Ιζαμπέλλα Ντι Μόρρα

Ιζαμπέλλα Ντι Μόρρα
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1520[1][2][3]
Βαλσίνι
Θάνατος1546[1][4][2]
Βαλσίνι
Αιτία θανάτουτραύμα από μαχαίρι
Τόπος ταφήςΒαλσίνι
Χώρα πολιτογράφησηςΒασίλειο της Νεαπόλεως
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΙταλικά[5][6]
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταποιήτρια
συγγραφέας[7]
Οικογένεια
Οικογένειαd:Q3863179
Θυρεός
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η Ιζαμπέλλα Ντι Μόρρα (περίπου 1520 - 1545/1548) ήταν Ιταλίδα ποιήτρια της Αναγέννησης. Μια άγνωστη μορφή καθ'όλη την διάρκεια της ζωής της, αναγκάστηκε από τα αδέρφια της να μένει στην απομόνωση, κάτι που την απομάκρυνε από τις ακαδημίες και τα λογοτεχνικά σαλόνια. Ενόσω ζούσε μέσα στην μοναξιά του κάστρου της, παρήγαγε ένα μικρό σώμα δουλειάς, το οποίο δεν κυκλοφόρησε ποτέ στο λογοτεχνικό περιβάλλον της εποχής. Η σύντομη και μελαγχολική ζωή της ολοκληρώθηκε όταν τα αδέρφια της την δολοφόνησαν με την υποψία σύναψης μιας παράνομης σχέσης.

Μόνο δεκατρία δικά της ποιήματα έχουν σωθεί μέχρι σήμερα. Παρά το μικρό σώμα που άφησε, η δουλειά της θεωρείται πως βρίσκεται ανάμεσα στις πιο ισχυρές και αυθεντικές ποιητικές εκφράσεις της ιταλικής λογοτεχνίας από τον 16ο αιώνα. Οι στίχοι της θεωρούνται ως «μια εντυπωσιακή προεικόνιση του ρομαντισμού»" και είναι συχνά θέμα φεμινιστικής κριτικής.

Η Ιζαμπέλλα Ντι Μόρρα γεννήθηκε σε μια οικογένεια ευγενών στο Φάβαλε, κομμάτι εκείνη την εποχή του Βασιλείου της Νάπολης. Ήταν η κόρη του Τζιοβάνι Μικέλε ντι Μόρρα, βαρόνου του Φάβαλε, και της Λουίζα Μπρανκάτσιο, γυναίκα της ευγενικής τάξης που προερχόταν από οικογένεια Ναπολιτάνων. Η ημερομηνία γέννησής της είναι αβέβαιη : μια αναφορά γίνεται στη μελέτη του Μπενεντέτο Κρόκε ο οποίος την τοποθετεί γύρω στο 1520, παρόλο που θα μπορούσε να είχε γεννηθεί νωρίτερα, γύρω στο 1515 και 1516.

Ως παιδί, η Ιζαμπέλλα εκπαιδεύτηκε στη λογοτεχνία και την ποίηση από τον πατέρα της. Αυτή, η μητέρα της και τα αδέρφια της (πέντε αδερφοί : Μαρκαντόνιο, Σκιπιόνε, Ντέκιο, Τσεζάρε, Φάβιο, και μια αδερφή Πορτζία) εγκαταλείφθηκαν από τον Τζιοβάνι Μικέλε το 1528, όταν αναγκάστηκε να ζητήσει καταφύγιο στη Γαλλία αφού πρώτα είχε υποστηρίξει τον γαλλικό στρατό απέναντι στον Ισπανό μονάρχη Κάρολο Ε για την κατάκτηση του Βασιλείου της Νάπολης. Θα μπορούσε να επιστρέψει στο Φάβαλε καθώς το έγκλημά του ενάντια στο ισπανικό στέμμα τού συγχωρέθηκε αλλά παρέμεινε στη Γαλλία όπου υπηρέτησε στον στρατό και ως σύμβουλος του Φραγκίσκου Ι αλλά και παρακολούθησε τις εκδηλώσεις του βασιλικής αυλής. Το μικρότερο παιδί, ο Καμίλλο, γεννήθηκε αφού είχε ήδη φύγει.

Ο Σκιπιόνε ακολούθησε σύντομα τον πατέρα του και ο μεγαλύτερος αδερφός Μαρκαντόνιο παρέλαβε τότε την εξουσία στο Φάβαλε. Η Ιζαμπέλλα μεγάλωσε σε ένα εχθρικό οικογενειακό περιβάλλον, με μια ανήμπορη μητέρα και με αδέρφια που ήταν άξεστοι, άτακτοι και κτήνη. Επηρεάστηκε βαθιά από την ξαφνική αναχώρηση του πατέρα της, κάτι που τη βασάνισε για την υπόλοιπη ζωή της. Έλαβε έναν δάσκαλο που την καθοδήγησε στην μελέτη του Πετράρχη και στα λατινικά ποιήματα και ίσως το μόνο άτομο με το οποίο μπορούσε να μιλήσει για λογοτεχνία.

Από την αρχή, μια εχθρότητα σηματοδότησε τη σχέση ανάμεσα στην Ιζαμπέλλα και στα τρία μικρότερα αδέρφια της Τσεζάρε, Ντέκιο και Φάμπιο, οι οποίοι προφανώς ζήλευαν την ταλαντούχα αδερφή τους και αυτό επηρέασε την εκπαίδευσή της. Την ανάγκαζαν να ζει σε απομόνωση στο οικογενειακό κάστρο στο Φάβαλε, σκαρφαλωμένο σε ένα υψηλό βράχο πάνω από το Ιόνιο πέλαγος. Στο κάστρο η Ιζαμπέλλα αφοσιώθηκε στη συγγραφή ποιημάτων, βρίσκοντας στην ποίηση τη μόνη παρηγοριά για τη μοναξιά της.

Ωστόσο είχε την ευκαιρία να προσεγγίσει τους μορφωμένους γείτονές της : τον Ντιέγκο Σάντοβαλ ντε Κάστρο, βαρόνο της Μπολίτα (το σημερινό Νόβα Σίρι) και φρούραρχο της Κοσέντζα, και τη γυναίκα του Αντωνία Καρακκιόλο. Ισπανικής καταγωγής, ο Ντιέγκο Σάντοβαλ ντε Κάστρο, που ορίζεται ως ένας όμορφος και γενναίος στρατιώτης ο οποίος πολέμησε με τον στρατό του Καρόλου V στην εκστρατεία του Αλγερίου, ήταν ένας δημοσιευμένος ποιητής, μέλος της Ακαδημίας της Φλωρεντίας και καλά συνδεδεμένος με τη δομή της εξουσίας στη Νάπολη. Ενθαρρυμμένη και βοηθούμενη από τον καθηγητή της, η Ιζαμπέλλα και ο Ντιέγκο Σάντοβαλ ξεκίνησαν μια μυστική αλληλογραφία όταν άρχισε να της στέλνει γράμματα με το όνομα της συζύγου του με κάποια συννημμένα ποιήματα στα οποία η Ιζαμπέλλα θα μπορούσε να είχε απαντήσει.

Φήμες για μια κρυφή σχέση άρχισαν να εμφανίζονται, παρόλο που η σχέση τους είναι ένα μυστήριο μέχρι σήμερα και είναι ασαφές εάν ήταν κάτι παραπάνω από φίλοι ; εκτός από μια σύντομη αναφορά σε γάμο, το σωζόμενο έργο της Ιζαμπέλλα δεν περιλαμβάνει κανένα ερωτικό ποίημα που να απευθύνεται σε άνδρα ενώ οι στίχοι του Ντιέγκο περιέγραφαν τα αισθήματά του προς την αγαπημένη του, πιθανώς αναφερόμενος σε μια συγκεκριμένη γυναίκα, ή απλά συμβατικοί θρήνοι που ακολουθούσαν τον ποιητικό κανόνα της εποχής. Ωστόσο τα αδέρφια της Ιζαμπέλλα, Ντέκιο, Τσεζάρε και Φάμπιο, αφού ενημερώθηκαν για τα γράμματα, υποπτεύθηκαν μια εξωσυζυγική σχέση ανάμεσα στην αδερφή τους και τον ευγενή και προκειμένου να καθαρίσουν την οικογενειακή τιμή ετοίμασαν μια σκληρή τιμωρία.

Δολοφόνησαν τον δάσκαλό της, ο οποίος κουβαλούσε τα γράμματα, λειτουργώντας σαν μεσάζοντας. Έπειτα κυνήγησαν την Ιζαμπέλλα, καθώς βρέθηκε με τα γράμματα στα χέρια της, σύμφωνα με τις εκθέσεις της εποχής. Μαχαιρώθηκε μέχρι θανάτου. Φοβούμενος για τη ζωή του, ο Ντιέγκο Σάντοβαλ προσέλαβε μάταια έναν συνοδό και οι τρεις δολοφόνοι, με τη βοήθεια δυο θείων τους και πιθανώς τροφοδοτούμενοι από το μίσος κατά των Ισπανών, τον σκότωσαν στο δάσος κοντά στο Νόχα μερικούς μήνες αργότερα.

Ο θάνατός της πέρασε σχεδόν απαρατήρητος και εγκρίθηκε ακόμα και από την κοινωνία, σύμφωνα με τον κώδικα τιμής του 16ου αιώνα, ενώ η δολοφονία του Ντιέγκο Σάντοβαλ διώχθηκε. Το έτος θανάτου της δεν είναι γνωστό με σιγουριά. Ο Μπενεντέτο Κρόκε δήλωσε ότι συνέβη μεταξύ 1545 και 1546, άλλες μελέτες δείχνουν ότι πέθανε το 1547 ή 1548. Πιστεύεται ότι θάφτηκε στην τοπική εκκλησία του Σαν Φαμπιάνο αλλά χωρίς τάφο και χωρίς ίχνη που να δείχνουν ότι αυτή έχει βρεθεί.

Τα ποιήματα της Ιζαμπέλλα ανακαλύφθηκαν όταν η χωροφυλακή μπήκε στο σπίτι της για να ερευνήσει την δολοφονία. Υπάρχουν 10 σοννέτα και 3 καντζόνι, τα οποία δημοσιεύθηκαν μετά θάνατον. Η ίδια είχε συσχετιστεί με το λογοτεχνικό κίνημα των αρχών του 1500, γνωστό ως Πετραρχισμός, μια αναβίωση του μοντέλου του Πετράρχη που ξεκίνησε από τον Πιέτρο Μπέμπο. Αν και η μορφή, το λεξιλόγιο και οι προτάσεις της ακολούθησαν την Πετραρχική μόδα της εποχής, η ίδια διακρίνεται από τον δραματικό τόνο που σχετίζεται με ποιητές όπως ο Δάντης Αλιγκιέρι και ο Τζακοπόνε ντα Τόντι. Η ποίησή της έχει πολύ προσωπικό ύφος, επηρεασμένο από την προσωπική οικογενειακή κατάστασή της και την εξαναγκαστική της απομόνωση ; ωθήθηκε να γράψει προκειμένου να εκφράσει την αγανάκτησή της, χωρίς ιδιαίτερο λογοτεχνικό στολισμό και επίσημη κομψότητα.

Σε αντίθεση με την λογοτεχνική παραγωγή άλλων γυναικών, οι οποίες βασίζονται κυρίως σε μια γιορτή της εξιδανικευμένης αγάπης, στο έργο της Ιζαμπέλλα υπάρχει χώρος μόνο για υπαρξιακό πόνο, μνησικακία και μοναξιά, κάνοντάς την μια ξεχωριστή φιγούρα ανάμεσα στους Πετραρχικούς ποιητές της εποχής. Ο γάμος είναι η μοναδική μικρή αναφορά για την αγάπη η οποία όχι μόνο θα ικανοποιούσε την κοινωνική και γυναικεία θέση της αλλά θα ήταν και ο μόνος τρόπος για να φύγει από το καταπιεστικό περιβάλλον στο οποίο ζούσε. Η ποίησή της περιγράφει την θλίψη που ένιωθε όντας απομονωμένη, τον διαχωρισμό της από άλλους ανθρώπους των γραμμάτων και την εξαφάνιση του πατέρα της, με την ποίηση ως τον πρωταρχικό συνομιλητή των στίχων της.

Η ίδια η Ιζαμπέλλα όρισε το στυλ της ως "πικρό και σκληρό" ή "τραχύ και εύθραυστο". Τα πλούτη είναι ο κύριος ανταγωνιστής του έργου της, κατήγορος για την στέρηση της ευτυχίας και της ελευθερίας της. Τα πλούτη είναι η απεικόνισή της για την σκληρότητα της ανθρωπότητας απέναντι σε κάθε καλοθρεμμένη καρδιά, εμμέσως καταδικάζοντας έναν κόσμο στον οποίο η τυραννία και η βία υπερισχύουν κάθε αρετής.

Εξέφρασε τον αποτροπιασμό απέναντι στην πατρίδα της την οποία περιέγραψε ως κολασμένη κοιλάδα που περιβάλλεται από ένα "μοναχικό και σκοτεινό δάσος", κατοικημένο από "παράλογους ανθρώπους που στερούνται νοημοσύνης" και διασχίζεται από το "θολό Σίρι", το ποτάμι που διασχίζει την κοιλάδα κάτω από το κάστρο της, του οποίου το συνεχές μουρμούρισμα καθώς έρεε προς την θάλασσα επιδείνωνε την αίσθηση της απομόνωσης και της απελπισίας. Ανέφερε να πέσει η ίδια συμβολικά μέσα στο αγαπημένο και μισητό της ποτάμι, ίσως αναφερόμενη στην αυτοκτονία. Αυτό έχει οδηγήσει στην θεωρία ότι η αδερφή της Πόρτζια και ο Σάντοβαλ αλληλογραφούσαν και έγιναν στη συνέχεια τα θύματα της σφραγής ; ως εκ τούτου η Ιζαμπέλλα, που επηρεάστηκε από την τραγωδία, έπεσε στο ποτάμι, δεδομένου ότι δεν υπάρχει καμιά ένδειξη για το πού θα μπορούσε να έχει ταφεί.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]