Η ιατρική ηθική είναι ένας εφαρμοσμένος κλάδος της ηθικής που αναλύει την πρακτική της κλινικής ιατρικής και τη σχετική επιστημονική έρευνα. Η ιατρική ηθική βασίζεται σε ένα σύνολο αρχών στις οποίες μπορούν να αναφερθούν οι επαγγελματίες υγείας σε περίπτωση σύγχυσης ή σύγκρουσης. Αυτές οι αρχές περιλαμβάνουν τον σεβασμό στην αυτονομία, τη μη πρόκληση βλάβης (primum non nocere), την ευεργεσία και τη δικαιοσύνη.[1]
Τέτοιες αρχές μπορεί να επιτρέπουν στους γιατρούς, στους παρόχους φροντίδας και στις οικογένειες να δημιουργήσουν ένα σχέδιο θεραπείας και να εργαστούν προς τον ίδιο κοινό στόχο.[2] Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι αυτές οι τέσσερις αρχές δεν κατατάσσονται με σειρά σπουδαιότητας ή συνάφειας.[3] Μπορεί, ωστόσο, να προκύψει μια σύγκρουση που οδηγεί στην ανάγκη για ιεράρχηση σε ένα ηθικό ζήτημα, έτσι ώστε ορισμένα ηθικά στοιχεία να υπερισχύσουν άλλων με σκοπό την εφαρμογή της καλύτερης ηθικής κρίσης σε μια δύσκολη ιατρική κατάσταση.[4] Η ιατρική ηθική είναι ιδιαίτερα σημαντική σε αποφάσεις σχετικά με την ακούσια θεραπεία και την ακούσια νοσηλεία.
Στην ιατρική ηθική υπάρχουν αρκετοί κώδικες δεοντολογίας. Ένας από τους σημαντικότερούς είναι ο όρκος του Ιπποκράτη, όπου αναφέρονται κάποιες βασικές αρχές για τους επαγγελματίες του ιατρικού τομέα.[4] Το έγγραφο αυτό χρονολογείται από τον 5ο αι. π.Χ.[5] Επίσης, τόσο η Διακήρυξη του Ελσίνκι (1964) όσο και ο Κώδικας της Νυρεμβέργης (1947) περιέχουν ένα σύνολο αρχών σημαντικών για την ιατρική ηθική.
Καθώς το πεδίο της ιατρικής ηθικής συνεχίζει να εξελίσσεται και να αλλάζει κατά τη διάρκεια της ιστορίας, η εστίαση παραμένει στη δίκαιη, ισορροπημένη και ηθική σκέψη σε όλα τα πολιτιστικά και θρησκευτικά υπόβαθρα σε όλο τον κόσμο.[6][7] Ο τομέας της ιατρικής ηθικής περιλαμβάνει τόσο την πρακτική εφαρμογή σε κλινικά περιβάλλοντα όσο και την επιστημονική εργασία στη φιλοσοφία, στην ιστορία και στην κοινωνιολογία.
Βασικά ζητήματα που άπτονται της ιατρικής ηθικής είναι η ευθανασία, το ιατρικό απόρρητο, η ενημερωμένη συναίνεση και οι συγκρούσεις συμφερόντων στην υγειονομική περίθαλψη.[8][9][10][11] Επιπλέον, η ιατρική ηθική και η κουλτούρα συνδέονται μεταξύ τους, καθώς διαφορετικοί πολιτισμοί εφαρμόζουν τις ηθικές αξίες με διαφορετικό τρόπο, δίνοντας μερικές φορές μεγαλύτερη έμφαση στις οικογενειακές αξίες και υποβαθμίζοντας τη σημασία της αυτονομίας. Αυτό οδηγεί σε μια αυξανόμενη ανάγκη για πολιτισμικά ευαίσθητους γιατρούς και επιτροπές δεοντολογίας σε νοσοκομεία και άλλους χώρους υγειονομικής περίθαλψης.[6][7][12]
Ένα σύνηθες πλαίσιο που χρησιμοποιείται κατά την ανάλυση της ιατρικής ηθικής είναι η προσέγγιση των «τεσσάρων αρχών» που ανέφεραν οι Τομ Μπίτσαμ και Τζέιμς Τσάϊλντρες στο εγχειρίδιό τους Principles of Biomedical Ethics.[13] Οι τέσσερις αυτές αρχές είναι[14]:
Η σύσταση των Ηνωμένων Εθνών το 1945 είχε ως σκοπό να προαχθούν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (1948)[15] ήταν το πρώτο σημαντικό έγγραφο που καθόρισε τα δικαιώματα αυτά. Οι γιατροί έχουν ηθικό καθήκον να προστατεύουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια του ασθενούς, επομένως η έλευση ενός εγγράφου που ορίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα είχε τις επιπτώσεις του στην ιατρική ηθική.[16] Οι περισσότεροι κώδικες ιατρικής δεοντολογίας απαιτούν πλέον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του ασθενούς.
Κατ' ανάλογο τρόπο, το Συμβούλιο της Ευρώπης προωθεί το κράτος δικαίου και τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ευρώπη. Το Συμβούλιο της Ευρώπης ενέκρινε την Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοϊατρική (1997)[17] για να δημιουργήσει έναν ενιαίο κώδικα ιατρικής δεοντολογίας για τα 47 κράτη μέλη του. Η Σύμβαση εφαρμόζει το διεθνές δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην ιατρική ηθική. Παρέχει ειδική προστασία της σωματικής ακεραιότητας για όσους αδυνατούν να συναινέσουν, στην οποία περιλαμβάνονται και τα παιδιά. Από τον Δεκέμβριο του 2013, η Σύμβαση είχε επικυρωθεί ή έχουν προσχωρήσει σε αυτήν 29 κράτη-μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης.[18]
Δεν επιτρέπεται η αφαίρεση οργάνων ή ιστών από άτομο που δεν έχει την ικανότητα να συναινέσει σύμφωνα με το άρθρο 5 (Άρθρο 20 παρ.1).[17]
Τέλος, η Εκπαιδευτική, Επιστημονική και Πολιτιστική Οργάνωση των Ηνωμένων Εθνών (UNESCO) προωθεί την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Σύμφωνα με την UNESCO, «οι διακηρύξεις είναι ένα άλλο μέσο καθορισμού κανόνων που δεν υπόκεινται σε επικύρωση. Όπως οι συστάσεις, οι διακηρύξεις θέτουν καθολικές αρχές στις οποίες η κοινότητα των κρατών θέλει να αποδώσει τη μεγαλύτερη δυνατή εξουσία και να παράσχει την ευρύτερη δυνατή υποστήριξη». Η UNESCO υιοθέτησε την Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοϊατρική (2005) για να προωθήσει την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην ιατρική ηθική. Η Διακήρυξη παρέχει ειδική προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για τα ανίκανα άτομα.[19]
Το απόρρητο των ενδιαφερομένων προσώπων και το απόρρητο των προσωπικών τους πληροφοριών θα πρέπει να γίνονται σεβαστά. Στο μέγιστο δυνατό βαθμό, οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ή να αποκαλύπτονται για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους συλλέχθηκαν ή για τους οποίους έγινε συναίνεση, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, ιδίως το διεθνές δίκαιο για τα ανθρώπινα δικαιώματα (Άρθρο 9).[19]
Η ενημερωμένη συναίνεση αναφέρεται στο δικαίωμα του ασθενούς να λαμβάνει πληροφορίες σχετικές με μια προτεινόμενη θεραπεία, προκειμένου να μπορεί να λάβει μια σωστά ενημερωμένη, και με δική του θέληση απόφαση σχετικά με τη φροντίδα του.[20] Για να δώσει ενημερωμένη συναίνεση, ένας ασθενής πρέπει να είναι ικανός να λάβει μια απόφαση σχετικά με τη θεραπεία του και να του παρέχονται σχετικές πληροφορίες σχετικά με τη συνιστώμενη θεραπεία, συμπεριλαμβανομένης της φύσης και του σκοπού της, καθώς και των επιβαρύνσεων, των κινδύνων και των πιθανών οφελών όλων των επιλογών και εναλλακτικών λύσεων. Αφού λάβει και κατανοήσει αυτές τις πληροφορίες, ο ασθενής μπορεί στη συνέχεια να λάβει μια πλήρως τεκμηριωμένη απόφαση είτε να συναινέσει είτε να αρνηθεί τη θεραπεία.[21] Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να υπάρξει εξαίρεση από την ανάγκη για ενημερωμένη συναίνεση, συμπεριλαμβανομένων, ενδεικτικά, σε περιπτώσεις έκτακτης ιατρικής ανάγκης ή ανικανότητας του ασθενούς.[22]
Η ηθική έννοια της ενημερωμένης συναίνεσης ισχύει επίσης σε ένα περιβάλλον κλινικής έρευνας. Όλοι οι άνθρωποι που συμμετέχουν στην έρευνα πρέπει να αποφασίσουν εθελοντικά να συμμετάσχουν στην έρευνα αφού ενημερωθούν πλήρως για όλες τις σχετικές πτυχές της ερευνητικής μελέτης που είναι απαραίτητες για να αποφασίσουν εάν θα συμμετάσχουν ή όχι.[23] Η ενημερωμένη συναίνεση είναι τόσο ηθικό όσο και νομικό καθήκον. Εάν δεν ληφθεί η κατάλληλη συναίνεση πριν από μια διαδικασία, θεραπεία ή συμμετοχή σε έρευνα, οι πάροχοι μπορεί να θεωρηθούν υπεύθυνοι για βιαιοπραγία ή/και άλλες αδικοπραξίες.[24] Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η ενημερωμένη συναίνεση διέπεται τόσο από την ομοσπονδιακή όσο και από την πολιτειακή νομοθεσία, και οι ειδικές απαιτήσεις για τη λήψη συναίνεσης μετά από ενημέρωση διαφέρουν από πολιτεία σε πολιτεία.[25]
Η εμπιστευτικότητα είναι η αρχή και η πρακτική της διατήρησης των ευαίσθητων πληροφοριών απόρρητων, εκτός εάν ο κάτοχος των δεδομένων δώσει ρητή συγκατάθεση για κοινή χρήση τους με άλλο μέρος.[26] Η εμπιστευτικότητα συνήθως εφαρμόζεται σε συνομιλίες μεταξύ γιατρών και ασθενών και έχει να κάνει με οποιοδήποτε στοιχείο αφορά στον ασθενή ή σε τρίτα άτομα. Αυτή η έννοια είναι κοινώς γνωστή ως προνόμιο ασθενούς-ιατρού. Η νομική προστασία εμποδίζει τους γιατρούς να αποκαλύπτουν τις πληροφορίες των ασθενών, ακόμη και ενόρκως στο δικαστήριο.[27]
Ορισμένοι γιατροί ισχυρίζονται ότι οποιαδήποτε πληροφορία λαμβάνεται από έναν ασθενή κατά τη διάρκεια μιας ιατρικής επίσκεψης υπόκειται ηθικά σε απόλυτη εμπιστευτικότητα και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποκαλυφθεί χωρίς την άδεια του ασθενούς. Χωρίς έναν τέτοιο κανόνα, πιστεύουν, οι ασθενείς μερικές φορές δεν θα έδιναν στους γιατρούς όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για τη θεραπεία τους. Άλλοι γιατροί (η πλειοψηφία στις περισσότερες χώρες) πιστεύουν ότι περιστασιακά, αν και πολύ σπάνια, οι υποχρεώσεις τους προς την κοινωνία υπερισχύουν των υποχρεώσεών τους προς τους ασθενείς τους.[28] Σε τέτοιες περιπτώσεις, η αποκάλυψη των ευαίσθητων ιατρικών δεδομένων μπορεί να γίνει για την προστασία προσώπων (ή ομάδων) που βρίσκονται σε κίνδυνο (π.χ. ανθρωποκτονικός ιδεασμός), για την προστασία της δημόσιας υγείας σε περιπτώσεις μεταδοτικών/μολυσματικών ασθενειών, σε κατάσταση ανάγκης ή άμυνας κ.α.[29][27]
Η Διακήρυξη του Ελσίνκι προέκυψε έπειτα από πολλή τεκμηρίωση λόγω των ιστορικών στοιχείων που υπαγόρευαν την αναγκαιότητά της. Ο πρώτος κώδικας δεοντολογίας στην έρευνα, συμπεριλαμβανομένης της ιατρικής ηθικής, ήταν ο Κώδικας της Νυρεμβέργης. Αυτό το έγγραφο ήταν το αποτέλεσμα των ναζιστικών εγκλημάτων πολέμου, όπως εισήχθη το 1997, επομένως δεν συνεισέφερε στη ρυθμιστική πρακτική, η οποία απαιτούσε τη δημιουργία ενός νέου εγγράφου. Ο Κώδικας της Νυρεμβέργης και η Διακήρυξη του Ελσίνκι διαφέρουν σημαντικά σε πολλά σημεία, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου γραφής τους. Ο Κώδικας της Νυρεμβέργης γράφτηκε με πολύ συνοπτικό τρόπο, με μια απλή επεξήγηση. Η Διακήρυξη του Ελσίνκι, αντίθετα, είναι διεξοδικά γραμμένη και περιλαμβάνει πολλά συγκεκριμένα σχόλια.[30]
Για την επίλυση πολύπλοκων ζητημάτων που άπτονται της ιατρικής ηθικής πολλές φορές συγκαλείται μια Επιτροπή Δεοντολογίας. Αυτό το σώμα αποτελείται κυρίως από επαγγελματίες υγείας, αλλά μπορεί επίσης να περιλαμβάνει φιλοσόφους, απλούς ανθρώπους και κληρικούς – σε πολλά μέρη του κόσμου η παρουσία τους θεωρείται υποχρεωτική προκειμένου να υπάρχει ισορροπία.
Όσον αφορά στην αναμενόμενη σύνθεση τέτοιων επιτροπών στις ΗΠΑ, στην Ευρώπη και στην Αυστραλία, ισχύουν τα ακόλουθα:
Στις ΗΠΑ προτείνεται τα Συμβούλια Έρευνας και Δεοντολογίας (REB) να έχουν πέντε ή περισσότερα μέλη, συμπεριλαμβανομένου τουλάχιστον ενός επιστήμονα, ενός μη επιστήμονα και ενός ατόμου που δεν έχει σχέση με το ίδρυμα όπου διεξάγεται η έρευνα. Το REB θα πρέπει να περιλαμβάνει άτομα με γνώση της νομοθεσίας και των προτύπων πρακτικής και επαγγελματικής συμπεριφοράς.[31] Υπάρχει δυνατότητα ειδικής συνεισφοράς για την επίλυση προβλημάτων ατόμων με αναπηρίες, εάν απαιτείται από το υπό εξέταση πρωτόκολλο.
Το Ευρωπαϊκό Φόρουμ για την Ορθή Κλινική Πρακτική (EFGCP) προτείνει τα REB να περιλαμβάνουν δύο κλινικούς ιατρούς που μοιράζονται την εμπειρία στη βιοϊατρική έρευνα και είναι ανεξάρτητοι από το ίδρυμα όπου διεξάγεται η έρευνα, ένα άτομο χωρίς εξειδίκευση, έναν δικηγόρο, και έναν παραϊατρικό επαγγελματία, π.χ. νοσοκόμα ή φαρμακοποιό. Συνιστάται να υπάρχει απαρτία ως προς τα δύο φύλα από ευρύ φάσμα ηλικιών και να αντικατοπτρίζει την πολιτιστική σύνθεση της τοπικής κοινότητας.
Οι συστάσεις της Αυστραλιανής Επιτροπής Δεοντολογίας για την Υγεία του 1996 έχει τον τίτλο "Μέλη Επιτροπών Θεσμικής Δεοντολογίας". Προτείνουν ο πρόεδρος να είναι κατά προτίμηση κάποιος που δεν απασχολείται ή δεν συνδέεται με άλλον τρόπο με το ίδρυμα. Τα μέλη θα πρέπει να αποτελούνται από ένα άτομο με γνώσεις και εμπειρία στην επαγγελματική φροντίδα, παροχή συμβουλών ή θεραπεία ανθρώπων, έναν θρησκευτικό λειτουργό π.χ. γέροντα Αβορίγινων, ένα άτομο χωρίς εξειδίκευση, μια γυναίκα χωρίς εξειδίκευση, έναν δικηγόρο, και στην περίπτωση μιας επιτροπής δεοντολογίας σε νοσοκομείο, μια νοσοκόμα.
Η τοποθέτηση φιλοσόφων ή κληρικών αντικατοπτρίζει τη σημασία που αποδίδει η κοινωνία στις βασικές αξίες που εμπλέκονται.