Θικ Κουάνγκ Ντουκ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Thích Quảng Đức (Βιετναμικά) |
Προφορά | |
Γέννηση | 1897 Vạn Khánh |
Θάνατος | 11 Ιουνίου 1963 Χο Τσι Μινχ |
Αιτία θανάτου | αυτοπυρπόληση |
Συνθήκες θανάτου | αυτοκτονία |
Χώρα πολιτογράφησης | Γαλλική Ινδοκίνα (1897–1945) Βιετνάμ (1945–1963) Νότιο Βιετνάμ |
Θρησκεία | Μαχαγιάνα |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | μπίκου |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Θικ Κουάνγκ Ντουκ (βιετναμέζικα: Thích Quảng Đức, 1897 - 1963, γεννήθηκε ως Λαμ Βαν Τουκ / Lâm Văn Túc) ήταν Βιετναμέζος μαχαγιάνα βουδιστής μοναχός ο οποίος έθεσε τέρμα στην ζωή του με αυτοπυρπόληση στην Σαϊγκόν στις 11 Ιουνίου του 1963,[1] ως διαμαρτυρία για την καταδίωξη των βουδιστών μοναχών από την νοτιοβιετναμέζικη κυβέρνηση του Νγκο Ντιν Ντιέμ. Οι φωτογραφίες της αυτοπυρπόλησης του κυκλοφόρησαν ευρέως διεθνώς και έφεραν τις πρακτικές της κυβέρνησης του Ντιέμ στο επίκεντρο. Ο φωτογράφος του συμβάντος, Μάλκολμ Μπράουν, κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ για την φωτογράφιση αυτή.[2][3]
Επακόλουθο της πράξης διαμαρτυρίας του Ντουκ ήταν να αυξηθεί η διεθνής πίεση προς τον Ντιεμ και να τον οδηγήσει στην αναγγελία μεταρρυθμίσεων σχετικά με τα δικαιώματα των Βουδιστών. Ωστόσο οι μεταρρυθμίσεις που υποσχέθηκε δεν έγιναν ποτέ, και η ένταση αναθερμάνθηκε. Με τις διαμαρτυρίες να συνεχίζονται, και την βίαιη καταστολή των Βουδιστών να συνεχίζεται, υπήρξαν και άλλοι Βουδιστές μοναχοί που αυτοπυρπολήθηκαν ακολουθώντας το παράδειγμα του Κουάνγκ Ντουκ. Μέσα στην γενικότερη αστάθεια που επικρατούσε στην χώρα, η κυβέρνηση του Ντιέμ ανατράπηκε με στρατιωτικό πραξικόπημα τον Νοέμβριο του 1963 και ο ίδιος ο Ντιέμ δολοφονήθηκε.
Γεννήθηκε στο χωριό Χόι Καν (Hội Khánh), στην περιφέρεια Βαν Νιν (Vạn Ninh) της επαρχίας Καν Χόα (Khánh Hòa) στο κεντρικό Βιετνάμ ως Λαμ Βαν Τουκ (Lâm Văn Túc), και ήταν ένα από τα συνολικά επτά παιδιά της οικογενείας. Στην ηλικία των 7 ετών, έφυγε από το σπίτι του ώστε να αφιερωθεί στην μελέτη του βουδισμού. Δάσκαλος του και πνευματικός του πατέρας υπήρξε ένας θείος του από την πλευρά της μητέρας του. Στην ηλικία των 15 ετών, ορκίστηκε μοναχός και διορίστηκε σε μονή βουδιστών στην ηλικία των 20 ετών με το όνομα Θικ Κουάνγκ Ντουκ. Το Θικ αποτελεί τίτλο στα βιετναμέζικα, κοινό στους βουδιστές μοναχούς.[4] Κατόπιν ταξίδεψε στο βουνό κοντά στην περιοχή Νιν Χόα (Ninh Hòa), ώστε να ζήσει ως ερημίτης για 3 έτη. Μετά την περίοδο αυτή, επέστρεψε ξανά αργότερα και θεμελίωσε βουδιστικό ναό στην ίδια περιοχή.[5][6]
Κατόπιν ξεκίνησε περιοδεία στο Βιετνάμ διδάσκοντας τις αρχές του βουδισμού. Το 1932, απέκτησε την ιδιότητα του επιθεωρητή εκ μέρους του βουδιστικού συνδέσμου μοναχών, ενώ κατά την περιοδεία του ίδρυσε 14 μονές σε όλη την χώρα.[7] Το 1934, μετακινήθηκε στο νότιο Βιετνάμ όπου και συνέχισε την διδασκαλία του, ενώ ταξίδεψε και στην Καμπότζη για την μελέτη του Τεραβάντα βουδισμού.
Μετά την επιστροφή του από την Καμπότζη επίβλεψε την κατασκευή 17 ακόμα βουδιστικών ναών στο νότιο Βιετνάμ. Μετά την περίοδο κατασκευής των μονών, ο Ντουκ διορίστηκε προεδρεύων του συμβουλίου σχετικά με τις εθιμοτυπικές τελετουργίες των βιετναμέζων μοναχών, και ως επίσκοπος της παγόδας Φουόκ Χοά (Phuoc Hoa) η οποία ήταν και η αρχική έδρα του συνδέσμου βουδιστικών σπουδών στο Βιετνάμ.[7] Μετά την μεταφορά της έδρας σε παγόδα της Σαϊγκόν ο Ντουκ παραιτήθηκε.[5]
Στο νότιο Βιετνάμ της εποχής εκείνης οι Βουδιστές αποτελούσαν το 70 με 90 τοις εκατό του πληθυσμού,[8][9][10][11] ενώ ο πρόεδρος Ντιέμ ήταν μέλος της καθολικής μειονότητας, απόρροια του γαλλικού αποικιοκρατισμού κατά το παρελθόν, και εφάρμοζε διακρίσεις ανοικτά και συστηματικά κατά του βουδισμού σε όλες τις πτυχές της δημόσιας ζωής ενώ ευνοούσε τους καθολικούς.[12][13][14]Τα φαινόμενα προσηλυτισμού προς τον καθολικισμό ήταν συχνά όπως και οι καταστροφές βουδιστικών ναών[15] με την κυβέρνηση να αγνοεί τα συμβάντα αυτά επιδεικτικά.[16][17][18][19]
Η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία ήταν ο μεγαλύτερος γαιοκτήμονας στην χώρα και είχε απολάμβανε πλήθος φοροαπαλλαγών ενώ τα εδάφη της εξαιρούνταν από τις όποιες νομοθετικές μεταρρυθμίσεις.[20] Η σημαία του Βατικανού ανέμιζε σε όλα τα δημόσια συμβάντα στο νότιο Βιετνάμ, και ο Ντιέμ αφιέρωσε την χώρα στην Παρθένο Μαρία το 1959.[21][19]
Το γεγονός που έκαναν τους βουδιστές να εξεγερθούν ήταν η απαγόρευση από την πολιτεία της ανάρτησης της βουδιστικής σημαίας στους βουδιστικούς ναούς, μέτρο που ανακοινώθηκε την ημερομηνία γενεθλίων του Βούδα. Οργανώθηκαν ογκώδεις διαμαρτυρίες και πορείες βουδιστών, και οι κυβερνητικές δυνάμεις αντέδρασαν πυροβολώντας στα πλήθη και σκοτώνοντας 9 άτομα. Ο Ντιέμ απέφυγε την ευθύνη κατηγορώντας τους βορειοβιετναμέζους Βιετκόνγκ για τρομοκρατία και πως οι κυβερνητικές δυνάμεις ήταν εκεί για να προστατεύσουν τον κόσμο.[22]
Στις 11 Ιουνίου του 1963, σε κεντρικό σημείο της Σαϊγκόν και στα πλαίσια πορείας διαμαρτυρίας των βουδιστών για τις διακρίσεις εναντίον τους, ο Ντουκ εμφανίστηκε βγαίνοντας από αυτοκίνητο μαζί με άλλους δύο μοναχούς. Ο ένας από τους μοναχούς τοποθέτησε ένα μαξιλάρι πάνω στο δρόμο, ενώ ο άλλος άνοιξε το πορτ μπαγκάζ και έβγαλε ένα μεγάλο μπιτόνι βενζίνης. Ο Ντουκ κατόπιν κάθισε ήρεμα πάνω στο μαξιλάρι στην μέση του δρόμου και άρχισε να διαλογίζεται. Ο μοναχός που είχε το μπιτόνι άρχισε να περιλούζει τον Ντουκ με την βενζίνη και κατόπιν απομακρύνθηκε, άναψε ένα σπίρτο, και το πέταξε στο ίχνος της βενζίνης που οδηγούσε στον Ντουκ. Ο Ντουκ άρχισε αμέσως να καίγεται και να βγαίνει μαύρος καπνός.[23][24]Καθώς καιγόταν δεν κινήθηκε ούτε και φώναξε, και παρέμεινε στην καθιστή στάση.[25]
Τα τελευταία λόγια του ο Ντουκ τα είχε γράψει σε γράμμα λίγο πριν τον θάνατο του:
Πριν κλείσω τα μάτια μου και μετακινηθώ προς το όραμα του Βούδα, απευθύνω παράκληση με σεβασμό προς τον Πρόεδρο να αισθανθεί συμπόνοια προς τους ανθρώπους του έθνους και να προχωρήσει σε θρησκευτική ισότητα για την διατήρηση της ισχύος της μητέρας πατρίδος αιωνίως. Καλώ τους σεβάσμιους, αιδεσιμότατους, μέλη της σάνγκα και τους απλούς Βουδιστές να οργανωθούν με πνεύμα συμπαράστασης και να κάνουν θυσίες για την προστασία του Βουδισμού.[5]
Το κοινό παρακολουθούσε σιωπηλά, και ακόμα και οι αστυνομικοί που είχαν εντολές να απομακρύνουν το κοινό παρέμειναν ακίνητοι.[2]Παράλληλα ένας μοναχός κρατώντας μεγάφωνο έλεγε στα Αγγλικά και στα Βιετναμέζικα "Ένας Βουδιστής ιερέας καίγεται μέχρι θανάτου. Ένας Βουδιστής ιερέας γίνεται μάρτυρας. Μετά από περίπου 10 λεπτά, το σώμα του Ντουκ κατέρρευσε στον δρόμο από την φθορά της φωτιάς και περισυνελέγη από τους υπόλοιπους μοναχούς.[23]
Το συμβάν έκανε χιλιάδες Βουδιστές να βγουν στους δρόμους διαδηλώνοντας, η σορός του Ντουκ εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα, ενώ οι αστυνομικές δυνάμεις επενέβησαν για να περιορίσουν την κοσμοσυρροή.[26]Η κηδεία του Ντουκ έγινε λίγες ημέρες μετά, στις 15 Ιουνίου του 1963. Οι κυβερνητικές εφημερίδες στο νότιο Βιετνάμ αρχικά αντέδρασαν επιτιθέμενες τόσο στους δημοσιογράφους που κάλυψαν το γεγονός όσο και στους Βουδιστές, ισχυριζόμενες πως επρόκειτο για κομμουνιστική πλεκτάνη και πως οι Αμερικανοί δημοσιογράφοι που κάλυψαν το γεγονός το έκαναν ως αντάλλαγμα για σεξουαλικές υπηρεσίες νεαρών κοριτσιών.[27]
Οι φωτογραφίες του συμβάντος κυκλοφόρησαν ευρέως σε όλο τον κόσμο και στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων διεθνώς. Το συμβάν αυτό θεωρείται πως συνέβαλε καθοριστικά στην μετέπειτα κατάρρευση του καθεστώτος του Ντιέμ, τον οποίο οι ΗΠΑ έβρισκαν πλέον ιδιαίτερα δύσκολο να υποστηρίξουν μετά την γενική κατακραυγή.[28][29][30]Ο ίδιος ο Αμερικανός πρόεδρος Τζον Κέννεντι ανέφερε σχετικά με την φωτογραφία πως καμιά φωτογραφία στην ιστορία δεν προκάλεσε τόσο συναίσθημα παγκοσμίως όσο η συγκεκριμένη.[31]
Στην Ευρώπη οι φωτογραφίες όπου καίγονταν ο Ντιέμ πωλούνταν στους δρόμους ως καρτ ποστάλ κατά την δεκαετία του 1960, ενώ οι αρχές της κομμουνιστικής Κίνας διένειμαν στον πληθυσμό εκατομμύρια αντίτυπα ως απόδειξη του αμερικανικού ιμπεριαλισμού.[32]
Το σώμα του Ντουκ επανααποτεφρώθηκε για τους σκοπούς της κηδείας, όμως η καρδιά του παρέμεινε άθικτη και δεν κάηκε.[2] Φυλάχτηκε ως ιερό κειμήλιο και ως σύμβολο συμπόνοιας, ενώ θεωρείται από τους Βουδιστές ως μποντισάτβα (πεφωτισμένος) και αναφέρεται επίσης και ως Μπο Τατ Θικ Κουάνγκ Ντουκ[3][2][5][33]
Η φωτογραφία του καιγόμενου Θικ Κουάνγκ Ντουκ, χρησιμοποιήθηκε από το αμερικανικό συγκρότημα σκληρού ροκ Rage Against the Machine ως εξώφυλλο του ομώνυμου ντεμπούτου άλμπουμ τους.