Ιάγος | |
---|---|
Δημιουργός | Ουίλλιαμ Σαίξπηρ |
Ενσαρκώθηκε από | Ρόμπερτ Αρμίν Κρίστοφερ Γουόκεν Κρίστοφερ Έκλεστον Χένρι Έρβινγκ |
Πληροφορίες | |
Ρόλος | Ανταγωνιστής και υπασπιστής του Οθέλλου Σύζυγος της Αιμιλίας |
Φράση | Ω, φυλαχτείτε, άρχοντά μου από τη ζήλια! Αυτή τη λάμια με τα φαρμακερά μάτια που βασανίζει τη σάρκα που τη θρέφει.[3] |
Ο Ιάγος είναι φανταστικός χαρακτήρας στην τραγωδία του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ Οθέλλος (1601-1604). Ο Ιάγος είναι ο κύριος ανταγωνιστής του πρωταγωνιστή, Οθέλλου, και υπασπιστής του. Είναι σύζυγος της Αιμιλίας, που με τη σειρά της είναι η υπηρέτρια της συζύγου του Οθέλλου, της Δεισδαιμόνας. Ο Ιάγος μισεί τον Οθέλλο και καταστρώνει ένα σχέδιο, για να τον καταστρέψει, κάνοντάς τον να πιστέψει ότι η σύζυγός του διατηρεί παράνομο δεσμό με τον υπολοχαγό του, Μιχαήλ Κάσσιο.
Το ρόλο πιστεύεται ότι υποδύθηκε για πρώτη φορά ο Ρόμπερτ Αρμίν, που συνήθως έπαιζε ρόλους ευφυών γελωτοποιών όπως ο Φιλοσοφικόλιθος στο Όπως αγαπάτε ή ο Φέστε στην Δωδέκατη νύχτα.[4]
Η πηγή του χαρακτήρα εντοπίζεται στην ιστορία του Τζοβάνι Μπατίστα Τζιράλντι (Σύνθιος) Un Capitano Moro (Ένας Μαυριτανός αρχηγός) (1565). Εκεί, ο χαρακτήρας ονομάζεται απλά «ο υπασπιστής».
Παρόλο που δεν υπήρχε καμία μετάφραση του Συνθίου κατά διάρκεια της ζωής του Σαίξπηρ, είναι πιθανό ο Σαίξπηρ να γνώριζε το ιταλικό πρωτότυπο, τη γαλλική μετάφραση του 1568 του Γκαμπριέλ Σαπουί, ή μια αγγλική μετάφραση. Η ιστορία του Συνθίου ενδεχομένως να βασίστηκε σε ένα πραγματικό περιστατικό που συνέβη στη Βενετία περίπου το 1508.[5]
Ενώ ο Σαίξπηρ ακολουθούσε πιστά την ιστορία του Συνθίου για τη σύνταξη του Οθέλλου, μερικές λεπτομέρειες ήταν διαφορετικές. Στην ιστορία του Συνθίου, για παράδειγμα, ο υπασπιστής ποθεί τη σύζυγο του Μαυριτανού, τη Δεισδαιμόνα, που στη συνέχεια οδηγεί την εκδίκηση του. Η Δεισδαιμόνα πεθαίνει με εντελώς διαφορετικό τρόπο στην ιστορία του Συνθίου. Ο Μαυριτανός αναθέτει στον υπεύθυνό του να την χτυπήσει μέχρι θανάτου. Με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες, ο Σύνθιος περιγράφει κάθε χτύπημα και, όταν είναι νεκρή, ο Μαυριτανός και ο υπασπιστής του, βάζουν το νεκρό σώμα της στο κρεβάτι της, σπάζουν το κρανίο της, και στη συνέχεια προκαλούν την πτώση της ραγισμένης οροφής πάνω από το κρεβάτι, δίνοντας την εντύπωση ότι η πτώση της οροφής προκάλεσε το θάνατό της.
Οι δύο δολοφόνοι έτσι καταφέρνουν να μην πέσουν υποψίες πάνω τους. Ωστόσο, ο Μαυριτανός χάνει τη σύζυγό του και αρχίζει να απεχθάνεται τον υπασπιστή του. Τον υποβιβάζει, και αρνείται να τον έχει στο λόχο του. Έπειτα ο υπασπιστής ζητά εκδίκηση αποκαλύπτοντας στον «μοίραρχο» (ο αντίστοιχος ρόλος του Κασσίου στην ιστορία), τη συμμετοχή του Μαυριτανού στο θάνατο της Δεισδαιμόνας. Οι δύο άνδρες καταγγέλλουν το Μαυριτανό στη Βενετική Δημοκρατία. Ο Μαυριτανός συλλαμβάνεται, μεταφέρεται από την Κύπρο στη Βενετία και βασανίζεται, αλλά αρνείται να παραδεχθεί την ενοχή του. Καταδικάζεται σε εξορία. Οι συγγενείς της Δεισδαιμόνας τελικά τον εκτελούν. Ο υπασπιστής διαφεύγει από κάθε δίωξη για το θάνατο της Δεισδαιμόνας, αλλά εμπλέκεται σε άλλα εγκλήματα και πεθαίνει μετά από βασανιστήρια.[6]
Ο Ιάγος είναι ένας στρατιώτης, που πολεμούσε στο πλευρό του Οθέλλου για πολλά χρόνια, και έγινε ο έμπιστος σύμβουλός του. Στην αρχή του θεατρικού, ο Ιάγος ισχυρίζεται ότι ο Οθέλλος έδωσε άδικα προαγωγή στον υπολοχαγό Μιχαήλ Κάσσιο αντί στον ίδιο. Ο Ιάγος σχεδιάζει να χειραγωγήσει τον Οθέλλο να υποβιβάσει τον Κάσσιο, και στη συνέχεια να επιφέρει την πτώση και του ίδιου του Οθέλλου. Ο συνεργός του, ο Ροδρίγος, τον βοηθά στα σχέδιά του με τη λανθασμένη πεποίθηση ότι μετά το χαμό του Οθέλλου, ο Ιάγος θα τον βοηθήσει να κερδίσει την αγάπη της συζύγου του Οθέλλου, της Δεισδαιμόνας. Όταν ο Ιάγος υλοποιεί το σχέδιό του για τον υποβιβασμό του Κασσίου, προχωρά με το δεύτερο σχέδιό του: να οδηγήσει τον Οθέλλο να πιστέψει ότι η Δεισδαιμόνα διατηρεί παράνομο δεσμό με τον Κάσσιο. Αυτό το σχέδιο καταλαμβάνει τις τελευταίες τρεις πράξεις του θεατρικού.
Χειραγωγεί την σύζυγό του Αιμιλία, την ακόλουθη της Δεισδαιμόνας, παίρνοντας το μαντίλι της Δεισδαιμόνας που της χάρισε ο Οθέλλος, έπειτα λέει ότι το είδε στην κατοχή του Κασσίου. Μόλις ο Οθέλλος διακατέχεται από μια κρίση ζήλιας, ο Ιάγος του λέει να κρυφακούσει ενώ μιλάει (ο Ιάγος) με τον Κάσσιο. Έπειτα, ο Ιάγος οδηγεί τον Οθέλλο να πιστέψει ότι η άσεμνη συζήτηση για την ερωμένη του Κασσίου, την Μπιάνκα, αφορά στην πραγματικότητα τη Δεισδαιμόνα. Οργισμένος από ζήλια, ο Οθέλλος διατάζει τον Ιάγο να σκοτώσει τον Κάσσιο, υποσχόμενος να τον κάνει υπολοχαγό. Έπειτα ο Ιάγος σχεδιάζει έναν καβγά μεταξύ του Κασσίου και του Ροδρίγου, στον οποίο ο δεύτερος σκοτώνεται (από τον ίδιο τον Ιάγο, προδίδοντας τον συνεργό του), αλλά τραυματίζοντας ελαφρά τον πρώτο.
Το σχέδιο του Ιάγου φαίνεται να επιτυγχάνεται όταν ο Οθέλλος σκοτώνει τη Δεισδαιμόνα, που δεν έχει γνώση για τις κατηγορίες του Ιάγου. Ωστόσο, λίγο αργότερα, η Αιμιλία φέρνει στο φως την προδοσία του Ιάγου, και ο Ιάγος τη σκοτώνει σε έκρηξη οργής προτού συλληφθεί. Παραμένει χαρακτηριστικά επιφυλακτικός όταν πιέζεται να δώσει εξήγηση των πράξεών του προτού συλληφθεί: «Μη μ' ερωτήσης τίποτε. Ηξεύρεις ό,τι 'ξεύρεις· διότι απ' εδώ κ' εμπρός δεν θα προφέρω λέξιν».[7] Μετά την αυτοκτονία του Οθέλλου, ο Κάσσιος, πλέον υπεύθυνος, καταδικάζει τον Ιάγο να φυλακιστεί και να βασανιστεί ως τιμωρία για τα εγκλήματά του.
Ο Ιάγος είναι ένας από τους πιο αμαρτωλούς κακούς, συχνά θεωρείται έτσι λόγω της ιδιαίτερης εμπιστοσύνης που του έχει ο Οθέλλος, που τον προδίδει, ενώ διατηρεί τη φήμη του για ειλικρίνεια και αφοσίωση. Ο Σαίξπηρ παρουσιάζει την αντίθεση του Ιάγου με την ευγένεια και την ακεραιότητα του Οθέλλου. Με 1,097 φράσεις, ο Ιάγος λέει περισσότερα λόγια από τον ίδιο τον Οθέλλο στο έργο.
Ο Ιάγος είναι μακιαβελιστής μηχανορράφος και χειραγωγός, μιας και συχνά αναφέρεται ως «έντιμος Ιάγος», επιδεικνύοντας την ικανότητά του να εξαπατά άλλους χαρακτήρες, ώστε όχι μόνο να μην το υποπτευτούν, αλλά να υπολογίζουν σε αυτόν ως το πιθανότερο ειλικρινές άτομο.
Ο σαιξπηρικός κριτικός Α. Σ. Μπράντλεϊ ανέφερε ότι «το κακό δεν έχει παρουσιαστεί πουθενά με τόση μαεστρία όση στον κακό χαρακτήρα του Ιάγου»,[8] και επίσης επισημαίνει ότι «στέκεται υπέρτατος ανάμεσα στους κακούς χαρακτήρες του Σαίξπηρ, διότι η μεγαλύτερη ένταση και η λεπτότητα της φαντασίας οδήγησαν στη δημιουργία του».[9] Το μυστήριο που περιβάλλει τα πραγματικά κίνητρα του Ιάγου εξακολουθούν να εξάπτουν το ενδιαφέρον των αναγνωστών και τροφοδοτούν ακαδημαϊκούς διαλόγους.
Σε μια συζήτηση για την Τραγωδία του Οθέλλου, οι μελετητές έχουν συζητήσει εδώ και καιρό το ρόλο του Ιάγου, υπογραμμίζοντας την πολυπλοκότητα του χαρακτήρα του. Ο Φρεντ Γουέστ ισχυρίζεται ότι ο Σαίξπηρ δεν ήταν ικανοποιημένος από την απλή απεικόνιση μιας άλλης μορφής ηθικής και ότι, όπως πολλοί δραματουργοί, ενδιαφέρθηκαν ιδιαίτερα για τη λειτουργία του ανθρώπινου νου. Έτσι, σύμφωνα με τον Γουέστ, ο Ιάγος, ο οποίος δεν διακρίνει κανένα κακό με τη δική του συμπεριφορά, αποτελεί «ακριβές πορτρέτο ενός ψυχοπαθούς»,[10] ο οποίος «στερείται συνείδησης, χωρίς καμία τύψη».[10] Ο Γουέστ πιστεύει ότι «ο Σαίξπηρ είχε παρατηρήσει ότι υπάρχουν απόλυτα λογικοί άνθρωποι στους οποίους ο συναγωνισμός κάθε είδους είναι εξαιρετικά αδύναμος, ενώ ο εγωισμός είναι σχεδόν απόλυτος και έτσι δημιούργησε τον Ιάγο».[10]
Ο Μπράντλεϊ γράφει ότι ο Ιάγος «απεικονίζει με τον πιο τέλειο συνδυασμό τα δύο γεγονότα που αφορούν το κακό, τα οποία φαίνεται να έχουν εντυπωσιάσει τον Σαίξπηρ», το πρώτο είναι ότι «το γεγονός ότι υπάρχουν τέλειοι άνθρωποι, στους οποίους ο συναγωνισμός είναι τόσο αδύναμος όπου ένας σχεδόν απόλυτος εγωισμός τους γίνεται εφικτός», ενώ ο δεύτερος είναι ότι «το κακό είναι συμβατό και μάλιστα φαίνεται να συνδέεται εύκολα με εξαιρετικές δυνάμεις θέλησης και διανόησης».[9] Ο ίδιος κριτικός επίσης δήλωσε ότι «το να συγκρίνουμε τον Ιάγο με τον Σατανά του Χαμένου Παραδείσου μοιάζει σχεδόν παράλογο».[9]
Ο Ιάγος έχει χαρακτηρισθεί ως «κακοήθης χωρίς κίνητρο» από τον Σάμιουελ Τέιλορ Κόλριτζ. Αυτό το ανάγνωσμα φαίνεται να υπονοεί ότι ο Ιάγος, όπως ο Δον Ζουάν στο Πολύ κακό για το τίποτα ή τον Ααρών στο Τίτος Ανδρόνικος, σπέρνει τον όλεθρο στις ζωές άλλων χαρακτήρων χωρίς κανέναν απώτερο σκοπό.
Ο Λεόν Τεϊσαντιέ γράφει ότι ένα πιθανό κίνητρο των πράξεων του Ιάγου είναι η ζήλια απέναντι στη Δεισδαιμόνα, τον Κάσσιο και τον Οθέλλο. Ο Ιάγος τους βλέπει περισσότερο ευγενείς, γενναιόδωρους και, στην περίπτωση του Κασσίου, πιο όμορφο απ' ό τι εκείνος.[11] Συγκεκριμένα, θεωρεί ότι ο θάνατος του Κασσίου αποτελεί αναγκαίο κακό, λέγοντας για εκείνον ότι «Μια αιώνια ομορφιά θα ήναι η ζωή του, που θα με κάμνη άσχημον εμένα».[12]
Ο Άντι Σέρκις, που το 2002 υποδύθηκε τον Ιάγο στο Royal Exchange Theatre στο Μάντσεστερ, έγραψε στα απομνημονεύματά του Gollum: How We Made Movie Magic, ότι:
Υπάρχουν εκατομμύρια θεωρίες για τα κίνητρα του Ιάγου, αλλά πιστεύω ότι ο Ιάγος ήταν κάποτε ένας καλός στρατιώτης, ένας σπουδαίος άντρας για να έχει κανείς στο πλευρό του, λίγο αστείος, που αισθάνεται προδομένος, ζηλεύει το φίλο του, θέλει να ταράξει τη ζωή του, απολαμβάνει να του προκαλεί πόνο, κάνει την επιλογή να διοχετεύει όλη τη δημιουργική του ενέργεια στην καταστροφή αυτού του ανθρώπου και εθίζεται εξ' ολοκλήρου στη δύναμη που ασκεί πάνω του. Δεν ήθελα να τον υποδυθώ αρχικά ως κακόβουλο. Δεν είναι ο Διάβολος. Είναι εσύ ή εγώ όταν αισθανόμαστε ζήλια και δεν είμαστε σε θέση να ελέγξουμε τα συναισθήματά μας.
Ο Ιάγος αποκαλύπτει τον πραγματική του φύση μόνο στους μονολόγους του και περιστασιακά στην όταν απευθύνεται άμεσα στο κοινό. Αλλού, είναι χαρισματικός και φιλικός, και η συμβουλή που προσφέρει και στον Κάσσιο και στον Οθέλλο ακούγεται επιφανειακά σωστός, όπως ο Ιάγος παρατηρεί για τον εαυτό του: «Και ποίος τώρα θα μου 'πη, πως είμαι κατεργάρης, ενώ του δίδω συμβουλήν σωστήν και τιμημένην...;»[13]
Αυτή είναι η δραματική ειρωνεία που κινεί το θεατρικό έργο.
Σε ελαφρύτερες προσαρμογές του Οθέλλου, στον χαρακτήρα που είναι βασισμένος στον «Ιάγο» συχνά δίνεται διαφορετικό όνομα, αλλά μοιάζει λίγο-πολύ με του Σαίξπηρ. Εξέχοντα παραδείγματα συμπεριλαμβάνουν: