Ως θρησκεία στην Ελλάδα, εννοούνται όλες οι θρησκευτικές-λατρευτικές πρακτικές που ασκούνται στο Ελλαδικό γεωγραφικό πλαίσιο, τη γενική περιοχή όπου αντιστοιχεί περίπου στα σύγχρονα όρια του κράτους της Ελλάδας. Θρησκείες υπήρχαν στην Ελλάδα από αρχαιοτάτων χρόνων. Στη νεολιθική εποχή υπήρχαν θρησκείες με αρκετά ανιμιστικά στοιχειά. Κατά την αρχαϊκή εποχή αναπτύχθηκε η ηρωική λατρεία και θεότητες από τη μυκηναϊκή περίοδο συγχωνεύτηκαν με ελληνικούς Θεούς. Στις αρχές της πρώτης χιλιετίας διαδόθηκε ο Χριστιανισμός. Επί Μεγάλου Κωνσταντίνου και Θεοδοσίου Α΄ απαγορεύτηκε η δημόσια λατρεία των εθνικών με τιμωρία την ποινή του θανάτου.[2][3][4] Στο Βυζάντιο η Ελλάδα ήταν χριστιανική, ενώ κατά την Τουρκοκρατία η Εκκλησία εντάχθηκε στον φορολογικό μηχανισμό των Οθωμανών και διατήρησε τα προνόμια της.[5] Το πρώτο Σύνταγμα των επαναστατικών χρόνων ανακήρυξε την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία ως την «επικρατούσα θρησκεία» στην Ελλάδα,[6] διάταξη που ισχύει μέχρι σήμερα.[7] Το Σύνταγμα της Ελλάδας, επίσης, κατοχυρώνει την ανεξιθρησκία.[8]
Στην Ελλάδα, το 79% του πληθυσμού πιστεύει στην ύπαρξη του Θεού, το 16% δηλώνει πίστη σε κάποια ανώτερη δύναμη, ενώ το 4% δεν πιστεύει σε τίποτε από τα δύο.[9] Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, τρεις στους τέσσερις Έλληνες (76%) θεωρούν πως η θρησκεία είναι βασικό συστατικό της εθνικότητας. Οι Έλληνες είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία θρήσκοι, καθώς το 92% πιστεύει στον Τριαδικό Θεό.[10] Η πολυπληθέστερη θρησκευτική κοινότητα είναι η Ανατολική Ορθόδοξη.[11] Άλλα θρησκεύματα με μεγάλο αριθμό πιστών είναι ο Μoυσουλμανισμος (2%), ο Ρωμαιοκαθολικισμός (λιγότερο από 1%) και άλλα χριστιανικά δόγματα (3% του πληθυσμού), ενώ περίπου το 4% δηλώνει άθρησκο σε κάποιες έρευνες.[11] Η τελευταία Ελληνική απογραφή που κατέγραψε το θρήσκευμα των κατοίκων της χώρας έγινε το 1951, ενώ έκτοτε η ερώτηση απαλείφθηκε από τις επόμενες γενικές απογραφές πληθυσμού.[2]
Σύμφωνα με άλλες πηγές, οι Έλληνες που δηλώνουν Χριστιανοί Ορθόδοξοι αποτελούν το 81,4% του πληθυσμού και οι άθεοι το 14,7%.[12]
Αναγνωρισμένες νομικά θρησκευτικές κοινότητες σήμερα στην Ελλάδα είναι η Εκκλησία της Ελλάδος και οι Ισραηλιτικές Κοινότητες (όπως το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο), ως Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου. Οι Μουφτείες αποτελούν δημόσιες υπηρεσίες. Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου είναι με νόμο του 2014 η Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα, οι Ορθόδοξοι Αρμένιοι, οι Κόπτες, οι Αιθίοπες Ορθόδοξοι, οι Ασσύριοι, οι Αγγλικανοί και η Ευαγγελική Εκκλησία της Ελλάδος.[13]
Η ενότητα αυτή είναι κενή, ανεπαρκώς ανεπτυγμένη ή ανολοκλήρωτη. Η βοήθειά σας είναι καλοδεχούμενη! |
Θρησκευτικές-λατρευτικές πρακτικές στον ελληνικό γεωγραφικό χώρο ασκούνταν ήδη από την προϊστορία με αρκετά ανιμιστικά στοιχεία. Βάσει της αρχαιολογικής μαρτυρίας σε ό,τι αφορά στα ταφικά έθιμα του νεολιθικού ανθρώπου, που υποδηλώνουν σεβασμό στους νεκρούς και πίστη στη μεταθανάτια ζωή, δόθηκε θρησκευτική ερμηνεία τόσο από τη Μαρίγια Γκιμπούτας όσο και από τον Κόλιν Ρένφριου. Οι δύο ερμηνείες βασίζονται στα ευρήματα της κοινής τους ανασκαφής στην αρχαιολογική θέση Σιταγροί, αλλά καταλήγουν σε διαφορετικά συμπεράσματα[14]. Όσον αφορά στη μινωική[3] και μυκηναϊκή θρησκεία, υφίσταται η άποψη ότι η συγκεκριμένη προϊστορική θρησκευτική περίοδος επικεντρωνόταν στη λατρεία μιας παγκόσμιας φυσικής θεάς και του αρσενικού της αντίστοιχου που αναπαριστούσε τον ημερολογιακό κύκλο της φυσικής βλάστησης[15].
Οι λατρευτικές συνήθειες φαίνεται πως άλλαξαν κατά την αρχαϊκή εποχή με την εμφάνιση υπαίθριων λατρευτικών κέντρων, με παράλληλη ανάπτυξη της ηρωικής λατρείας. Θεότητες γνωστές από τη μυκηναϊκή περίοδο συγχωνεύονται με τους ελληνικούς θεούς και υπό την επίδραση του Ησιόδου και του Ομήρου σταθεροποιούνται και τυποποιούνται κατά την κλασική περίοδο σε ενιαίο πάνθεο με κατά τόπους διαφοροποιήσεις. Η θρησκευτική λατρεία αποκτά ισχυρό αστικό χαρακτήρα στην περίοδο της θεμελίωσης της πόλεως με λατρευτικό σκοπό την εξασφάλιση της εύνοιας των θεών για ατομική και κοινοτική ευημερία. Η θρησκεία στον ελληνιστικό και ρωμαϊκό κόσμο υπέστη σημαντικές τροποποιήσεις. Στα πλαίσια του ρωμαϊκού συγκρητισμού στην αρχαία Ελλάδα εμφανίζονται ιερά νέων μυστηριακών θεοτήτων και η αστική θρησκεία αναμιγνύεται με παρεμφερείς παραδόσεις της Εγγύς Ανατολής.
Οι Πράξεις των Αποστόλων αναφέρουν ότι ο Απόστολος Παύλος κήρυξε στους Φιλίππους[16], τη Θεσσαλονίκη, τη Βέροια, την Αθήνα[17] και την Κόρινθο[18]. Η πρώτη Ελληνίδα που πίστεψε στο κήρυγμά του ήταν η Λυδία η Φιλιππησία[19]. Οι Πράξεις καταγράφουν επίσης τη δράση του Αποστόλου Απολλώ στην Κόρινθο[20]. Η Αποκάλυψη του Ιωάννου γράφτηκε στην Πάτμο[21]. Μέχρι τα τέλη του 2ου αιώνα, η Στερεά Ελλάδα και η Πελοπόννησος, η Ήπειρος, η Θεσσαλία και η Θράκη είχαν δεχθεί το κήρυγμα της νέας θρησκείας.[22]
Ο Αυτοκράτορας Δέκιος διέταξε επί ποινή θανάτου τους υπηκόους του σε όλη την αυτοκρατορία να θυσιάσουν στους θεούς, λαμβάνοντας πιστοποιητικό από τους επάρχους[23]. Κατά τη βασιλεία του Διοκλητιανού, εξαπολύθηκε διωγμός κατά των Χριστιανών της αυτοκρατορίας, με ιδιαίτερη ένταση στο ανατολικό της κομμάτι, όπου ανήκε η Ελλάδα[24]. Οι Χριστιανοί απαγορευόταν να συνέρχονται σε λατρεία, ενώ οι γραφές, τα λειτουργικά τους βιβλία και οι χώροι λατρείας τους έπρεπε να καταστραφούν[25]. Αργότερα, οι Χριστιανοί μαζί με όλους τους πολίτες υποχρεώθηκαν να προσφέρουν θυσία στους θεούς των εθνικών, ενώ όποιος αρνούνταν έπρεπε να υποστεί θάνατο[26]. Ο Γαλέριος, Αύγουστος της Ανατολής, συνέχισε τους διωγμούς μέχρι τις 30 Απριλίου 311, οπότε σταμάτησαν οι διωγμοί των Χριστιανών στην Ελλάδα[27].
Οι διώξεις παγανιστών στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ξεκίνησαν την τελευταία περίοδο της κυριαρχίας του Μέγα Κωνσταντίνου, όταν διέταξε την καταστροφή ορισμένων Ναών των εθνικών θρησκειών.[4][28] Ο γιος του Κωνσταντίνου, Κωνστάντιος Β΄,[29] διέταξε κλείσιμο κάθε παγανιστικού ναού και απαγόρευσε τις παγανιστικές θυσίες με την ποινή του θανάτου[2]. Από τον 361 εώς το 375 μ.Χ. ήτανε μια περίοδος σχετικής ανεκτικότητας του παγανισμού[εκκρεμεί παραπομπή].
To 381, ο Θεοδόσιος Α΄ με το Διάταγμα της Θεσσαλονίκης εγκατέστησε την Ορθόδοξη Καθολική πίστη ως την επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας και απαγόρευσε τη χρήση της λέξης «εκκλησία» από τους αιρετικούς[30]. Στις 8 Νοεμβρίου 392, ο Θεοδόσιος εξέδωσε διάταγμα με το οποίο απαγόρευε πλήρως τη λατρεία των θεών των εθνικών[31] και τιμωρούσε με την ποινή του θανάτου τους ιερείς που θα εκτελούσαν θυσίες ή τους μάντεις που θα ασκούσαν τη μαντική τέχνη [32].
Σύμφωνα με την Averil Cameron, είναι πολύ δύσκολο να απαντηθεί το ερώτημα πώς εκχριστιανίστηκε η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ναι μεν οι διαταγές του Θεοδόσιου είχαν σκοπό τις διώξεις του παγανισμού, όμως αυτές οι νομοθεσίες μάλλον είχαν περιορισμένη εφαρμογή και εκδίδονταν και επανεκδίδονταν για χάρη κάποιων τοπικών αιτημάτων. Το κράτος σπανίως μπορούσε να επιβάλλει την εφαρμογή τέτοιων νόμων και σπανίως το έκανε. Θεωρούνται αμφιλεγόμενοι οι θρησκευτικοί στόχοι και η σχετική νομοθεσία του Μεγάλου Κωνσταντίνου και μερικοί μελετητές αμφισβητούν την εφαρμογή των φιλο-χριστιανικών νόμων. Ο εκχριστιανισμός της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας προχώρησε σταδιακά, χωρίς να μπορεί να εκτιμηθεί ο βαθμός εκχριστιανισμού σε κάθε εποχή. Υπήρχε σημαντική αλληλοεπικάλυψη παγανισμού και χριστιανισμού κατά την ύστερη αρχαιότητα. Ωστόσο, πολλές χριστιανικές πηγές της εποχής κάνουν μια συντονισμένη προσπάθεια να δείξουν έναν σαφη διαχωρισμό μεταξύ των θρησκειών, έχοντας ως στόχο να ισχυριστούν θρίαμβο του χριστιανισμού.[33] Σύμφωνα πάλι με την Averil Cameron, υπήρχε χριστιανική βία τόσο κατά των παγανιστών, όσο και μεταξύ των χριστιανών.[34]
Σύμφωνα με τον Τσουλανάκη Δημήτριο, πριν έλθει στην εξουσία ο Μ. Κωνσταντίνος ο χριστιανισμός ήταν ήδη ανεπτυγμένος στις ανατολικές επαρχίες. Ήταν η καλύτερα οργανωμένη θρησκευτική και κοινωνική δύναμη, και σημαντικός παράγοντας του ιδιωτικού βίου της ρωμαϊκής κοινωνίας. Επομένως ο αυτοκράτορας έπρεπε να συνυπολογίσει τον χριστιανισμό στη διαμόρφωση της πολιτικής του. Ο αυτοκράτορας Ιουλιανός αναφέρει ότι στην επαρχία Αραβία οι χριστιανοί ήδη αποτελούσαν σχεδόν το ήμισυ του τοπικού πληθυσμού στις αρχές της δεκαετίας του 360.[35]
Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους, πολλοί κάτοικοι της Ελλάδας διακρίθηκαν στην Ορθόδοξη θεολογία και υμνογραφία, μεταξύ των οποίων ο Ανδρέας Κρήτης, οι Κύριλλος και Μεθόδιος και ο Γρηγόριος Παλαμάς[36]. Το 732 μ.Χ. ολόκληρη η Ελλάδα υπάχθηκε στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως με διαταγή του Λεόντα Γ΄ του Ισαύρου [37]. Το 961 μ.Χ. ο Αθανάσιος ο Αθωνίτης ίδρυσε την Ιερά Μονή της Μεγίστης Λαύρας στο Άγιο Όρος, το οποίο έμελλε να γίνει το πιο σημαντικό μοναστικό κέντρο όλης της Ανατολικής Ορθοδοξίας[38].
Τυπικά οι Έλληνες υπό την οθωμανική κατοχή, ως μιλλέτ, δηλαδή θρησκευτική ομάδα, είχαν το δικαίωμα να ακολουθήσουν τη θρησκεία τους. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο μετά την Άλωση, αποτέλεσε τμήμα του φορολογικού μηχανισμού του οθωμανικού κράτους καθώς επίσης και μηχανισμός ελέγχου του τοπικού πληθυσμού[5]. Ωστόσο, οι πιέσεις από τους μουσουλμάνους για αλλαγή θρησκείας, οι προσηλυτισμοί διά της βίας και η ανασφάλεια της ζωής των Χριστιανών, που θεωρούνταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας, ήταν υπαρκτά φαινόμενα και οδήγησαν σε ευρύ κρυπτοχριστιανισμό, ενώ υπήρξαν και Χριστιανοί που πέθαναν για την πίστη τους και ονομάστηκαν νεομάρτυρες[39]. Στον ελλαδικό κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας σημειώθηκε το φαινόμενο του κρυπτοχριστιανισμού, δηλαδή η επιφανειακή αποδοχή του ισλαμισμού και η κρυφή λατρεία του χριστιανισμού. Η ύπαρξη κρυπτοχριστιανών τεκμηριώνεται κυρίως στην Κρήτη (τουρκοκρητικοί) αλλά και στα Δωδεκάννησα, σε περιοχές της Θεσσαλίας και Μακεδονίας (Βαλλαχάδες) και αλλού. Πολλοί χριστιανοί που αναγκάστηκαν να εξισλαμισθούν ολοκληρωτικά ή παρέμειναν κρυπτοχριστιανοί, ακολούθησαν τον Μπεκτασισμό, επειδή τον θεωρούσαν πλησιέστερο προς τη χριστιανική θρησκεία.[40]
Αμέσως μετά την Επανάσταση του 1821, η Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου ψήφισε το πρώτο ελληνικό σύνταγμα, όπου προβλεπόταν σύνδεση της ελληνικής ιθαγένειας με την πίστη στον Χριστό. Χαρακτηριστικά, το κείμενο ορίζει:«Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν, εισίν Έλληνες, και απολαμβάνουσιν άνευ τινός διαφοράς όλων των πολιτικών δικαιωμάτων»[41]. Το ίδιο σύνταγμα προέβλεπε ότι «επικρατούσα θρησκεία εις την ελληνικήν επικράτειαν είναι η της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας»[6], διάταξη που επαναλήφθηκε ουσιαστικώς αναλλοίωτη σε όλα τα επόμενα ελληνικά συντάγματα, και προέβλεπε για την ίδρυση θέσης υπουργού της Θρησκείας[42].
Κατά τη διάρκεια της Αντιβασιλείας, εισήχθησαν διαφορετικά πρότυπα οργάνωσης της Εκκλησίας, με το Διάταγμα της 23ης Ιουλίου 1833 να ορίζει μεταξύ άλλων τα εξής: Η Ορθόδοξος Ανατολική Αποστολική Εκκλησία του Βασιλείου της Ελλάδος, εν Πνεύματι μη αναγνωρίζουσα άλλην κεφαλήν, παρά τον θεμελιωτήν της χριστιανικής πίστεως τον Κύριον και Σωτήρα ημών Ιησούν Χριστόν, κατά δε το διοικητικόν μέρος έχουσα αρχηγόν τον Βασιλέα της Ελλάδος, είναι αυτοκέφαλος και ανεξάρτητος από πάσης άλλης εξουσίας, φυλαττομένης απαραχαράκτου της δογματικής ενότητος, κατά τα παρά πασών των ορθοδόξων Ανατολικών εκκλησιών ανέκαθεν πρεσβευόμενα[43]. Το διάταγμα όριζε ότι «η υπέρτατη εκκλησιαστική εξουσία εναπόκειται, υπό την του Βασιλέως κυριαρχίαν»[44], χωρίς την έγκριση του οποίου δεν μπορούσε να κοινοποιηθεί ή να εκτελεστεί καμία συνοδική απόφαση[45].
Βάσει του ισχύοντος Συντάγματος του 1975/2008, οι σχέσεις του ελληνικού κράτους με την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία ρυθμίζονται από το σύστημα της «νόμω κρατούσας πολιτείας»[46]. Στο σύστημα αυτό η πολιτεία επεμβαίνει στα της εκκλησίας, όχι όμως με βίαια μέσα, αλλά η ανάμειξη της οροθετείται από νόμους και εκφράζεται με νόμους, παράλληλα δε κατοχυρώνεται συνταγματικά η θρησκευτική ελευθερία[47].
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια πτώση στη στατιστικώς αποτυπούμενη θρησκευτικότητα. Από το 2006 ως το 2015 το ποσοστό των Ελλήνων που δήλωναν θρησκευόμενοι σε διαχρονική έρευνα της Κάπα Research μειώθηκε κατά 34%[48]. Σύμφωνα με τη Lina Molokotos-Liederman, το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της Ελληνικής εθνικής ταυτότητας[49]. Σύμφωνα με έρευνα της Pew Research, στην Ελλάδα το 54% θεωρεί ότι είναι αρκετά σημαντικό να είναι κανείς Χριστιανός για να θεωρείται πραγματικός Έλληνας. Το ποσοστό είναι μεγαλύτερο σε μεγαλύτερες ηλικίες και γενικά είναι αρκετά ψηλότερο από το αντίστοιχο ερώτημα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (7% στη Σουηδία, 8% στην Ολλανδία).[50] Το 2006, η ελληνική κυβέρνηση ψήφισε ένα νόμο που επιτρέπει την αποτέφρωση.
Στο προοίμιο του Συντάγματος γίνεται επίκληση «εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος», και η θρησκεία της «Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού» αναγνωρίζεται ως «επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα» στο Άρθρο 3 του Συντάγματος.[7] Στην 1η παράγραφο του ίδιου άρθρου, το Σύνταγμα ρυθμίζει τις εκκλησιαστικές σχέσεις μεταξύ της «Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδας, που γνωρίζει κεφαλή της τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό» και της «Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης», ενώ η 3η παράγραφος του ίδιου άρθρου απαγορεύει τη μετάφραση της Αγίας Γραφής χωρίς την έγκριση της Ορθόδοξης Εκκλησίας.[7]
Για την έννοια του όρου «επικρατούσα θρησκεία» έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς διάφορες θεωρίες[51]. Το 2015, το Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων δήλωσε ότι «η αναγνώριση αυτή έχει αποκλειστικά διαπιστωτικό χαρακτήρα ο οποίος οφείλεται στο γεγονός ότι η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων (σε ποσοστό άνω του 90%) συνδέεται με την Ορθόδοξη Εκκλησία»[52]. Σύμφωνα με το συνταγματολόγο Ευάγγελο Βενιζέλο: «... ο όρος «επικρατούσα θρησκεία» έχει ένα περιεχόμενο αφενός μεν ιστορικό και πολιτισμικό, το οποίο δεν είναι νομικά κρίσιμο, αφετέρου δε ένα περιεχόμενο πραγματολογικό, που είναι νομικά κρίσιμο εφόσον περιγράφει την ορθόδοξη εκκλησία ως το πολυπληθέστερο συλλογικό υποκείμενο άσκησης της θρησκευτικής ελευθερίας υπό όλες τις εκδοχές και σε σχέση πάντοτε με όλο τον άλλο κατάλογο των συνταγματικών δικαιωμάτων…»[53]. Υπάρχει όμως και η άποψη πως οι διατάξεις αυτές ανακηρύσσουν μια επίσημη θρησκεία[54][55] του κράτους.
Στο Άρθρο 13 του Συντάγματος κατοχυρώνεται συνταγματικά το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας.[8]
Το Άρθρο 14 που αφορά στην ελευθερία του λόγου, αναφέρει πως μεταξύ των εξαιρέσεων στις οποίες επιτρέπεται η άμεση κατάσχεση εντύπων ύστερα από παραγγελία εισαγγελέα, ανήκει η «προσβολή της χριστιανικής και κάθε άλλης γνωστής θρησκείας».[56] Ως γνωστή θρησκεία τεκμαίρεται από το νόμο «κάθε θρησκεία και δόγμα που για την άσκηση της δημόσιας λατρείας της, τελεί σε ισχύ σχετική άδεια ίδρυσης και λειτουργίας ναού ή ευκτήριου οίκου της»[57].
Επίσης, στο Άρθρο 16 αναφέρεται πως η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και μεταξύ άλλων έχει σκοπό «την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων»[58]. Ορισμένοι άθεοι αλλά και μετριοπαθείς χριστιανοί [εκκρεμεί παραπομπή] θεωρούν ότι το κράτος δεν πρέπει να κάνει κατήχηση αφού έτσι παραβιάζεται το δικαίωμα των παιδιών στην αυτονομία και διαγράφεται το όριο ανάμεσα στην επιστημονική γνώση και τη θρησκευτική πίστη.[59][60][61]
Τέλος, το Σύνταγμα ορίζει ειδικό καθεστώς για την περιοχή του Αγίου Όρους.[62]
Έρευνα του Pew Research Group έδειξε οτι οι Έλληνες είναι εγκύτερα στις κεντρικες και ανατολικές ευρωπαϊκες σε θέματα θρησκείας. Μάλιστα 7 στους 10 αναγνωρίζουν οτι υπάρχει σύγκρουση των θρησκευτικών αξιών τους με τις αξίες της Δύσης. Τρεις στους τέσσερις Έλληνες(76%) θεωρουν πως η θρησκεία είναι βασικό συστατικό της εθνικότητας. Οι Έλληνες είναι αρκετά θρήσκοι, καθώς το 92% πιστεύει στον θεό (το 59% με απόλυτη βεβαιότητα)[63]
Σύμφωνα με δημοσκόπηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, διεξαχθείσα με εκ του σύνεγγυς συνεντεύξεις τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο του 2010, το 79% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι πιστεύει ότι υπάρχει Θεός, το 16% δήλωσε ότι πιστεύει σε «κάποιου είδους πνευματική ή ζωοποιό δύναμη», ενώ το 4% δήλωσε ότι «δεν υπάρχει κανενός είδους πνεύμα, Θεός ή ζωοποιός δύναμη»[66].
Δημοσκόπηση της Kapa Research, διεξαχθείσα με τηλεφωνικές συνεντεύξεις το Μάρτιο και Απρίλιο του 2015, έδειξε ότι το ποσοστό αυτών που δήλωσαν ότι ανήκουν στο Ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα ανέρχεται στο 81,4%, άλλο θρήσκευμα δήλωσε το 2,9%, άθεο δήλωσε το 14,7%. Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, το 49,9% δήλωσε ότι η θρησκεία είναι καθόλου (27,1%) ή λίγο (22,8%) σημαντική στη ζωή του ενώ το 49,5% δήλωσε ότι η θρησκεία είναι αρκετά (29,9%) ή πολύ (25,6%) σημαντική.[48]
Από διεθνή δημοσκόπηση του Pew Research Center στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, διεξαχθείσα με εκ του σύνεγγυς συνεντεύξεις από το Μάιο του 2015 έως τον Ιούνιο του 2016, προέκυψε ότι το ποσοστό αυτών που δήλωσαν Ορθόδοξοι Χριστιανοί ανέρχεται στο 90%, Καθολικοί Χριστιανοί δήλωσαν λιγότεροι από το 1% του πληθυσμού, Χριστιανοί άλλων δογμάτων το 3%, ενώ το Ισλάμ πρεσβεύει το 2% του πληθυσμού και άλλα θρησκεύματα το 1%. Το 4% του πληθυσμού δήλωσε άθρησκο. Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, το 55% δήλωσε ότι η θρησκεία είναι πολύ σημαντική στη ζωή του, το 28% ότι η θρησκεία είναι κάπως σημαντική στη ζωή του, ενώ το υπόλοιπο 17% ότι δεν είναι και τόσο σημαντική ή δεν είναι καθόλου σημαντική[67].
Η ίδια έρευνα εξετάζει τη θρησκευτικότητα στα ευρωπαϊκά κράτη και τη συσχετίζει με άλλα μεγέθη, όπως εθνική ταυτότητα, προτίμηση στο δημοκρατικό πολίτευμα κλπ. Από εκεί προκύπτει ότι μεταξύ των Ελλήνων που δηλώνουν χριστιανοί, η πλειοψηφία (58%) θεωρεί αυτή την επιλογή ως σχετιζόμενη με τον εθνικό πολιτισμό και την οικογενειακή παράδοση, ενώ το 41% τη θεωρεί θέμα προσωπικής πίστης. Ανάλογα είναι τα ποσοστά και στις άλλες χώρες όπου επικρατεί η Ορθοδοξία.[68] Από τους Έλληνες ορθοδόξους, το 91% δήλωσαν υπερήφανοι που είναι ορθόδοξοι και το 72% ότι αισθάνονται ότι έχουν θρησκευτικούς δεσμούς με τους υπόλοιπους ορθοδόξους. Τα ποσοστά αυτά ήταν από τα υψηλότερα μεταξύ των ορθοδόξων. Από τους Έλληνες που θεωρούν ότι η θρησκεία είναι κάτι σημαντικό στη ζωή τους, το 78% δήλωσαν ότι είναι εθνικά υπερήφανοι, δεύτεροι σε ποσοστό μετά τη Γεωργία (80%). Μεταξύ των άλλων ορθοδόξων κρατών της έρευνας, οι Έλληνες δήλωσαν κατά 89% ότι συμφωνούν με την πρόταση «δεν είμαστε τέλειοι αλλά ο πολιτισμός μας είναι ανώτερος των άλλων». Αυτό ήταν το μεγαλύτερο ποσοστό μεταξύ των ορθοδόξων κρατών.[69] Το 55% των Ελλήνων δήλωσε ότι δεν θα δεχόταν Εβραίους ως μέλη της οικογενείας, το 62% δεν θα δεχόταν Μουσουλμάνους και το 73% δεν θα δεχόταν Ρομά (η έρευνα συσχετίζει αυτά τα ποσοστά με το Ορθόδοξο και το Καθολικό δόγμα).[70]
Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η μεγαλύτερη θρησκευτική κοινότητα στην Ελλάδα με τα μέλη της να αποτελούν στατιστικώς, ανάλογα με την πηγή, από το 81,4%[48] ως το 90%[69] του πληθυσμού.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι οργανωμένη σε μία ενιαία διοικητική ενότητα αλλά αποτελείται από επιμέρους εκκλησιαστικά καθεστώτα, με κοινό σημείο αναφοράς τη σχέση τους προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Έτσι με τον όρο «Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ελλάδα» νοούνται αθροιστικά:
Τόσο οι Ιερές Μητροπόλεις όσο και οι ενορίες (βασικές υποδιαιρέσεις εκκλησιαστικής οργάνωσης) αποτελούν Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ)[52].
Η μισθοδοσία των επισκόπων και του εφημεριακού κλήρου της Εκκλησίας της Ελλάδος και των άλλων κανονικών Ανατολικών Ορθοδόξων κοινοτήτων στην Ελλάδα γίνεται από το κράτος. Τον Μάιο του 2022, ο αριθμός του κλήρου ανερχόταν στους 9.788.[71] Σύμφωνα με δελτίο τύπου του Υπουργείου Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων τον Μάρτιο του 2015 αυτό γίνεται σε αντάλλαγμα για τη δήμευση εκτεταμένης εκκλησιαστικής ακίνητης περιουσίας το 1834, 1909, 1930, 1952 και 1988[72]. Η πληροφορία αυτή ελέγχεται αφού σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας Η Καθημερινή[73], το Κράτος ανέλαβε τη μισθοδοσία της Εκκλησίας με τον Α.Ν. 536/1945[74] με παράλληλη υποχρέωση της Εκκλησίας να αποδίδει το 25% των ακαθάριστων εσόδων της στο Κράτος· το ποσοστό που έγινε 35% με τον Α.Ν. 469/1968[75] και τελικά καταργήθηκε με τον Ν. 3220/2004[76] διότι «μεταβλήθηκε σε μία ουσιαστικά προαιρετική εισφορά που κάποιοι ιερείς [...] απέδιδαν και κάποιοι είχαν ξεχάσει παντελώς»[77]. Η Εκκλησία της Ελλάδος φορολογείται όπως και κάθε άλλη θρησκευτική κοινότητα, με τις διατάξεις που αφορούν τις μη κερδοσκοπικές οντότητες[78][79][80].
Το μάθημα των Θρησκευτικών που διδάσκεται στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι υποχρεωτικό και το περιεχόμενό του έχει ως κορμό την Ορθόδοξη Χριστιανική πίστη. Οι μαθητές μπορούν να απαλλαγούν από αυτό με απλή δήλωση των γονέων, χωρίς να απαιτείται δήλωση ή πιστοποίηση άλλου θρησκεύματος[81].
Η Εκκλησία στην Ελλάδα δέχεται κριτική για τον ιστορικό της ρόλο[82] αλλά και για την παρουσία της στη σημερινή εποχή. Ιστορικά η εκκλησία είχε ενσωματωθεί στον Οθωμανικό κρατικό μηχανισμό τόσο για φορολογικά έσοδα όσο και ως μέσο ελέγχου του χριστιανικού πληθυσμού.[83] Επιπλέον, η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ αναφέρει ότι η Εκκλησία ευθύνεται που η Ελλάδα δε γνώρισε το Διαφωτισμό.[82] Ορισμένοι Ορθόδοξοι κληρικοί σήμερα κατηγορούνται για παραθρησκευτικό φετιχισμό[84] και κήρυγμα μίσους.[85] Αναφέρεται ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας εναντιώθηκε στον νόμο για τους αντιρρησίες συνείδησης, στο αυτόματο διαζύγιο, στον πολιτικό γάμο.[86] Παράλληλα όμως, επιτελεί σημαντικό κοινωνικό έργο,[86] υποστηρίζοντας τους πολίτες με παροχή γευμάτων, ειδών ένδυσης και ιατρικής φροντίδας και παράλληλα συντηρεί βρεφονηπιακούς σταθμούς, φροντιστήρια, κοινωνικά παντοπωλεία, ξενώνες και δωρεάν κατασκηνώσεις.[87][88]
Η ενότητα αυτή είναι κενή, ανεπαρκώς ανεπτυγμένη ή ανολοκλήρωτη. Η βοήθειά σας είναι καλοδεχούμενη! |
Οι Γνήσιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, αναφερόμενοι απλά και ως παλαιοημερολογίτες (ονομασία η οποία τους συγχέει λανθασμένα με τους μοναχούς του Αγίου Όρους που ακολουθούν το Παλαιό Ημερολόγιο αλλά δεν είναι Γ.Ο.Χ.) αποσχίστηκαν από την Εκκλησία της Ελλάδος το 1924, καθώς τότε υιοθετήθηκε από την τελευταία το διεθνές Γρηγοριανό Ημερολόγιο αντί του Ιουλιανού, που ίσχυε μέχρι τότε στην Ελλάδα. Η αιτία της απόσχισης φαίνεται να είναι βαθύτερη καθώς κατηγορούν την επίσημη Εκκλησία της Ελλάδας ότι προσαρμόζεται στα πρότυπα του Παπισμού, υποκύπτει στην αίρεση του οικουμενισμού και ακυρώνει την ορθόδοξη πίστη. Οι ακόλουθοι της υπολογίζονταν στις 500 χιλιάδες και γενικά τείνουν να είναι πολιτικά πιο συντηρητικοί.[89]
Η Ευαγγελική Εκκλησία της Ελλάδος, αποτελεί την πρώτη Προτεσταντική εκκλησία που ιδρύθηκε στην Ελλάδα. Ιδρυμένη το 1858[90] και έχοντας 5.000 μέλη[91], ανήκει στην Αναμορφωμένη-Πρεσβυτεριανή παράδοση[92]. Η μεγαλύτερη κοινότητα Διαμαρτυρομένων (Ευαγγελικών) Χριστιανών βρίσκεται στην Κατερίνη και αριθμεί περί τα 1000-1200 άτομα. Μαζί με την ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος, είναι οι μόνες χριστιανικές ομολογίες στην Ελλάδα, που συμμετέχουν στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών[93], ενώ από το 2014 είναι αναγνωρισμένη και από την πολιτεία ως νομική προσωπικότητα[94][95].
Στην Ελλάδα, υπάρχουν και άλλες Προτεσταντικές ομολογίες, όπως η Κοινωνία Ελεύθερων Ευαγγελικών Εκκλησιών Ελλάδας και, κυρίως, διάφορες Πεντηκοστιανές ομάδες. Τα μέλη της ευρύτερης κοινότητάς τους ανέρχονται, συνολικά, στα 30.000[96][97].
Οι Ρωμαιοκαθολικοί στην Ελλάδα χωρίζονται στους αμιγώς Ρωμαιοκαθολικούς που ακολουθούν το δυτικό τυπικό και τους Ελληνοκαθολικούς που ακολουθούν το βυζαντινό τυπικό. Οι Έλληνες που δηλώνουν ρωμαιοκαθολικοί ανέρχονται περίπου στους 50.000-70.000[98] και ζουν κυρίως στις Κυκλάδες, στα Επτάνησα, στην Αθήνα, στην Πάτρα, στα Δωδεκάνησα, στη Θεσσαλονίκη, στο Ναύπλιο και σε κάποια άλλα μέρη της χώρας. Η ρωμαιοκαθολική κοινότητα αυξήθηκε τα τελευταία χρόνια με την έλευση αλλοδαπών και σήμερα πιστεύεται πως αριθμεί περίπου 200.000 μέλη. Οι Ελληνοκαθολικοί αποτελούν κοινότητα των Καθολικών του Βυζαντινού Λειτουργικού Τύπου (Ritus Graecus), γνωστών ως Ελληνόρρυθμων Καθολικών ή Ουνιτών, ανέρχονται στα 5.000 μέλη[98] [εκκρεμεί παραπομπή] και ζουν κυρίως στην Αθήνα.
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, το 2016 αριθμούσαν 28.715 μέλη και 389 εκκλησίες σε όλη την Ελλάδα σύμφωνα με τα δικά τους στοιχεία[99]. Επίσης, υπάρχουν 410 Αντβεντιστές της Εβδόμης Ημέρας με 10 εκκλησίες[100] και 748 Μορμόνοι της Εκκλησίας του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών, σε 4 εκκλησιαστικές κοινότητες[101].
Η ενότητα αυτή είναι κενή, ανεπαρκώς ανεπτυγμένη ή ανολοκλήρωτη. Η βοήθειά σας είναι καλοδεχούμενη! |
Οι Σιχ βρίσκονται στην Ελλάδα από τους Παγκόσμιους Πολέμους, ως μέρος του Βρετανικού Ινδικού Στρατού. Ο Γκουρού Νανάκ είναι επίσης γνωστό ότι πέρασε από την Ελλάδα κατά τη διάρκεια ενός από τα ταξίδια του. Ωστόσο, η πραγματική μετανάστευση προς την Ελλάδα ξεκίνησε τη δεκαετία του 1970. Έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990-2000. Από το 2017, οι Σιχ εκτιμώνται σε 20.000–25.000. Υπάρχουν οκτώ Γκουρντβάρας στην Ελλάδα, οι περισσότερες από αυτές βρίσκονται στην Κεντρική Ελλάδα και μόνο μία βρίσκεται στην Κρήτη. Τα Γκουρντβάρας συχνά καταγράφονται επίσημα ως προσωπικές περιουσίες, κοινοτικά κέντρα ή βιβλιοθήκες, λόγω της γραφειοκρατίας που απαιτείται και επίσης λόγω της έλλειψης αναγνώρισης των Σιχ από την Ελληνική Κυβέρνηση. Οι Σιχ συχνά αντιμετωπίζουν ρατσισμό και διακρίσεις από το ελληνικό κοινό, το οποίο τους συγχέει με τους Μουσουλμάνους, καθώς και νομικές προκλήσεις, κυρίως λόγω της διακριτής εμφάνισής τους (Τα Πέντε Κ). Οι Σιχ δεν επιτρέπεται να φορούν τα τουρμπάνια τους και να οδηγούν μοτοσικλέτες χωρίς κράνη, όπως στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου οι συνεισφορές τους στον πόλεμο αναγνωρίστηκαν και τους επιτράπηκε να μην φορούν κράνη. Οι νέοι Σιχ συχνά αντιμετωπίζουν δυσκολίες όταν στρατεύονται για την υποχρεωτική θητεία στην Ελλάδα, λόγω των μακριών μαλλιών, γενειάδων και τουρμπανιών τους. Ο Σιχισμός εξακολουθεί να μην είναι επίσημα αναγνωρισμένη θρησκεία στην Ελλάδα και οι Σιχ συχνά δεν περιλαμβάνονται στις απογραφές. Η κάλυψη των Σιχ από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είναι ελάχιστη και η θρησκεία τους συχνά αναφέρεται ως "μίξη Ινδουισμού και Ισλάμ", ενώ έχει ένα ξεχωριστό σύστημα πεποιθήσεων και πολλές διαφορές. Τα Γκουρντβάρας των Σιχ έχουν αντιμετωπίσει πολλές επιθέσεις, συμπεριλαμβανομένων πυροβολισμών και βομβών Μολότοφ. Στις 1 Μαρτίου 2006, η ελληνική κυβέρνηση ψήφισε έναν νόμο που επιτρέπει την αποτέφρωση, μια κίνηση που χαιρετίστηκε από τους Σιχ και τους Ινδουιστές. Από την οικονομική κρίση του 2007-2008, πολλοί Σιχ έχουν μεταναστεύσει σε άλλες χώρες, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, ο Καναδάς και η Γερμανία.
Η ενότητα αυτή είναι κενή, ανεπαρκώς ανεπτυγμένη ή ανολοκλήρωτη. Η βοήθειά σας είναι καλοδεχούμενη! |
Ο αριθμός των Μουσουλμάνων στην Ελλάδα που είναι Έλληνες πολίτες, εκτιμάται πως ανέρχεται στα 97.604 άτομα ή στο 0.95% του συνολικού πληθυσμού σύμφωνα με απογραφή του 1991.[102] Αυτοί κατοικούν κυρίως στη Θράκη και γλωσσικά είναι τουρκόφωνοι, σλαβόφωνοι (Πομάκοι) και Ρομά. Οι Μουσουλμάνοι μετανάστες εκτιμάται πως είναι γύρω στα 200.000 με 300.000 άτομα[103]. Οι Μουφτείες της Θράκης θεωρούνται δημόσια υπηρεσία επιπέδου γενικής διεύθυνσης[104], ενώ το κράτος διορίζει και μισθοδοτεί τους ιεροδιδασκάλους στα τεμένη της περιοχής[105][106][107].
Από τους μουσουλμάνους Έλληνες πολίτες, περίπου το 5% ακολουθούν τον Μπεκτασισμό. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι Πομάκοι.[108]
Η Ιουδαϊκή κοινότητα στην Ελλάδα αριθμεί σήμερα περίπου 5.500 μέλη, που κατοικούν κυρίως στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, τη Λάρισα, τον Βόλο, τη Χαλκίδα, τα Ιωάννινα, τα Τρίκαλα και την Κέρκυρα, ενώ λιγότεροι συναντώνται στην Καβάλα και τη Ρόδο.[109] Αποτελείται κυρίως από δύο ομάδες, τους Ρωμανιώτες, ιουδαϊκές κοινότητες που ζούσαν στην Ελλάδα και την ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου από την αρχαιότητα, και τους λαντινόφωνους Σεφαρδίτες, εβραϊκό φύλο που ήρθε από την Ισπανία κατά τα Οθωμανικά χρόνια και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη.
Ο αριθμός των οπαδών του βουδισμού στην Ελλάδα δεν είναι υψηλός, αλλά έχει αυξηθεί τις τελευταίες δεκαετίες λόγω της μετανάστευσης ανθρώπων από την Ανατολική Ασία στην Ελλάδα. Σήμερα υπάρχουν τρία θρησκευτικά κέντρα της σχολής του διαμαντένιου δρόμου στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και την Κόρινθο[εκκρεμεί παραπομπή]. Ο Ινδουισμός στην Ελλάδα έχει μια μικρή παρουσία. Υπάρχει μια μικρή ινδουιστική κοινότητα στην Αθήνα. Υπάρχουν 25 μονάδες PIO και 12 NRIs[ασαφές] στην πόλη[εκκρεμεί παραπομπή].
Περίπου 2.000 είναι τα μέλη της «Ελληνικής εθνικής θρησκείας»[110] ενώ περίπου σε 100,000 υπολογίζονται οι συμπαθούντες την εν λόγω θρησκεία.[111] Στις 24 Φεβρουαρίου 2017, η Ελληνική Εθνική Θρησκεία κατέστη «γνωστή» κατά την έννοια που αποδίδει το Σύνταγμα (δεκτή στα ληξιαρχεία, έγκυροι θρησκευτικοί γάμοι, κ.λπ.) έπειτα από χορήγηση από τις αρμόδιες αρχες αδείας ιδρύσεως και λειτουργίας λατρευτικού χώρου στην Αθήνα (ΑΔΑ:Ω76Α4653ΠΣ-94Ξ)..[112]
Ο αθεϊσμός δεν αποτελεί θρησκεία αλλά την πεποίθηση ότι δεν υπάρχουν θεοί ή δεν υπάρχουν πειστικές ενδείξεις για την ύπαρξη θεών. Συνεπώς δεν εκπροσωπείται από κάποια εκκλησία ή θρησκευτικό οργανισμό. Παρόλα αυτά υπάρχουν αθεϊστικοί σύλλογοι και οργανώσεις, όπως η Ένωση Αθέων, που σκοπό έχει την προώθηση της εκκοσμίκευσης του Κράτους (διαχωρισμό Κράτους-Εκκλησιών, κατάργηση θρησκευτικού όρκου, κατάργηση της ληξιαρχικής καταγραφής θρησκεύματος). Σκοπός της είναι επίσης η θρησκευτική ελευθερία, ο ανθρωπισμός, ο σκεπτικισμός, η προώθηση του ορθολογισμού, της κριτικής σκέψης και της αθεϊστικής οπτικής[113]. Στατιστικά οι Έλληνες άθεοι αυξάνονται[48].
|title=
(βοήθεια)
Αυτό το λήμμα σχετικά με τη θρησκειολογία χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |