Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Ισίδωρος του Κιέβου | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Ἰσίδωρος τοῦ Κιέβου (Ελληνικά) |
Γέννηση | Αρχές του 15ου αιώνα Πελοπόννησος |
Τόπος ταφής | Βασιλική του Αγίου Πέτρου |
Θρησκεία | Ορθόδοξη Εκκλησία Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία[1] Ρωσική Ελληνοκαθολική Εκκλησία Ελληνόρρυθμη Καθολική Εκκλησία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | νέα ελληνική γλώσσα |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Κοσμήτωρας του Κολλεγίου των Καρδιναλίων (1461–1463) Καμερλέγκος του Ιερού Κολλεγίου των Καρδιναλίων (1450–1451) Metropolitan of Kiev and all Rus' (1437–1441)[2] καρδινάλιος-ιερέας (1440–1451, Santi Marcellino e Pietro) Cardinal Bishop of Sabina (Vescovio) (1451–1463) αποστολικός διαχειριστής (1451–1455) αποστολικός διαχειριστής (1456–1463) αποστολικός διαχειριστής (1458–1459) Latin Patriarch of Constantinople (1458–1463) |
Θυρεός | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Αρχιεπίσκοπος Κιέβου Καρδινάλιος Ισίδωρος (ρωσ.: Исидор) ( - 1463) ήταν ουνίτης Μητροπολίτης Κιέβου και Μόσχας, Καρδινάλιος, Λατίνος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και Έλληνας λόγιος του 15ου αιώνα. Θεωρείται ο "πατέρας" των Ελλονόρυθμων καθολικών εκκλησιών.
Γεννήθηκε στις αρχές του 15ου αιώνα στην Πελοπόννησο[3], πιθανώς στη Μονεμβασιά και σπούδασε στο Μυστρά κοντά στο Γεώργιο Πλήθωνα Γεμιστό, όπου γνωρίστηκε και με τον μετέπειτα καρδινάλιο Βησσαρίωνα τον Τραπεζούντιο. Αργότερα, συνέχισε τις σπουδές του στη Θεσσαλονίκη. Το 1434 έγινε ηγούμενος της μονής Αγίου Δημητρίου κι ηταν άριστος ρήτορας[4]. Στο τέλος του ίδιου έτους, εφόσον ήξερε και λατινικά, εστάλη από τον αυτοκράτορα Ιωάννη στη Σύνοδο της Βασιλείας[5] όπου οι Ρωμαιοκαθολικοί προσπαθούσαν να λύσουν χρόνιες διαμάχες, κάνοντας μια εξαιρετική ομιλία για τη λάμψη της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Την επόμενη χρονιά πήγε στη Ρώμη όπου τον υποδέχτηκε ευμενώς ο Πάπας Ευγένιος Δ’. Είχαν ήδη αρχίσει οι προετοιμασίες για τη Σύνοδο Φερράρας Φλωρεντίας κι οι δύο πλευρές προσπαθούσαν να ανιχνεύσουν τις προθέσεις των άλλων και να προσεταιριστούν μέλη των αποστολών. Ο Πάπας χάρηκε που άκουσε έναν ορθόδοξο ευνοϊκά διακείμενο στην Ένωση και σύστησε τον Ισίδωρο στον αυτοκράτορα Ιωάννη Η' Παλαιολόγο και τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωσήφ. Τότε χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Κιέβου, και μητροπολίτης της Ρωσικής εκκλησίας με σκοπό να σταλεί στη Μόσχα και να πείσει τους Ρώσους ορθόδοξους να συμμετέχουν στη Σύνοδο.
Όταν ο αυτοκράτορας Ιωάννης την άνοιξη του 1437 αποφάσισε να λάβει μέρος στη σύνοδο που είχε προτείνει ο Πάπας, έστειλε τον Ισίδωρο στη Μόσχα για να συνοδεύσει τον μέγα δούκα της Ρωσίας και να διαθέσει τον κλήρο στην παραδοχή της ενώσεως. Ο Βασίλειος Β’ τον υποδέχτηκε ευμενέστατα, συμφώνησε με την πρόθεση ενώσεως και μαζί με πολλούς Ρώσους κληρικούς αναχωρήσανε στις 8 Σεπτεμβρίου 1437 από κοινού μέσω Ρίγας και Λυβέκκης για την Ιταλία.
Στις 18 Αυγούστου 1438 μετά από μακρύ ταξίδι 11 μηνών έφτασαν στη Φερράρα, όπου ανυπόμονα τον περίμενε ο Πάπας και ο αυτοκράτορας. Κατά τη διάρκεια της απουσίας του του κρατούσαν κενό έδρανο. Ο Ισίδωρος ρίχτηκε με όρεξη στη δουλειά και με τον παλιό του φίλο Βησσαρίωνα συνεργάστηκαν με πολύ ζήλο για την ένωση των δύο εκκλησιών. Αφού υπογράφτηκε το ψήφισμα της ενώσεως (Ιούλιος 1439), ο Ισίδωρος έλαβε ως ανταμοιβή για της υπηρεσίες τον πίλο καρδιναλίου (Δεκέμβριος 1439),μαζί με το Βησσαρίωνα, μία πολύ σπάνια τιμή για κάποιον που δεν μεγάλωσε ως ρωμαιοκαθολικός.
Με τίτλο αποστολικού λεγάτου ο Ισίδωρος ξεκίνησε από τη Φλωρεντία και διερχόμενος από τη Δαλματία και Κροατία, έγραψε από τη Βούδα προς τους ορθοδόξους της Λιθουανίας και αλλού αναγγέλλοντας την ένωση. Σπεύδοντας μέσω Ουγγαρίας και Πολωνίας έφτασε στο Κίεβο, και το 1441 φθάνοντας στη Μόσχα και την εκκλησία του Κρεμλίνου παρέδωσε στον μεγάλο δούκα της Ρωσίας τις επιστολές του Πάπα και στη λειτουργία ανέγνωσε την ενωτική διακήρυξη που 'χε απαγγείλει κι ο Βησσαρίων στη Φλωρεντία στις 6 Ιουλίου του 1439, με τη φράση και "εκ του Υιού εκπορευόμενον". Ωστόσο ο Βασίλειος και ο Ρωσικός κλήρος είχαν ήδη πληροφορηθεί τη μεγάλη αντίσταση του λαού της Κωνσταντινούπολης με μπροστάρη το Μάρκο Ευγενικό κι από κοινού καταδίκασαν το ψήφισμα που έθετε τον Πάπα πάνω απ' όλους. Ο Ισίδωρος συνελήφθη και φυλακίστηκε για 2 χρόνια στο μοναστήρι του Τσουντώφ κοντά στη Μόσχα[5], μέχρι που μετανοώντας αποκήρυξε τη λατινοφροσύνη. Δραπετεύοντας το Σεπτέμβρη του 1443 κατέφυγε στη Ρώμη και ο Βασίλειος με τους Ρώσους επισκόπους ονόμασε τον Ιωνά του Ριαζάν μητροπολίτη της Ρωσικής εκκλησίας, στέλνοντας πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη για να παραπονεθεί στον αυτοκράτορα Ιωάννη για τον διορισμό του λατινόφρονα Ισίδωρου. Από τότε οι Ρώσοι τον ονόμασαν "Αποστάτη". Στην Κωνσταντινούπολη καταδίκασαν την ενέργεια των Ρώσων και δεν αποδέχτηκαν τον Ιωνά, χάνοντας την όποια υποστήριξη στην οποία ήλπιζαν εναντίον των Τούρκων κι εγκαινιάζοντας ένα μακροχρόνιο κι οδυνηρό σχίσμα εντός της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Επειδή, όμως, μεγάλες δυσχέρειες παρουσιάστηκαν στο Βυζάντιο για την επικύρωση της Ένωσης από τη ρωμαλέα αντίσταση ανθενωτικών όπως ο Μάρκος Ευγενικός κι ο Γεννάδιος Σχολάριος, το 1451 ο νέος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος ζήτησε βοήθεια από τον νέο Πάπα Νικόλαο Ε'. Αυτός δε μπορούσε να βρει καλύτερο από τον Ισίδωρο, που βέβαια μιλούσε ελληνικά κι ήταν φημισμένος για την πολυμάθεια και την ευγλωττία του. Μαζί με τον άλλο Έλληνα ρωμαιοκαθολικό Λεονάρδο το Χίο, έπλευσαν από τη Ρώμη με 200 στρατιώτες, με σταθμό στη Χίο κι έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη το Νοέμβρη 1452 για να πείσουν τον κλήρο να παραδεχτεί τη σύνοδο και τις αποφάσεις της. Φτάνοντας ο Ισίδωρος έγινε δεκτός από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ' Παλαιολόγο, και μαζί τέλεσαν θεία λειτουργία στην Αγιά Σοφιά στις 12 Δεκεμβρίου, στην οποία αρνήθηκε να παραστεί ο Πατριάρχης και πολλοί κληρικοί. Κάποιοι, ωστόσο, πήγαν από σεβασμό και φόβο στον αυτοκράτορα. Κατά τη θεία Λειτουργία ο Ισίδωρος μνημόνευσε τον Πάπα και στο "Πιστεύω" προσέθεσε τη φράση "και εκ του Υιού εκπορευόμενον", προκαλώντας βίαιες αντιδράσεις εντός κι εκτός της εκκλησίας. Πολλοί δεν πήραν αντίδωρο, θεωρώντας το μιαρό, όπως γράφει ο ιστορικός Δούκας. Ο Ισίδωρος δεν πτοήθηκε, διέμεινε στην Πόλη και λίγους μήνες μετά, τη μέρα της Αλώσεως 29 Μαΐου 1453 πολέμησε στα τείχη τους εισβολείς. Στην προσπάθειά του να ξεφύγει, βρήκε ένα πτώμα, άλλαξε τα ρούχα καρδιναλίου του με τα σκισμένα ενός αγνώστου και μεταμφιεσμένος αγνώριστος ζητιάνος χάθηκε στο πλήθος που έτρεχε. Οι Τούρκοι όταν βρήκαν το πτώμα με ρούχα καρδιναλίου, νομίζοντας ότι πράγματι ήταν καρδινάλιος του έκοψαν το κεφάλι και το περιέφεραν πάνω σε κοντάρι θριαμβευτικά μέσα στην Πόλη. Τη μαρτυρία για το επεισόδιο αυτό καταγράφει ο ιστορικός Σάθας από τον Αινεία Σίλβιο, προφανώς εννοώντας τον πάπα Πίο Β, αργότερα εκκλησιαστικό προϊστάμενο του Ισιδώρου που του την είχε εκμυστηρευτεί.
Αλλά ο Ισίδωρος δε γλίτωσε οριστικά. Πιάστηκε στο Πέρα αιχμάλωτος από τους Τούρκους και πουλήθηκε ως σκλάβος για πενήντα δουκάτα με μια τουρκική γαλέρα στην ασιατική πλευρά. Ξέφυγε όμως και γύρισε στην Πόλη προσποιούμενος ότι αναζητούσε τα παιδιά του που δήθεν είχαν χαθεί στην άλωση, και από εκεί κατόρθωσε να περάσει στη Χίο, Πελοπόννησο και Κρήτη, από όπου μετά από μεγάλες κακουχίες έφτασε σώος στη Ρώμη.
Στη Ρώμη τον υποδέχτηκε με τιμές ο Πάπας που δεν πίστευε στ' αυτιά του με όσα του διηγήθηκε για τη σωτηρία του ο Ισίδωρος. Του αποδόθηκε η επισκοπή Σαβίνης (Sabina), Κολοφώντα και Νικόπολης[6] και ο τυπικός τίτλος Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης. Πέθανε από αποπληξία στις 23 Απριλίου 1464 στη Ρώμη και θάφτηκε στην εκκλησία του Αγίου Πέτρου.
Ο Ισίδωρος έγραψε στα λατινικά μια παθιασμένη (περιπαθέστατη) εγκύκλιο προς όλους τους ηγεμόνες της Δύσης, εξορκίζοντάς τους να εκστρατεύσουν σε Σταυροφορία εναντίον του Μωάμεθ, "προδρόμου του αντίχριστου και υιού του Σατανά".