Στην Παγετωνολογία, το ισοζύγιο μάζας παγετώνα είναι η διαφορά μεταξύ εισροής μάζας (συσσώρευση) και απώλειας μάζας (διάβρωση) ενός σώματος πάγου. Μπορεί να μετρηθεί κατά τη διάρκεια ενός υδρολογικού έτους (ετήσιο ισοζύγιο μάζας) ή κατά τη διάρκεια ετών (μακροχρόνιο ισοζύγιο μάζας).[3] Το ειδικό ισοζύγιο μάζας είναι η μεταβολή της μάζας σε μια χρονική περίοδο σε σχέση με ένα σημείο στον παγετώνα.[4]
Το υδρολογικό έτος χωρίζεται σε δύο μέρη: την περίοδο συσσώρευσης (χειμερινή περίοδος, συνήθως ξεκινά από Αύγουστο/Σεπτέμβριο) και την περίοδο διαλυτικής διάβρωσης (θερινή περίοδος, ξεκινά Απρίλιο/Μάιο). Το ισοζύγιο μάζας προσδιορίζεται δυο φορές το χρόνο με την ενσωμάτωση ειδικών πασσάλων διαλυτικής διάβρωσης που κατανέμονται στην περιοχή του παγετώνα.[3] Εάν το ισοζύγιο μάζας είναι θετικό για αρκετά χρόνια, ένας παγετώνας θα μεγαλώσει, εάν είναι αρνητικό, θα διαβρωθεί. Για παράδειγμα, από το 1980 έως το 2020, η μέση σωρρευτική απώλεια μάζας των παγετώνων που αναφέρεται στην Παγκόσμια Υπηρεσία Παρακολούθησης των Παγετώνων είναι −20 μ. Αυτό περιλαμβάνει διαδοχικά έτη αρνητικού ισοζυγίου μάζας.[5][6]
Το μεγαλύτερο μέρος της συσσώρευσης συμβαίνει μέσω χιονοπτώσεων, επηρεασμένο από κινήσεις ανέμου και χιονοστιβάδας. Η μεγαλύτερη απώλεια μάζας στους περισσότερους παγετώνες προκαλείται από την τήξη του χιονιού ή του πάγου στην επιφάνεια.[4]