Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Η θεόρβη (ιταλικά: tiorba ή tuorbe, γαλλικά: théorbe, γερμανικά: theorbe, αγγλικά: theorbo) είναι έγχορδο μουσικό όργανο, που υπάγεται στην υποκατηγορία των νυκτών. Το όνομα θεόρβη χρησιμοποιείται ιστορικά για να περιγράψει μια σειρά από είδη λαούτου, στα οποία συμπεριλαμβάνονται το ιταλικό liuto attiorbato, η γαλλική théorbe des pièces, το αγγλικό theorbo, το αρχιλαούτο, το γερμανικό μπαρόκ λαούτο και η angélique ή angelica. Η ετυμολογία του ονόματος παραμένει ασαφής, αν και κάποιες πηγές ισχυρίζονται τη σύνδεσή της με την τούρκικη ή σλαβική λέξη "torba" (ελλ. τορβάς), που σημαίνει σάκος ή τουρμπάνι.
Η χρυσή εποχή της θεόρβης τοποθετείται στα τέλη του 16ου αιώνα, όταν άνθιζε η τεχνοτροπία του συνεχούς βάσιμου· η επέκταση της χαμηλής έκτασης των οργάνων υπήρξε αναγκαία για την πρωτοεμφανιζόμενη όπερα, αλλά και την άνοδο της μονωδίας. Ως εκ τούτου, οι μουσικοί τροποποίησαν το λαούτο, προσθέτοντας έναν μεγαλύτερο βραχίονα (μανίκι), ώστε να συμπεριλάβουν ανοιχτές μπάσες χορδές. Το όργανο που προέκυψε ονομάστηκε εξίσου κιταρόνε και θεόρβη· αν και στην ουσία πρόκειται για το ένα και το αυτό, το κιταρόνε κατάγεται από την ιταλική κιθάρα, εξ ου και το όνομά του. Παρόμοιες τροποποιήσεις στην κατασκευή μικρότερων οργάνων οδήγησαν στο liuto attiorbato και το αρχιλαούτο, τα οποία αν και παρόμοια, έχουν διαφορετικό χόρδισμα.
Στην εκτέλεση του συνεχούς βάσιμου, η θεόρβη συχνά συνδυάζεται με ένα μικρό όργανο, ή μια βιόλα ντα γκάμπα· ως σολιστικό όργανο διαθέτει ελάχιστο ρεπερτόριο -κυρίως από Άγγλους συνθέτες- καθώς χρησιμοποιήθηκε εν γένει σε ορχήστρες και οργανικά σχήματα. Ορισμένοι συνθέτες και δεξιοτέχνες της εποχής περιλαμβάνουν τους Ιταλούς Τζιοβάννι Τζιρόλαμο Κάπσμπέργκερ και Αλεσσάντρο Πιτσίνι, ενώ στη Γαλλία εκπροσωπείται κυρίως από τους Νικολά Οτμάν και Ρομπέρ ντε Βιζέε. Η χρήση της θεόρβης διακόπτεται περί τα τέλη του 18ου αιώνα, οπότε και το συνεχές βάσιμο χάνει την πρωτοκαθεδρία στη μουσική.
Εν αντιθέσει με το αναγεννησιακό λαούτο και το αρχιλαούτο, οι περισσότερες θεόρβες διαθέτουν 14 μονές χορδές (κατασκευασμένες από έντερο), αν και ορισμένες μεγάλου μεγέθους φτάνουν τις 19. Οι τελευταίες (ψηλότερες) δύο χορδές εκπίπτουν μία οκτάβα, περιορίζοντας έτσι την άνω έκταση του οργάνου, όπως φαίνεται και στο παρακάτω σχεδιάγραμμα. Όσον αφορά τη σημειογραφία της θεόρβης, όπως και στο λαούτο και άλλα νυκτά όργανα, χρησιμοποιείται κυρίως η ταμπλατούρα, που δείχνει την τοποθέτηση των δακτύλων, παρά τους φθόγγους αυτούς καθεαυτούς.
Το συγκεκριμένο χόρδισμα είναι σε Λα και αφορά 15χορδο όργανο· οι περισσότεροι εκτελεστές, ωστόσο, χρησιμοποιούν όργανα με 14 χορδές. Ένα εναλλακτικό χόρδισμα σε Σολ (ένας τόνος κάτω) προτιμάται όταν πρόκειται για τονικότητες με υφέσεις, καθώς το χόρδισμα σε Λα είναι περισσότερο κατάλληλο για τονικότητες με διέσεις. Ο εκπεσμός της οκτάβας στις δύο ψηλότερες χορδές δημιουργεί πρόβλημα στην εκτέλεση συγχορδιών πάνω από το βάσιμο και γι' αυτό το λόγο πολλοί προτιμούν τον εκπεσμό της οκτάβας μόνο στην ψηλότερη και τελευταία χορδή.