Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Το Ισλάμ στην Ελλάδα εκπροσωπείται από τρεις διαφορετικές κοινότητες. Τους Μουσουλμάνους που ζούσαν στην Ελλάδα από την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (κυρίως στην Θράκη), τους Έλληνες που ασπάζονται το Ισλάμ και τους Μουσουλμάνους μετανάστες που άρχισαν να φτάνουν στο τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα, κυρίως στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.
Υπάρχουν δύο ομάδες που σκόπιμα προσηλυτίζονται μαζικά από το Ισλάμ στο Χριστιανισμό. Η πρώτη ομάδα είναι οι Τούρκοι των Δωδεκανήσων. Θεωρώντας τους τα κατάλοιπα μιας πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και πολιτισμικά συνδεδεμένους με μια ξένη χώρα (Τουρκία), πολλοί Τούρκοι δεν δείχνουν ενδιαφέρον για την ισλαμική πίστη για να μην αντιμετωπίσουν διακρίσεις από το ελληνικό κράτος.[1]
Η δεύτερη περίπτωση είναι οι Αλβανοί μετανάστες που θέλουν γρήγορα να αφομοιωθούν στον ελληνικό πολιτισμό. Αποτελούν τη μεγαλύτερη ομάδα μεταναστών στην Ελλάδα, αλλά οι περισσότεροι από αυτούς δεν θέλουν να γίνουν αντιληπτοί ως Αλβανοί. Πολλοί νεοφερμένοι Αλβανοί αλλάζουν το αλβανικό τους όνομα σε ελληνικό και τη θρησκεία τους από το Ισλάμ στην Ορθοδοξία.[2] Ακόμη και πριν από τη μετανάστευση, όλο και περισσότεροι κάτοικοι στο νότο της Αλβανίας προσποιούνται ότι είναι Έλληνες και μάλιστα αλλάζουν τα μουσουλμανικά τους ονόματα σε ελληνικά, προκειμένου να μην γίνονται διακρίσεις εναντίον τους στην Ελλάδα. Με αυτόν τον τρόπο, ελπίζουν να λάβουν βίζα για την Ελλάδα.[3] Μετά τη μετανάστευση στην Ελλάδα, βαπτίζονται και αλλάζουν τα αλβανικά ονόματα στα διαβατήρια τους, στα ελληνικά.
Ο μουσουλμανικός πληθυσμός στην Ελλάδα δεν είναι ομοιογενής, αφού αποτελείται από διαφορετικά εθνικά, γλωσσικά και κοινωνικά υπόβαθρα, τα οποία συχνά επικαλύπτονται. Η μουσουλμανική πίστη είναι η πίστη αρκετών εθνικών ομάδων που ζουν στην παρούσα επικράτεια της Ελλάδας, δηλαδή τους Πομάκους, τους Τούρκους, ορισμένους Ρομά και Έλληνες Μουσουλμάνους, ιδιαίτερα της Κρήτης, της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας, οι οποίοι προσηλυτίστηκαν κυρίως τον 17ο και 18ο αιώνα. Ο μουσουλμανικός πληθυσμός της χώρας μειώθηκε σημαντικά ως αποτέλεσμα της συμφωνίας του 1923 για την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ της Ελλάδας και της νέας Τουρκικής Δημοκρατίας, η οποία ξερίζωσε επίσης περίπου 1,5 εκατομμύρια Έλληνες από τη Μικρά Ασία. Πολλοί από τους Μουσουλμάνους της Βόρειας Ελλάδας ήταν στην πραγματικότητα Ελληνόφωνοι Μουσουλμάνοι από την Ήπειρο και τη Μακεδονία, ενώ οι μουσουλμάνοι Πομάκοι και Τούρκοι της Δυτικής Θράκης, απαλλάσσονταν από τους όρους της ανταλλαγής πληθυσμών. Διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις και αξιωματούχοι, θεωρούν τους Τούρκους μουσουλμάνους της Δυτικής Θράκης ως μέρος της ελληνικής μειονότητας των μουσουλμάνων και όχι ως ξεχωριστή τουρκική μειονότητα. Η πολιτική αυτή, αποσκοπεί να δώσει την εντύπωση ότι οι μουσουλμάνοι της περιοχής είναι απόγονοι ομογενών Ελλήνων, της τότε υπό Οθωμανική κατοχή Ελλάδας, οι οποίοι προσηλυτίστηκαν στο Ισλάμ, όπως οι Βαλαχάδες της, πριν το 1923, Μακεδονίας και έτσι να αποφευχθεί μια πιθανή μελλοντική κατάσταση στην οποία θα παραχωρηθεί η Δυτική Θράκη στη Τουρκία με βάση την εθνική καταγωγή των μουσουλμάνων κατοίκων της.[4]
Ο όρος Μουσουλμανική μειονότητα αναφέρεται σε μια ισλαμική θρησκευτική, γλωσσική και εθνική μειονότητα στη Δυτική Θράκη, η οποία αποτελεί μέρος της ελληνικής διοικητικής περιφέρειας της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Το 1923, σύμφωνα με τους όρους της Συνθήκης της Λωζάνης, οι Έλληνες Μουσουλμάνοι της Ηπείρου, της Μακεδονίας και άλλων περιοχών, κυρίως της Βόρειας Ελλάδας, χρειάστηκε να μεταναστεύσουν στην Τουρκία, ενώ οι χριστιανοί που ζούσαν στην Τουρκία έπρεπε να μεταναστεύσουν στην Ελλάδα σε μία "Ανταλλαγή Πληθυσμών". Οι Μουσουλμάνοι της δυτικής Θράκης και οι Χριστιανοί της Κωνσταντινούπολης και των νησιών της Ίμβρου και της Τένεδου ήταν οι μόνοι πληθυσμοί που δεν ανταλλάχθηκαν. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με αυτήν την κοινότητα, δείτε την Μουσουλμανική μειονότητα Δυτικής Θράκης.
Υπάρχει επίσης μια μικρή μουσουλμανική κοινότητα σε κάποια από τα νησιά των Δωδεκανήσων (Τούρκοι των Δωδεκανήσων) που, ως μέρος των Ιταλικών Δωδεκανήσων του Βασιλείου της Ιταλίας μεταξύ 1911 και 1947, δεν υποβλήθηκαν στην ανταλλαγή πληθυσμού μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας το 1923. Αριθμούν περίπου 3.000, μερικοί εκ των οποίων υιοθετούν μια τουρκική ταυτότητα και μιλούν Τουρκικά, ενώ άλλοι είναι ελληνόφωνοι απόγονοι των Κρητικών Μουσουλμάνων. Η κοινότητα είναι ισχυρότερη στην πόλη της Ρόδου και στο νησί της Κω.[5]
Οι Πομάκοι βρίσκονται κυρίως σε συμπαγή χωριά της Ροδόπης στη Δυτική Θράκη. Ενώ η ελληνική κοινότητα των Ρομά είναι κατά κύριο λόγο Ελληνορθόδοξοι, οι Ρομά στη Θράκη είναι κυρίως Μουσουλμάνοι.
Οι εκτιμήσεις της αναγνωρισμένης Μουσουλμανικής μειονότητας, η οποία βρίσκεται κυρίως στη Θράκη, κυμαίνονται από 98.000 έως 140.000 (μεταξύ 0.9% και 1.2%), ενώ η Μουσουλμανική κοινότητα των μεταναστών κυμαίνεται από 200.000 έως 500.000.[6] Οι Αλβανοί μετανάστες στην Ελλάδα, συνδέονται συνήθως με τη μουσουλμανική πίστη, αν και οι περισσότεροι είναι προσανατολισμένοι στην Κοσμικότητα.[7]
Οι πρώτοι μετανάστες ισλαμικής πίστης, κυρίως Αιγύπτιοι, έφθασαν στις αρχές της δεκαετίας του 1950 από την Αίγυπτο και συγκεντρώθηκαν στα δύο κύρια αστικά κέντρα της χώρας, την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1990, σημειώθηκε αύξηση του αριθμού των μουσουλμάνων μεταναστών από διάφορες χώρες της Μέσης Ανατολής, της Βόρειας Αφρικής, καθώς και από το Αφγανιστάν, το Πακιστάν, την Ινδία, το Μπαγκλαντές, τη Σομαλία και τη μουσουλμανική Νοτιοανατολική Ασία. Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος της μεταναστευτικής μουσουλμανικής κοινότητας προέρχεται από τα Βαλκάνια, συγκεκριμένα από την Αλβανία και τις Αλβανικές κοινότητες της Βόρειας Μακεδονίας και από άλλες πρώην Γιουγκοσλαβικές δημοκρατίες. Μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού στην Ανατολική Ευρώπη στις αρχές της δεκαετίας του 1990, πολλοί Αλβανοί άρχισαν να μεταναστεύουν στην Ελλάδα, δουλεύοντας σε εργασίες με χαμηλό μισθό σε αναζήτηση οικονομικών ευκαιριών και φέρνοντας τις οικογένειές τους να εγκατασταθούν σε πόλεις, όπως η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη.
Η πλειοψηφία της μεταναστευτικής μουσουλμανικής κοινότητας κατοικεί στην Αθήνα. Σε αναγνώριση των θρησκευτικών τους δικαιωμάτων, η ελληνική κυβέρνηση κατασκεύασε το Τζαμί του Βοτανικού που εγκαινιάστηκε και ξεκίνησε τη λειτουργία του στις 2 Νοεμβρίου 2020.[8] Επιπλέον, η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία έχει δωρίσει μία έκταση 28.000 τ.μ., αξίας περίπου 20 εκατομμυρίων δολαρίων, στη δυτική Αθήνα, για τη δημιουργία μουσουλμανικού νεκροταφείου.[9][10][11]
Αυτό το λήμμα σχετικά με τη Θρησκεία χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |