Ιματινίμπη | |
---|---|
Γενικά | |
Χημικά αναγνωριστικά | |
Χημικός τύπος | C₂₉H₃₁N₇O |
Μοριακή μάζα | 493,259 Ατομική μονάδα μάζας |
Αριθμός CAS | 152459-95-5 |
Αριθμός EINECS | 604-855-6 |
PubChem CID | 5291 |
ChemSpider ID | 5101 |
Φυσικές ιδιότητες | |
Χημικές ιδιότητες | |
Εκτός αν σημειώνεται διαφορετικά, τα δεδομένα αφορούν υλικά υπό κανονικές συνθήκες περιβάλλοντος (25°C, 100 kPa). |
Η ιματινίμπη που διατίθεται στην αγορά από την εταιρεία Novartis με τα ονόματα Glivec (Αυστραλία, Ευρώπη και Νότια Αμερική) ή Gleevec (Καναδάς, Νότια Αφρική, ΗΠΑ) είναι ένας αναστολέας τυροσινικών κινασών που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία πολλών μορφών καρκίνου μεταξύ των οποίων και η χρόνια μυελογενής λευχαιμία (ΧΜΛ) θετική στο χρωμόσωμα Φιλαδελφείας.[1]
Τα κύτταρα χρησιμοποιούν πρωτεΐνες για τη μετάδοση σημάτων απαραιτήτων για την επιβίωση τους. Μερικές από τις πρωτεΐνες χρησιμοποιούν τη φωσφορική ομάδα ως διακόπτη για την ενεργοποίηση τους. Οι φωσφορικές ομάδες προστίθενται στις πρωτεΐνες με την επίδραση των τυροσινικών κινασών. Στα υγιή κύτταρα οι τυροσινικές κινάσες έχουν την προβλεπόμενη δραστηριότητα. Στην ΧΜΛ, μια συγκεκριμένη κινάση, η BCR-Abl, είναι μονίμως ενεργοποιημένη και συνεχώς προσθέτει φωσφορικές ομάδες. Η ιματινίμπη, αναστέλλει τη δράση του ενζύμου BCR-Abl και το εμποδίζει από το να προσθέτει συνεχώς φωσφορικές ομάδες. Κατά συνέπεια, τα κύτταρα δεν μπορούν να προχωρήσουν στον κυτταρικό κύκλο και επέρχεται κυτταρικός θάνατος (απόπτωση).[2] Η κινάση BCR-Abl υπάρχει μόνο στα καρκινικά κύτταρα και έτσι με την αναστολή της μόνο αυτά σκοτώνονται, οπότε η ιματινίμπη χρησιμοποιείται σαν ένα είδος εξειδικευμένης θεραπείας κατά την οποία σκοτώνονται μόνο τα καρκινικά και όχι τα φυσιολογικά κύτταρα.[3] Η ιματινίμπη είναι ένα από τα πρώτα αντικαρκινικά φάρμακα με στοχευμένη δράση σε μοριακό στόχο.[4]
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει συμπεριλάβει την ιματνίμπη στη λίστα με τα Βασικά Φάρμακα.[5] Οι ερευνητές που ανέπτυξαν την ιματινίμπη τιμήθηκαν με το Βραβείο Λάσκερ το 2009, και το Japan Prize το 2012.[6][7] To Glivec αποτελεί η β- κρυσταλλική μορφή του μεθανοσουλφονικού άλατος της ιματινίμπης.
Η ιματινίμπη χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της χρόνιας μυελογενούς λευχαιμίας (ΧΜΛ), των στρωματικών όγκων του γαστρεντερικού συστήματος (GIST) και μια σειρά από άλλες κακοήθειες.
Η Αμερικανική Αρχή Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) ενέκρινε την ιματινίμπη ως βασική θεραπεία για την ΧΜΛ θετική στο χρωμόσωμα Φιλαδελφείας, τόσο για τα παιδιά όσο και για τους ενήλικες.[8]
Ο FDA έδωσε για πρώτη πρώτη φορά άδεια στην ιματινίμπη για τη θεραπεία των στρωματικών όγκων του γαστρεντερικού, το 2002. Το 2012 εγκρίθηκε για τη χρήση του μετά τη χειρουργική απομάκρυνση ΚΙΤ-θετικών όγκων, και την αποτροπή επανεμφάνισης τους.[9]
Η μόνη γνωστή αντένδειξη για την ιματινίμπη είναι η υπερευαισθησία σε αυτή.[10] Οι κίνδυνοι κατά τη χρήση περιλαμβάνουν:[11]
Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες περιλαμβάνουν αδιαθεσία (ναυτία), διάρροια, πονοκεφάλους, πόνους στα πόδια και κράμπες, κατακράτηση υγρών, διαταραχές της όρασης, εξάνθημα με φαγούρα, μειωμένη αντίσταση σε λοιμώξεις, μώλωπες ή αιμορραγία, απώλεια της όρεξης,[12] αύξηση του σωματικού βάρους, μείωση του αριθμού των κυττάρων του αίματος (ουδετεροπενία, θρομβοπενία, αναιμία), και οίδημα.[13] Η σοβαρή συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια είναι μια όχι πολύ συνηθισμένη παρενέργεια της ιματινίμπης, καθώς έχει διαπιστωθεί ότι ποντίκια που έλαβαν θεραπεία σε μεγάλες δόσεις παρουσιάσαν ταξικότητα και βλάβες στο μυοκάρδιο.[14]