Θυμόλη είναι μια οργανική ένωση, συστατικό των αιθέριων ελαίων πολλών φυτών (κυρίως ειδών θυμαριού και ρίγανης). Η θυμόλη δίνει στα φυτά στα οποία συναντάται το χαρακτηριστικό άρωμα θυμαριού.[1]
Η θυμόλη (2-ισοπροπυλ-5-μεθυλοφαινόλη) είναι ένα οξυγονωμένο μονοτερπένιο, φαινολικό παράγωγο του κυμένιου.[1][2]
Ο χημικός της τύπος είναι C10H14O.[1] Η χημική της δομή φαίνεται στην εικόνα.
Έχει αποδειχθεί ότι η θυμόλη έχει ισχυρή αντιμυκητιασική δράση. Παραδείγματα μυκήτων τους οποίους μπορεί να αναστείλει αποτελεσματικά είναι είδη των γενών Aspergillus, Penicillium, Trichoderma, Cladosporium και Epidermophyton.[2] Επιπρόσθετα, η θυμόλη έχει αποδεδειγμένη αντιβακτηριδιακή δράση. Κάποια από τα βακτήρια τα οποία αναστέλλονται από τη δράση της θυμόλης είναι οι Staphylococcus aureus, Escherichia coli και Pseudomonas aeruginosa [3] Η θυμόλη σχετίζεται, επίσης, με αντιοξειδωτική δράση.[4] Πειράματα στο εργαστήριο (σε ποντίκια) έδειξαν αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες καθώς και επουλωτική δράση της θυμόλης επί των τραυμάτων.[5] Η θυμόλη έχει επιπλέον ιδιότητες εκκριματολυτικές, αποχρεμπτικές και αντιβηχικές.[1]
Η θυμόλη, λόγω των αντιμυκητιασικών και αντιβακτηριδιακών ιδιοτήτων της, είναι συστατικό πολλών εμπορικών σκευασμάτων όπως στοματικά διαλύματα, σαπούνια, οδοντόπαστες, σαμπουάν, αποσμητικά και φάρμακα για το βήχα και το κρυολόγημα.[6] Επίσης, φυτά που περιέχουν θυμόλη χρησιμοποιούνται κι ως αρωματικά και χρησιμοποιούνται στη μαγειρική για το χαρακτηριστικό άρωμα θυμαριού.
Έρευνες έχουν δείξει ότι η θυμόλη, εκτός από τις ευεργετικές της ιδιότητες, μπορεί να προκαλέσει και σημαντικά προβλήματα στην υγεία του ανθρώπου. Μεγάλη προσοχή πρέπει να δίνεται στην προσθήκη θυμόλης ως βελτιωτικό γεύσης σε οδοντιατρικά σκευάσματα, καθώς έχει προκαλέσει ερεθισμό των στοματικών ιστών σε ενδοδόντιες επεμβάσεις.[7]
Η θυμόλη περιέχεται σε μεγάλο αριθμό φυτών της ελληνικής και παγκόσμιας χλωρίδας. Το αιθέριο έλαιο της ελληνικής ρίγανης (Origanum vulgare subsp. hirtum (Link) Ietsw.) αποτελείται από διάφορες επιμέρους ενώσεις. Δυο από αυτές τις ενώσεις είναι η θυμόλη και η καρβακρόλη. Η καρβακρόλη είναι αυτή που δίνει το χαρακτηριστικό άρωμα ρίγανης, ενώ η θυμόλη είναι υπεύθυνη για το άρωμα θυμαριού. Στις νοτιότερες περιοχές της Ελλάδας, η συγκέντρωση καρβακρόλης (για το συγκεκριμένο υποείδος της ρίγανης) είναι περίπου στο 90%, ενώ στις περιοχές από την Κεντρική Ελλάδα και βορειότερα, το ποσοστό συγκέντρωσης της θυμόλης φτάνει το 90%. Το ποσοστό συγκέντρωσης της θυμόλης και των υπολοίπων συστατικών που συνιστούν το αιθέριο έλαιο κάποιων φυτών μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως διαγνωστικό στοιχείο για την ταξινόμηση των ειδών αυτών. Η μοναδική σύσταση του αιθέριου ελαίου ενός υποείδους ελληνικής ρίγανης (Origanum vulgare subsp. hirtum (Link) Ietsw.) είναι αξιόπιστο διαγνωστικό στοιχείο για τη διαφοροποίησή του από δυο άλλα υποείδη ελληνικής ρίγανης (Origanum vulgare L. subsp. vulgare και Origanum vulgare subsp. viridulum (Martrin-Donos) Nyman).[8]
Ακολουθεί κατάλογος με ορισμένα φυτά τα οποία περιέχουν θυμόλη.