Στην ιστορία της ιατρικής, ο όρος ισλαμική ιατρική ή αραβική ιατρική αναφέρεται στην ιατρική που αναπτύχθηκε κατά τον Ισλαμικό Χρυσό Αιώνα, και γράφτηκε στην αραβική γλώσσα, τη lingua franca του ισλαμικού πολιτισμού.
Λατινικές μεταφράσεις των αραβικών ιατρικών έργων είχαν σημαντική επιρροή στην ανάπτυξη της ιατρικής στον ύστερο Μεσαίωνα και την πρώιμη Αναγέννηση, όπως είχαν και τα αραβικά κείμενα που χρονογραφούσαν τα ιατρικά έργα προγενέστερων πολιτισμών.[1]
Κάποιοι θεωρούν τον όρο «Αραβο-Ισλαμικός» ως ιστορικά ανακριβή, επιχειριματολογόντας ότι δεν αρμόζει στην πλούσια ποικιλομορφία των λογίων της Ανατολής οι οποίοι συνεισέφεραν στην ισλαμική επιστήμη της εποχής.[2]
Η ιατρική ήταν κεντρικό τμήμα του μεσαιωνικού ισλαμικού πολιτισμού. Ανάλογα με τις χρονικές συνθήκες και τον τόπο, οι γιατροί και λόγιοι του ισλάμ ανέπτυξαν μεγάλη και πολύπλοκη ιατρική γραμματεία εξερευνώντας και συνθέτοντας τη θεωρία και την εφαρμογή της ιατρικής.[3] Η ισλαμική ιατρική αρχική δομήθηκε πάνω στην παράδοση, κυρίως στη θεωρητική και πρακτική γνώση που αναπτύχθηκε στην Αραβία και ήταν γνωστή τον καιρό του Μωάμεθ, την Ελληνιστική ιατρική αποκαλούμενη από τους άραβες ουνάνι (ή γιουνάνι, Yūnānī από το αραβικό όνομα για τους Έλληνες), την αρχαία ινδική ιατρική όπως η Αγιουρβέδα, και την αρχαία ιρανική ιατρική της Ακαδημίας της Γκουντισαπούρ. Τα έργα των αρχαίων ελλήνων και ρωμαίων γιατρών, Ιπποκράτη,[4] Γαληνού, και Διοσκουρίδη[4] είχαν επίσης διαρκή επιρροή στην ισλαμική ιατρική.[5] Η οφθαλμολογία έχει περιγραφεί ως ο πιο επιτυχημένος κλάδος της ιατρικής αυτής της εποχής, με τα έργα του Ιμπν Αλ Χαϊτάμ να έχουν κύρος μέχρι την πρώιμη σύγχρονη εποχή.[6]
Το νωρίτερο σωζόμενο αραβικό έργο στην ιατρική ηθική είναι το Αντάμπ αλ-Ταμπίμπ (Adab al-Tabib) του Ισάκ ιμπν αλί αλ-Ρουχάβι («Πρακτική Ηθική του Γιατρού» ή «Πρακτική Ιατρική Δεοντολογία») και βασίζτηκε στα έργα του Ιπποκράτη και του Γαληνού.[7] Ο Αλ-Ρουχάβι θεωρούσε τους γιατρούς «φύλακες των ψυχών και των σωμάτων», και έγραψε είκοσι κεφάλαια σε διάφορα αντικείμενα σχετικά με την ιατρική ηθική.[8]
Η πρώτη εγκυκλοπαίδεια ιατρικής στην αραβική γλώσσα[9] ήταν ο «Παράδεισος της Σοφίας» (Φίρντους αλ-Χικμά) του Πέρση επιστήμονα Αλί ιμπν Σαλ Ραμπάν αλ-Ταμπάρι, γραμμένη σε επτά μέρη, γύρω στο 860. Ο Αλ-Ταμπάρι, πρωτοπόρος στο πεδίο της παιδικής ανάπτυξης, έδωσε έμφαση στους στενούς δεσμούς μεταξύ ψυχολογίας και ιατρικής, και ανάγκη για ψυχοθεραπεία στη θεραπευτική αγωγή των ασθενών. Στην εγκυκλοπαίδεια του, ασχολήθηκε επίσης με την επιρροή του Σουσρούτα (Sushruta ) και του Τσανάκια (Chānakya) στην ιατρική, συμπεριλαμβανομένης και της ψυχοθεραπείας.[10]
Ο πέρσης επιστήμονας Μουχάμαντ ιμπν Ζακαρίγια Ραζί (Ραζής) έγραψε το Περιεκτικό Βιβλίο της Ιατρικής τον 9ο αιώνα, στο οποίο κατέγραφε κλινικές περιπτώσεις και παρείχε χρήσιμες καταγραφές διαφόρων ασθενειών. Ήταν ο πρώτος από τους γιατρούς του μεσαιωνικού Ισλάμ που μεταχειρίστικε την ιατρική με περιεκτικό και εγκυκλοπαιδικό τρόπο. Έχει μείνει στην ιστορία ως ο πρώτος που περιέγραψε την ευλογιά και την ιλαρά με ακριβή τρόπο.[11]
Ο Ιμπν Αλ - Ναφίς το 1242, σε ηλικία 29 περίπου ετών, δημοσίευσε το πλέον διάσημο έργο του, το «Σχολιασμός της Ανατομίας του Αβικέννα», το οποίο περιείχε πολλές νέες ανακαλύψεις, κυρίως αυτή της πνευμονικής και της στεφανιαίας κυκλοφορίας. Αμέσως μετά άρχισε τη συγγραφή του «Το Πλήρες Βιβλίο για την Ιατρική», από το οποίο είχε ήδη δημοσιεύσει 43 τόμους μέχρι το 1244, δηλαδή σε ηλικία τριάντα ενός ετών. Τις επόμενες δεκαετίες θα γράψει σημειώσεις για τριακόσιους τόμους, αλλά δημοσίευσε μόνο ογδόντα πριν πεθάνει. Ακόμα όμως και σε ατελή κατάσταση, «Το Πλήρες Βιβλίο για την Ιατρική», ήταν η μεγαλύτερη εγκυκλοπαίδεια έως τότε και εξακολουθεί να παραμένει μια από τις μεγαλύτερες ιατρικές εγκυκλοπαίδειες μέχρι και σήμερα ακόμα.
Μεταξύ των επιστημονικών έργων του Ibn Sina (Αβικέννας), τα καλύτερα είναι το «Kitab al-Shifa» (Book of Healing), μία φιλοσοφική εγκυκλοπαίδεια που βασίζεται στον Αριστοτέλη, και το «al-Qanun al-Tibb» που αντιπροσωπεύει τις τελευταίες απόψεις των Ελλήνων και Αράβων γιατρών για την Ιατρική. Από τα 16 ιατρικά έργα του Ibn Sina, οκτώ πραγματείες αναφέρονται σε θανατηφόρες ασθένειες, διαφόρων τύπων παραινέσεις για την υγεία, μερικά φάρμακα και σημειώσεις για την Ανατομική. Ο «Κανόνας» (Qanun), είναι φυσικά, το μεγαλύτερο, πιο διάσημο και το πιο σημαντικό έργο του Ibn Sina. Το έργο περιέχει περίπου ένα εκατομμύριο λέξεις και όπως τα περισσότερα βιβλία στα αραβικά, διαιρείται περίτεχνα σε διάφορα υποκεφάλαια.
Ο μεγάλος Ανδαλουσιανός χειρουργός AI-Zahrawi έζησε μεταξύ του τέλους του 10ου και της αρχής του 11ου αιώνα, στην πόλη της al-Zahra, λίγα μίλια μακριά από την Κόρδοβα, την πρωτεύουσα της δυναστείας των Ομεϊάδων της [Ανδαλουσία]ς. Η εγκυκλοπαίδειά του, το «Al-Tasrif», αποτελείται από τριάντα βιβλία (30), το τελευταίο αποκλειστικά για τις χειρουργικές επεμβάσεις. Με τον τρόπο αυτό ήθελε να δείξει στους γιατρούς πως όσοι ενδιαφέρονται να γίνουν χειρουργοί, πρώτα πρέπει να διαβάσουν και να κάνουν κτήμα τους όλες τις πτυχές και παθήσεις της ιατρικής και έπειτα να αφοσιωθούν στη χειρουργική αυτή καθ’ εαυτή.
Ο ρόλος των γυναικών ως θεραπεύτριες εμφανίζεται σε κάποιο αριθμό έργων. Δύο γυναίκες ιατροί από την οικογένεια του Ιμπν Ζουχρ υπηρέτησαν τον Αλμοχάδη Αμπού Γιουσούφ Γιακούμπ αλ-Μανσούρ τον 12ο αιώνα.[12] Αργότερα τον 15ο αιώνα, γυναίκες χειρούργοι εικονογραφήθηκαν για πρώτη φορά στο έργο Cerrahiyyetu'l-Haniyye (Αυτοκρατορική Χειρουργική) του Σεραφεντίν Σαμπουντσούογλου (Şerafeddin Sabuncuoğlu).[13]
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Medicine in medieval Islam της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες). |