Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 370 (περίπου) Αλεξάνδρεια |
Θάνατος | 440 (περίπου) ή 435 (περίπου) Αίγυπτος |
Χώρα πολιτογράφησης | Βυζαντινή Αυτοκρατορία |
Θρησκεία | Χριστιανισμός |
Eορτασμός αγίου | 4 Φεβρουαρίου |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | αρχαία ελληνικά[1] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | μοναχός |
Περίοδος ακμής | 4ος αιώνας[2] - 5ος αιώνας[2] |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | αββάς |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο όσιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης ή Ισίδωρος Πηλουσίου (περ. 360[3]/370[4]–περ. 440[3]/450[4] μ.Χ.) ήταν μοναχός και σημαντικός[5] εκκλησιαστικός πατέρας από την Αίγυπτο. Ονομάζεται Πηλουσιώτης επειδή πιθανώς ασκήτευσε και ήταν ηγούμενος μονής κοντά στο αρχαίο Πηλούσιο (το σημερινό Πορτ Σάιντ). Ασχολήθηκε με τη μελέτη των Γραφών και την υπεράσπιση της Ορθοδοξίας.
Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια[3] της Αιγύπτου στο β' μισό του τέταρτου αιώνα και υπήρξε άνθρωπος ευρείας μόρφωσης, καθώς πέρα από τη θεολογική κατάρτιση που διέθετε, ήταν γνώστης της αρχαίας ελληνικής γραμματείας ενώ είχε διδαχτεί μεταξύ άλλων μαθηματικά, φιλοσοφία, ιατρική και αστρονομία[6]. Συγγενείς του φέρονται να ήταν οι επίσκοποι Αλεξανδρείας Θεόφιλος και Κύριλλος[7]. Αρχικά εργάστηκε ως δάσκαλος ρητορικής και παιδαγωγός στη γενέτειρά του[8]. Αργότερα εγκατέλειψε τη Αλεξάνδρεια και αποσύρθηκε στην περιοχή του Πηλουσίου στο δέλτα του ποταμού Νείλου όπου ασκήτεψε για το υπόλοιπο της ζωής του[3]. Εμφανίστηκε στο θεολογικό προσκήνιο το 390[9] και διακρίθηκε για το ήθος και τη σοφία του, στοιχεία που τον έκαναν σεβαστό σε ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο της εποχής του και του έδωσαν την άνεση να στέλνει επιστολές θρησκευτικού και συμβουλευτικού περιεχομένου ακόμα και σε ηγεμόνες, όπως π.χ. ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β'[10]. Παράλληλα υπήρξε θαυμαστής του έργου του Ιωάννη του Χρυσοστόμου[3]. Μάλιστα, γύρω στο 416 κατάφερε να πείσει τον αρχικά αρνητικό Κύριλλο Αλεξανδρείας να γράψει τον Χρυσόστομο στα Δίπτυχα της εκκλησίας της Αλεξάνδρειας, πράξη ενταγμένη στο πλαίσιο της αποκατάστασης του ονόματος του εκλιπόντα από 407 ιεράρχη[11].
Ο Ισίδωρος έγραψε χιλιάδες επιστολές στις οποίες διατύπωνε τις απόψεις του σε διάφορα ζητήματα πρακτικής, αλλά και θεωρητικής φύσεως[12]. Από αυτές έχουν διασωθεί πάνω από 2000. Κατά το Λεξικό της Σούδας ο Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης συνέγραψε τρεις χιλιάδες επιστολές, που είναι αφιερωμένες στην ερμηνεία της Αγίας Γραφής, ενώ σύμφωνα με τον Νικηφόρο Κάλλιστο οι επιστολές του φθάνουν τις δέκα χιλιάδες[13]. Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους ασκητικούς συγγραφείς, ο Ισίδωρος δεν απασχολήθηκε με τη μυστική θεωρία αλλά με ηθικά ζητήματα. Χαρακτηριστική είναι άλλωστε η επανάληψη σε αρκετές επιστολές του, του ρητού αρετής ουδέν ίσον[12].
Η διδασκαλία του Ισιδώρου αναφέρεται σε δογματικά θέματα. Πίστευε ότι ο μοναχισμός είναι το ιδεώδες της χριστιανικής τελειότητας, ότι οι μοναχοί πρέπει να είναι και θεολογικώς καταρτισμένοι, ώστε να μπορούν να υπερασπίζονται την πίστη. Θεωρούσε ότι τρία πράγματα είναι απαραίτητα για τη σωτηρία της ψυχής: η προσευχή, η αρετή και η πίστη. Ο αντιρρητικός του λόγος απευθύνεται εξίσου προς τους Ιουδαίους και τους εθνικούς. Κατά τον Ισίδωρο, η Αγία Γραφή είναι ο οδηγός απέναντι στις αιρετικές διδασκαλίες και η πηγή βάση της οποίας διακήρυττε την τριαδικότητα του Θεού, την ενότητα της ουσίας Του και και τη διάκριση των υποστάσεων[14].
Η χριστολογία του είναι πλησιέστερη προς τη σχολή της Αντιόχειας, παρά προς τη σχολή της Αλεξάνδρειας. Τα έργα του, που παρουσιάζουν και μεγάλο ιστορικό ενδιαφέρον, περιέχονται στην Patrologia Graeca του Migne.
Ασχολήθηκε μεταξύ άλλων και με την υπόθεση του Νεστoρίου, του οποίου ήταν αντίπαλος, παρόλα αυτά προέτρεψε τον συγγενή του Κύριλλο Αλεξανδρείας να τηρήσει μετριοπαθή στάση έναντι του Νεστορίου, έκκληση που τελικά δεν εισακούστηκε, καθώς ο Κύριλλος, όντας σε θέση ισχύος μετά την καταδίκη του Νεστοριανισμού από την εκκλησία της Ρώμης, σκλήρυνε τη στάση του[15].
Όσον αφορά το θεσμό του γάμου, τον θεωρούσε ως αναγκαίο αλλά κατώτερο από την παρθενία. Αναγνώριζε πως στον τίμιο γάμο οφείλουν να αποδίδονται τα πρέποντα εγκώμια, η αξιολόγηση όμως πρέπει να γίνεται με βάση τα κοσμικά και όχι τα ουράνια κριτήρια[16]. Σχετικά με τη φιλία, πίστευε πως η ανισότητα αποτελεί βλαβερό παράγοντα[17].
Για την ιεροσύνη και τους ιερωμένους πίστευε πως η μεν ιεροσύνη αποτελεί ευθύνη και απαιτεί σκληρή εργασία, πατρική κηδεμονία, φροντίδα, προστασία, κόπους, θυσίες και κινδύνους. Κατά τον Ισίδωρο η ιερωσύνη δεν συνεπάγεται άνεση, πολυτέλεια, εξουσία και τυραννία και για αυτό δεν δικαιολογείται η σφοδρή επιθυμία για την απόκτησή της. Σε ότι αφορά τους ιερωμένους, σύμφωνα με τον Ισίδωρο, γνήσιος ιερέας δεν είναι ο γενικά ενάρετος αλλά αυτός του οποίου η αρετή πηγάζει από τα έργα του αλλά και από τον εσωτερικό του κόσμο. Μάλιστα ο ιερέας οφείλει να δρα ως διάκονος του Χριστού και όχι ως πολιτικό πρόσωπο αποφεύγοντας τις εντάσεις και τις επάρσεις και έχοντας ως στόχο την ειρηνική διακονία. Παράλληλα, ο φιλάργυρος ιερέας στιγματίζεται ως άξιος σαρκασμού, ενώ στηλιτεύεται το γεγονός πως στην εποχή του οι φορείς της Εκκλησίας απώλεσαν, σύμφωνα με τον ίδιο, τον ευαγγελικό και αποστολικό τους βίο, με επακόλουθο την υποταγή της Εκκλησίας στην κοσμική εξουσία[18][19].
Ιδιαίτερα καυστικές ήταν οι απόψεις του για τα άτομα που καταφεύγουν σε άδικες κριτικές. Χαρακτηριστικά, αναφέρει πως αρκετοί άνθρωποι είτε δεν είναι σε θέση να αναγνωρίσουν το δίκαιο ή αρκετές φορές αν και το αντιλαμβάνονται, η κρίση τους επηρεάζεται από παράγοντες όπως ο φόβος, η ανανδρία, η μνησικακία, η φιλία, ο χρηματισμός κλπ[20]. Παράλληλα εκλάμβανε ως μη κατανοητή την άρνηση καταβολής του μισθού από τον εργοδότη προς τον εργαζόμενο, ακόμη και εάν η εργασία αφορά μια θεάρεστη πράξη, όπως λ.χ. η ανοικοδόμηση ιερού ναού, και θεωρούσε επιβεβλημένη την τιμωρία έναντι κάθε αδικίας που πραγματοποιείται σε βάρος των φτωχών εργαζόμενων[21].
Στο ζήτημα της συμμετοχής σε πολεμικές επιχειρήσεις, ο Πηλουσιώτης προχώρησε σε διάκριση ανάμεσα στον επιθετικό και τον αμυντικό πόλεμο, ενώ έδινε συμβουλές για τον τρόπο με τον οποίο οφείλει να συμπεριφερθεί κάποιος κατά τη διάρκεια ενός πολέμου[22].
Η μνήμη του αγίου Ισιδώρου του Πηλουσιώτη εορτάζεται στις 4 Φεβρουαρίου.