα με την «θεωρία κυμάτων» του Κοντράτιεφ, ο καπιταλισμός περνά κρίσεις μέσα από τις οποίες ανανεώνεται και επιβιώνει. Είναι ο πρώτος άνθρωπος που απέδειξε την ύπαρξη μακριών κυμάτων στην οικονομία, στις αρχές του 20ου αιώνα, μέσα από τη μελέτη της εξέλιξης των επιτοκίων, των μισθών, των τιμών των αγαθών, του εξωτερικού εμπορίου και της παραγωγής άνθρακα και σιδήρου. Συγκεκριμένα, υποστήριξε ότι πέρα από τους βραχύβιους επιχειρηματικούς κύκλους, υπάρχει και ένα μεγάλος πεντηκονταετής κύκλος στον οποίο τα σημαντικότερα σημεία καμπής συνδέονται με βασικές αλλαγές του καπιταλισμού και μεγάλες συγκρούσεις. Η θεωρία του οδήγησε στην κατανόηση των λόγων μεταπήδησης της οικονομίας σε μία ξαφνική φάση αλλαγών και καπιταλιστικής κρίσης και πώς η οικονομία αλλάζει μορφές ως αντίδραση στην κρίση. Σύμφωνα με τον Κοντράτιεφ, η παγκόσμια οικονομία ακολουθεί ένα κυκλικό ρυθμό ανάπτυξης. Συγκεκριμένα, κάθε κύκλος ξεκινά από μια εικοσιπενταετή φάση ανόδου που οφείλεται στην εμφάνιση νέων τεχνολογιών και υψηλών επενδύσεων και χαρακτηρίζεται από την στροφή του κεφαλαίου στις βιομηχανίες παραγωγής. Στη συνέχεια, ακολουθεί μια ίσης διάρκειας φάση καθόδου που καταλήγει σε οικονομική κρίση και το κεφάλαιο συσσωρεύεται στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Κάθε κύκλος χαρακτηρίζεται από τις εκάστοτε ιστορικές συνθήκες και δεν αποτελεί επανάληψη του προηγούμενου. Υποστηρίζει ότι αφορμή των νέων κυμάτων αποτελεί η ευρεία διάδοση και εφαρμογή νέων τεχνολογιών και συνακόλουθα η αυξημένη διαθεσιμότητα χρήματος. Έτσι, καταλήγει ότι η βασική αιτία είναι ο γρήγορος ρυθμός συσσώρευσης κεφαλαίου σε σχέση με τον ρυθμό επένδυσής του κατά τη διάρκεια της τελευταίας ύφεσης του προηγούμενου κύκλου. Η θεωρία του Κοντράτιεφ έχει δεχθεί πολλές κριτικές, οι σημαντικότερες των οποίων είναι ότι δεν ανέλυσε αρκετά διεξοδικά την δυναμική των κεφαλαιακών επενδύσεων, την οποία θεωρεί ως κινητήρια δύναμη των κύκλων, δεν υπολόγισε την αλληλεπίδραση με τον μη καπιταλιστικό κόσμο και δεν κατάφερε να εξηγήσει την σημασία των μεγάλων κυμάτων για την μετέπειτα καπιταλιστική εξέλιξη[1].
Οι μαρξιστές υποστηρίζουν ότι υπάρχει ένα μοναδικό και μεγαλύτερο κύμα που περιλαμβάνει τις περιόδους ανόδου και πτώσης του καπιταλισμού. Θεωρούν ότι μόνο εξωγενείς, μη οικονομικοί, αποσταθεροποιητικοί παράγοντες μπορούν να επηρεάζουν τα σημεία καμπής του καπιταλισμού. Σύμφωνα με τον Τρότσκι, γεγονότα όπως πόλεμοι και επαναστάσεις και η ανακάλυψη νέων φυσικών πόρων αποτελούν τις κινητήριες δυνάμεις του καπιταλιστικού κύκλου[1].
Ο Γιόζεφ Σουμπέτερ υποστήριξε ότι βασική αιτία απαρχής νέων κυμάτων/κύκλων του καπιταλισμού αποτελούν οι τεχνολογικές ανακαλύψεις και όχι ο βαθμός της επενδυτικής δραστηριότητας. Τα κύματα αυτά μπορεί να είναι από διάρκειας τριών με πέντε ετών και έως πενήντα ετών σύμφωνα με την θεωρία του Κοντράτιεφ. Όπως υποστήριξε, η εκκίνηση κάθε νέου κύκλου βρίσκεται στα χέρια των επιχειρηματιών και των καινοτόμων και το τέλος του έρχεται με την εξάντληση των νέων τεχνολογικών ανακαλύψεων και την συγκέντρωση μεγάλων ποσών κεφαλαίου στις τράπεζες[1].
Η Καρλότα Πέρεζ, οικονομολόγος της σχολής του Σουμπέτερ, αξιοποιώντας την θεωρία των κυμάτων, θεωρεί την ανακάλυψη νέων τεχνολογιών ως απαρχή των κυμάτων. Στο βιβλίο της Τεχνολογικές Επαναστάσεις και Οικονομικό Κεφάλαιο παραθέτει μια ιστορία πέντε τεχνολογικών επαναστάσεων που ακολουθούν ένα παρόμοιο μοτίβο απότομης εμφάνισης και ανόδου, αποτυχίας και τελικά ανανέωσης[2]. Δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στο στάδιο της ξαφνικής εμφάνισης και τμηματικής αποδυνάμωσης κάθε νέας τεχνολογίας και τον κρίσιμο ρυθμιστικό ρόλο του κράτους λίγο πριν ξεκινήσει η νέα εποχή ανάπτυξης[1]. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι έρχεται μία νέα «χρυσή εποχή» του καπιταλισμού κατά τη δεκαετία του 2020, η οποία θα μπορέσει να ξεκινήσει εφόσον συνεργαστούν οι καινοτόμοι με τους κυβερνητικούς παράγοντες και υπάρξει κρατική χρηματοδότηση στον τεχνολογικό και επιστημονικό τομέα. Η προσέγγισή της θέτει ως σημαντικότερο παράγοντα τη δημιουργία μίας «νέας κοινής λογικής» στο κέντρο της οποίας βρίσκεται ένας νέος τρόπος ζωής με οικολογικές και βιώσιμες κατευθύνσεις, μείωση κατανάλωσης αγαθών και στροφή στην παροχή υπηρεσιών[3]. Όλα τα παραπάνω, σύμφωνα με την θεωρία της, θα οδηγήσουν στην δημιουργία πολλών καινοτομιών και νέων ειδικοτήτων και θέσεων εργασίας, σε τομείς όπως η ανακύκλωση, η συντήρηση και η ανανέωση υλικών και προϊόντων[4].