Τμήμα μιας σειράς λημμάτων |
---|
Ιστορία της Ισπανίας |
Ιστορία |
Ισπανία |
Η Ισπανική Μεταπολίτευση (ισπανικά: Transición española, ισπανική Μετάβαση) είναι η περίοδος της σύγχρονης ιστορίας της Ισπανίας κατά την οποία αποκαταστάθηκε το δημοκρατικό πολίτευμα μετά τον θάνατο του Φρανθίσκο Φράνκο και το τέλος της δικτατορίας το 1975. Η μετάβαση άρχισε λίγο μετά το θάνατο του Φράνκο στις 20 Νοεμβρίου 1975, ενώ η ολοκλήρωσή της συνήθως τοποθετείται στο Ισπανικό Σύνταγμα του 1978, στην αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος στις 23 Φεβρουαρίου 1981, ή στην εκλογική νίκη του Ισπανικού Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος στις βουλευτικές εκλογές της 28ης Οκτωβρίου 1982. Μολονότι ήρθε αντιμέτωπη με πολιτικές και οικονομικές κρίσεις,[1] η παραδειγματική κατά τα άλλα[2] μετάβαση στη δημοκρατία ήταν ένας από τους παράγοντες που επέτρεψαν στην Ισπανία να γίνει μέλος της ΕΟΚ και του ΝΑΤΟ και να εκσυγχρονιστεί πολιτικά και κοινωνικά.
Παράλληλα με τη μετάβαση από την δικτατορία στην κοινοβουλευτική δημοκρατία, η Ισπανία έγινε μάρτυρας της μετατροπής της από ένα εκ των πιο συγκεντρωτικών κρατών της Ευρώπης σε ένα εκ των πιο αποκεντρωμένων με την προώθηση και εγκαθίδρυση του Καθεστώτος των Αυτονομιών.[3] Πρωταγωνιστές της Μεταπολίτευσης υπήρξαν ο νέος βασιλιάς της χώρας, Χουάν Κάρλος Α΄, ο ηγέτης της Ένωσης Δημοκρατικού Κέντρου, Αδόλφο Σουάρεθ, και ο πρόεδρος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ισπανίας, Σαντιάγο Καρίγιο.[4] Σημαντικό ρόλο έπαιξε και η νέα πολιτική και οικονομική ισπανική ελίτ που αποτελείτο από άτομα που δεν είχαν βιώσει τον Εμφύλιο και που επέδειξαν διάθεση υπερκερασμού του έως τότε εθνικού διχασμού μεταξύ νικητών και ηττημένων όπως ο νεαρός τότε πρόεδρος του PSOE, Φελίπε Γκονθάλεθ.[3]
Η Ισπανική Μεταπολίτευση ήταν παράλληλη της μετάβασης στη δημοκρατία των δύο έτερων «Νοτιοευρωπαϊκών δικτατοριών», αυτών της Ελλάδας και της Πορτογαλίας, διαδικασία η τελευταία που είχε άμεση επίδραση στη στάση των πρωταγωνιστών της.[5]
Η δικτατορία του στρατηγού Φράνκο από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 είχε εισέλθη στο επονομαζόμενο «πραγματιστικό» στάδιό της,[6] απομακρύνοντας τον ιδεολογικό φασιστικό της χαρακτήρα και υιοθετώντας σταδιακά δειλά βήματα απελευθέρωσης της αγοράς και της κοινωνικής ζωής.[7] Το 1969 η πρώτη μεγάλη απεργία, η ενεργοποίηση της ΕΤΑ και η σταδιακή επιδείνωση της υγείας του δικτάτορα λόγω ηλικίας ορίζουν την αρχή του τέλους για το καθεστώς.[8] Το ίδιο έτος ορίστηκε ο πρίγκιπας Χουάν Κάρλος επίσημος διάδοχος του Φράνκο. Η συνειδητοποίηση της αδυναμίας του να κυβερνήσει τον οδήγησε το 1973 να παραδώσει εκ των πραγμάτων την εξουσία στον Καρέρο Μπλάνκο, που ορίστηκε πρόεδρος της κυβέρνησης.[9] Η δολοφονία του τον ίδιο χρόνο από την ΕΤΑ έσβησε από το πολιτικό σκηνικό έναν πολιτικό που είχε όλα τα φόντα να γίνει ο κύριος εκφραστής του συνεχισμού της δικτατορίας μετά τον θάνατο του δικτάτορα.[9]
Νέος πρόεδρος της κυβέρνησης ορίστηκε ο Κάρλος Άριας Ναβάρο. Στον πρώτο του δημόσιο λόγο έκανε λόγο για πολιτικές μεταρρυθμίσεις, πάντα στα πλαίσια του καθεστώτος. Η κατάρρευση του δικτατορικού καθεστώτος στην Πορτογαλία τον Απρίλιο του 1974 με την Επανάσταση των Γαρυφάλλων ενέπνευσε την ίδρυση του αντικαθεστωτικού συνδικάτου της Δημοκρατικής Στρατιωτικής Ένωσης στις ένοπλες δυνάμεις.[5] Από το Σεπτέμβριο ο δικτάτορας επανήλθε προσωρινά και προχώρησε σε απομάκρυνση των μεταρρυθμιστικών στοιχείων· τον επόμενο μήνα υπέφερε μια πρώτη καρδιακή προσβολή και απεβίωσε αφού υπέφερε ακόμη δύο στις 20 Νοεμβρίου.
Ο Χουάν Κάρλος ξεκίνησε την κυριαρχία του ως αρχηγός του κράτους αφήνοντας απαράλλαχτα τα νομικά όρια του συστήματος του Φράνκο. Έτσι, ορκίστηκε να τηρεί τις αρχές του Εθνικού Κινήματος, του μοναδικού νόμιμου κόμματος της εποχής του Φράνκο. Πήρε στην κατοχή του το στέμμα μπροστά από τα Φρανκικά Γενικά Δικαστήρια και σεβάστηκε τον φρανκικό Οργανικό Νόμο του Κράτους.[10] Έχοντας υπηρετήσει στις Ισπανικής Ένοπλες Δυνάμεις και έχοντας γαλουχηθεί δίπλα στον δικτάτορα, ο πρίγκιπας Χουάν Κάρλος αρχικά παρέμενε στο παρασκήνιο μέσω δημόσιων εμφανίσεων του και έδειχνε έτοιμος να ακολουθήσει τα χνάρια του Φράνκο. Όταν όμως πήρε την εξουσία ως βασιλιάς της Ισπανίας στα χέρια του, διευκόλυνε την ανάπτυξη μια συνταγματικής μοναρχίας, όπως ο πατέρας του, Δον Χουάν των Βουρβόνων την υποστήριζε από το 1946. Η σύνδεση του Χουάν Κάρλος με τον πατέρα του και, μέσω αυτού, τη φιλελεύθερη αντιπολίτευση συνέβαλε στην αποδοχή του από μεγάλη μερίδα της αντιφρανκικής αντιπολίτευσης.[11]
Πρόεδρος της κυβέρνησης επαναορίστηκε ο Άριας Ναβάρο και πρόεδρος της Συνέλευσης και του Βασιλικού Συμβουλίου ο Τορκουάτο Φερνάντεθ Μιράντα. Ο Άριας Ναβάρο και ο Μανουέλ Φράγα, αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, μάλλον ήταν οι κύριοι εκφραστές της μεταρρυθμιστικής πτέρυγας των φρανκιστών πολιτικών.[4] Εντούτοις, οι ιδέες τους ποτέ δεν πλησίασε την επαναφορά της δημοκρατίας· η απουσία συντονισμού μεταξύ τους και η απομόνωσή τους από την δημοκρατική αντιπολίτευση και τη μοναρχία καταδίκασε τις προσπάθειες των τελευταίων φρανκιστών πολιτικών να σώσουν το τέως πολιτικό σύστημα.[4]
Η Μεταπολίτευση αποτελούσε ένα φιλόδοξο σχέδιο που είχε απλή στήριξη μέσα και έξω από την Ισπανία. Οι Δυτικές Κυβερνήσεις, με επικεφαλής τις ΗΠΑ, προωθούσαν την ίδρυση της ισπανικής συνταγματικής μοναρχίας, όπως έκαναν πολλοί Ισπανοί και ξένοι φιλελεύθεροι καπιταλιστές.
Παρ' όλα αυτά, η Μεταπολίτευση αποδείχθηκε δύσκολη, καθώς το φάντασμα του Εμφυλίου (1936-1939) ακόμη στοίχειωνε την Ισπανία. Οι Φρανκικοί στην ακροδεξιά απολάμβαναν σημαντική υποστήριξη μέσα στον ισπανικό στρατό, και οι άνθρωποι της αριστεράς δεν εμπιστεύονταν ένα βασιλιά που όφειλε τη θέση του στον Φράνκο. Όσον αφορά τους πρώτους, η πραγματοποίηση του δημοκρατικού σχεδίου είχε ως προϋποθέσεις ότι η αριστερά θα περιόριζε τα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία της από τις προκλήσεις, ενώ ο στρατός από την άλλη θα έπρεπε να απέχει από οποιαδήποτε παρέμβαση στις πολιτικές διαδικασίες της κυβέρνησης.
Τον Ιανουάριο του 1976 η κυβέρνηση αντιμετώπισε ένα μεγάλο κύμα απεργειών στις βιομηχανικές ζώνες της Μαδρίτης. Οι μεγάλες αναταραχές που προκλήθηκαν παράλληλα στη Βιτόρια και η πυροβολισμοί στο όρος Μοντεχούρα από καρλιστές διαφωνούντες οδήγησαν την κυβέρνηση σε παραίτηση. Ο Τορκουάτο Φερνάντεθ-Μιράντα, έβαλε το όνομα του Αδόλφο Σουάρεζ στη λίστα με τα τρία ονόματα από την οποία ο Χουάν Κάρλος θα επέλεγε τον επικεφαλής της κυβέρνησης. Ο βασιλιάς διάλεξε τον Σουάρεθ επειδή ένιωθε ότι θα μπορούσε να αντεπεξέλθει στην πρόκληση της δύσκολης πολιτικής διαδικασίας που θα επόταν, να πείσει τα Γενικά Δικαστήρια, των οποίων η σύνθεση αποτελούνταν από πολιτικούς του Φράνκο, να συναινέσουν στην αποσύνθεση του φρανκικού πολιτικού συστήματος. Με αυτόν τρόπο θα μπορούσε να δρα στα πλαίσια του συστήματος και έτσι να αποφύγει το ενδεχόμενο στρατιωτικής παρέμβασης στις πολιτικές διαδικασίες. Ο Σουάρεθ ορίστηκε ως ο 138ος Πρωθυπουργός της Ισπανίας από τον Χουάν Κάρλος στις 3 Ιουλίου 1976, μια κίνηση η οποία βρήκε αντίθετη την αριστερά λόγω του φρανκικού παρελθόντος του Σουάρεθ.
Ως πρωθυπουργός, ο Σουάρεθ γρήγορα παρουσίασε ένα πολιτικό πρόγραμμα βασισμένο σε δύο άξονες:
Αυτό το πρόγραμμα ήταν σαφές και ξεκάθαρο, αλλά η πραγματοποίηση του δοκίμαζε την πολιτική ικανότητα του Σουάρεθ. Είχε να πείσει την αντιπολίτευση να συμμετέχει στο σχέδιο αλλά και τον στρατό να επιτρέψει να συνεχιστεί η διαδικασία αδιάκοπα, και την ίδια ώρα είχε να φέρει την κατάσταση στη Χώρα των Βάσκων υπό έλεγχο.
Παρ'όλες τις προκλήσεις, το σχέδιο του Σουάρεθ πραγματοποιήθηκε χωρίς καμία καθυστέρηση μεταξύ του Ιουλίου 1976 και του Ιουνίου 1977. Σε αυτή τη σύντομη περίοδο ο Σουάρεθ είχε να δράσει απέναντι σε πολλά μέτωπα για να πετύχει τους σκοπούς του.
Το προσχέδιο του Νόμου για Πολιτικό Ανασχηματισμό συντάχθηκε από τον Φερνάντεθ-Μιράντα, ρήτορα των δικαστηρίων, ο οποίος το παρέδωσε στην κυβέρνηση Σουάρεθ τον Ιούλιο του 1976. Το προσχέδιο εγκρίθηκε από την κυβέρνηση τον Σεπτέμβρη του 1976.[12] Για να προχωρήσει η χώρα στην κοινοβουλευτική δημοκρατία, αυτή η νομοθεσία δεν μπορούσε απλά να δημιουργήσει ένα νέο πολιτικό σύστημα εξαφανίζοντας τα εμπόδια που τέθηκαν από το καθεστώς του Φράνκο απέναντι στη Δημοκρατία: είχε να διαλύσει το Φρανκικό σύστημα μέσω των ίδιων των Φρανκικών Γενικών Δικαστηρίων. Κατά τη διάρκεια του Νοέμβρη τα δικαστήρια, υπό την ικανή προεδρία του Μιράντα, έθεσε ως θέμα διαβούλευσης τον νόμο, ο οποίος τελικά υπερψηφίστηκε με 425 ψήφους υπέρ, 59 κατά και 13 αποχές.
Η κυβέρνηση Σουάρεθ επιδίωκε να λάβει ακόμη περισσότερη νομιμότητα για τις αλλαγές μέσω ενός λαϊκού δημοψηφίσματος. Στις 15 Δεκεμβρίου 1976, με ποσοστό συμμετοχής 77,72%, το 94% των ψηφοφόρων έδειξε την υποστήριξη του προς τις αλλαγές. Από εκείνη τη στιγμή, ήταν εφικτό να ξεκινήσει η εκλογική διαδικασία (το δεύτερο μέρος του προγράμματος του Σουάρεθ), η οποία θα αναδείκνυε τους βουλευτές του Συνταγματικού Δικαστηρίου, του σώματος που θα ήταν υπεύθυνο να ιδρύσει ένα δημοκρατικό σύνταγμα.
Με αυτό το μέρος του σχεδίου του ολοκληρωμένο, ο Σουάρεθ είχε να επιλύσει ένα φλέγον ερώτημα: θα έπρεπε το σύνταγμα να περιλαμβάνει τις αντίπαλες ομάδες που δεν συμμετείχαν στην αρχή της Μεταπολίτευση. Ο Σουάρεθ επίσης θα έπρεπε να αντιμετωπίσει ένα άλλο ευαίσθητο ζήτημα: να έρθει σε συμφωνία με την αντι-φρανκική αντιπολίτευση.
Ο Σουάρεθ εφάρμοσε μια σειρά μεσοβέζικων πολιτικών για να αποκτήσει αξιοπιστία το σχέδιο του. Τον Ιούλιο του 1976 έδωσε μερική αμνηστία και ελευθέρωσε 400 κρατουμένους. Συνέχισε αυτήν την πολιτική τον Μάρτιο του 1977, και τελικά έδωσε καθολική αμνηστία τον Μάιο του ίδιου έτους. Τον Δεκέμβρη του 1976 διέλυσε τη μυστική αστυνομία του Φράνκο. Τον Μάρτιο του 1977, το δικαίωμα στην απεργία νομιμοποιήθηκε, με το δικαίωμα του συνδικαλισμού να νομιμοποιείται τον επόμενο μήνα. Επίσης, τον Μάρτιο, ένας νέος εκλογικός νόμος εισήγαγε το απαραίτητο πλαίσιο για να εναρμονιστεί το εκλογικό σύστημα της Ισπανίας με αυτό άλλων χωρών που ήταν κοινοβουλευτικές δημοκρατίες.
Μέσω αυτών αλλά και άλλων μέτρων, η κυβέρνηση τήρησε τους όρους που απαίτησαν οι αντίπαλες δυνάμεις αρχικά το 1974. Αυτές οι αντίπαλες δυνάμεις συναντήθηκαν τον Νοέμβριο του 1976 για να ιδρύσουν μια πλατφόρμα δημοκρατικών οργανισμών.
Ο Σουάρεζ είχε ξεκινήσει τις επαφές με την αντιπολίτευση συναντώντας τον Φελίπε Γκονθάλεθ, γενικό γραμματέα του Ισπανικού Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος τον Αύγουστο του 1976. Η θετική συμπεριφορά του σοσιαλιστή ηγέτη έδωσε ακόμη περισσότερη υποστήριξη στον Σουάρεθ για να συνεχίσει το σχέδιό του, αλλά ο καθένας αντιλαμβάνονταν ξεκάθαρα ότι το μεγάλο πρόβλημα για την πολιτική ομαλοποίηση της χώρας θα ήταν η νομιμοποίηση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ισπανίας το οποίο είχε στις τάξεις του περισσότερους ακτιβιστές αλλά και την καλύτερη οργάνωση από κάθε άλλο κόμμα της αντιπολίτευσης. Ωστόσο, σε μια συνάντηση μεταξύ του Σουάρεθ και των πιο σημαντικών στρατιωτικών ηγετών τον Σεπτέμβρη, οι αξιωματικοί δήλωσαν ξεκάθαρα την αντίθεση τους στη νομιμοποίηση του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα, για αρχή, έδρασε ακόμη πιο δημόσια για να εκφράσει τις απόψεις του. Σύμφωνα με τους κομμουνιστές, ο Νόμος για Πολιτική Ανασυγκρότηση ήταν αντιδημοκρατικός και επιπλέον, οι εκλογές για τα συνταγματικά δικαστήρια θα έπρεπε να ανακοινωθούν από μια προσωρινή κυβέρνηση αποτελούμενη από όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Η αντιπολίτευση δεν έδειξε ιδιαίτερο ενθουσιασμό για τον νόμο. Ο Σουάρεθ έπρεπε να ρισκάρει ακόμη περισσότερο για να συμπεριλάβει την αντιπολίτευση στο σχέδιο του.
Τον Δεκέμβριο του 1976, το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ισπανίας γιόρταζε το 27ο του συνέδριο στη Μαδρίτη, και άρχισε να διαχωρίζει τις θέσεις του από τις απαιτήσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος, επιβεβαιώνοντας ότι θα συμμετέχει στο επόμενο κάλεσμα για εκλογές για το συνταγματικό δικαστήριο. Στις αρχές του 1977, τη χρονιά των εκλογών, ο Σουάρεζ αποφάσισε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της νομιμοποίησης του Κομμουνιστικού Κόμματος. Μετά τη δημόσια κατακραυγή που αφυπνίστηκε από τη Σφαγή της Ατότσα στις 24 Ιανουαρίου του 1977 απέναντι σε συνδικαλιστές και κομμουνιστές, ο Σουάρεζ αποφάσισε να μιλήσει με τον Γενικό Γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος Σαντιάγο Καρίγιο το Φεβρουάριο. Η προθυμία του Καρίγιο να συνεργαστεί χωρίς περαιτέρω απαιτήσεις και η προσφορά του για μια «κοινωνική συμφωνία» για την περίοδο μετά τις εκλογές ώθησε τον Σουάρεθ να πάρει το μεγαλύτερο ρίσκο της Μεταπολίτευση: Τη νομιμοποίηση του Κομμουνιστικού Κόμματος τον Απρίλιο του 1977. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η κυβέρνηση ξεκίνησε να παρέχει περισσότερο συνταγματικό χώρο στο Σοσιαλιστικό Συνδικάτο Εργατών σε σύγκριση με το αντίστοιχο κομμουνιστικό. Ο τρόπος με τον οποίο ένα ενοποιημένο εμπορικό συνδικάτο στρατηγικά θεωρούνταν είναι ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της Ισπανικής Μεταπολίτευση καθώς περιόριζε τα ριζοσπαστικά του στοιχεία και έβαζε τις βάσεις για ένα τεχνητό σύστημα βιομηχανικών σχέσεων.
Γενικότερα ήδη από τον Μάρτιο του 1976 η αντιπολίτευση είχε παραμερίσει οποιεσδήποτε αξιώσεις της για πλήρη ρήξη με το τέως καθεστώς εξαιτίας του φόβου πρόκλησης ενός νέου συλλογικού τραύματος αντίστοιχου αυτού του Εμφυλίου και προώθησε την ιδέα της «συμφωνημένης ρήξης».[13]
Ο Αδόλφο Σούαρεζ γνώριζε καλά ότι η Μπούνκερ, μια ομάδα σκληροπυρηνικών Φρανκικών με ηγέτες τους Χοσέ Αντόνιο Χιρόν και Μπλας Πινιάρ, που χρησιμοποιούσε τις εφημερίδες El Alcázar και Arriba για να διατυπώνουν τις απόψεις τους- είχε κοντινές επαφές με αξιωματικούς του στρατού και ότι ασκούσε επιρροή πάνω σε σημαντικούς τομείς του στρατού. Αυτές οι δυνάμεις θα μπορούσαν να συγκροτήσουν ένα αξεπέραστο εμπόδιο έαν αποφάσιζαν να παρέμβουν στρατιωτικά στην πολιτική ανασυγκρότηση.
Για να επιλύσει το ζήτημα, ο Σουάρεθ σκόπευε να αποκτήσει υποστήριξη από μια ομάδα φιλελεύθερων μέσα στον ισπανικό στρατό, που είχε ηγέτη τον Ντίεθ Αλεγρία. Για να το καταφέρει αυτό, έδωσε στα μέλη της ομάδας αυτής θέσεις εξουσίας που απαιτούσαν τη μεγαλύτερη ευθύνη. Αλλά τον Ιούλιο του 1976, ο αντιπρόεδρος για τα Θέματας Άμυνας ήταν ο στρατηγός Φερνάντο ντε Σαντιάγο, ένα μέλος μια ακροδεξιάς ομάδας μέσα στο στρατό. Ο ντε Σαντιάγο είχε δείξει τις ανησυχίες του κατά τη διάρκεια της πρώτης αμνηστίας τον Ιούλιο του 1976. Είχε αντιταχθεί στον νόμο που νομιμοποιούσε το δικαίωμα στο συνδικαλισμό. Ο Σουάρεθ απέρριψε τον Σαντιάγο και έβαλε στην θέση του τον Μανουέλ Γκουτιέρεθ Μεγιάδο. Αυτή η αντιπαράθεση με τον στρατηγό ντε Σαντιάγο προκάλεσε την αποστροφή ενός μεγάλου μέρους του στρατού προς τον Σουάρεθ, αντιπαράθεση που έγινε ακόμη πιο έντονη όταν νομιμοποιήθηκε το Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας.
Εν τω Μεταξύ, ο Μεγιάδο προωθούσε αξιωματικούς που υποστήριζαν τον Πολιτικό Ανασχηματισμό και αφαίρεσε από θέσεις ισχύος του διοικητές των σωμάτων ασφαλείας που έδειχναν να υποστηρίζουν τη διατήρηση του Φρανκικού καθεστώτος.
Ο Σουάρεθ ήθελε να δείξει στον στρατό ότι η πολιτική ομαλοποίηση της χώρας δεν σήμαινε ότι θα επέλθει η αναρχία ή η επανάσταση. Έτσι, υπολόγιζε στη συνεργασία με τον Σαντιάγο Καρίγιο, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να προσμένει συνεργασία με τις τρομοκρατικές ομάδες.
Η Χώρα των Βάσκων παρέμενε, στο καλύτερο κομμάτι αυτής της περιόδου, σε μια κατάσταση πολιτικής αναταραχής.Ο Σουάρεθ εγγυήθηκε μια πολυεπίπεδη αμνηστία για πολλούς Βάσκους πολιτικούς κρατουμένους, αλλά οι μάχες συνεχίζονταν μεταξύ της τοπικής αστυνομίας και διαδηλωτών. Η ΕΤΑ, η οποία στα μέσα του 1976 παρότι έδειχνε ανοιχτή σε μια περιορισμένη εκεχειρία μετά το θάνατο του Φράνκο, συνέχισε την ένοπλη αντιπαράθεση ξανά τον Οκτώβρη. Η τριετία 1978-1980 θα ήταν η πιο πολύνεκρη περίοδος της ΕΤΑ.[14] Αλλά ήταν η περίοδος ανάμεσα στο Δεκέμβριο του 1976 και τον Ιανουάριο του 1977 που μια σειρά επιθέσεων έφερε σε κατάσταση υψηλής έντασης την Ισπανία.
Η μαοϊκή Γκράπο άρχισε την ένοπλη διαμάχη βομβαρδίζοντας δημόσιες τοποθεσίες και στη συνέχεια απαγάγοντας δύο σημαντικά στελέχη του καθεστώτος: Τον πρόεδρο του Συμβουλίου του Κράτους Χοσέ Μαρία ντε Οριόλ και τον στρατηγό Βιλασκούσα, πρόεδρο του Ανώτερου Συμβουλίου Στρατιωτικής Δικαιοσύνης. Από την ακροδεξιά, μέλη της νεοφασιστικής οργάνωσης Αποστολική Συμμαχία Αντικομμουνιστών δολοφόνησαν 6 μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος Ισπανίας, 5 εξ αυτών δικηγόροι εργατών, σε ένα γραφείο της οδού Ατότσα στη Μαδρίτη τον Ιανουάριο του 1977.
Στο μέσο αυτών των προκλήσεων, ο Σουάρεθ συγκάλεσε την πρώτη του συνάντηση με ένα σημαντικό αριθμό ηγετών της αντιπολίτευσης, και καταφέρθηκαν κατά της τρομοκρατίας δίνοντας υποστήριξη στον Σουάρεθ. Κατά τη διάρκεια αυτής της ταραγμένης περιόδου, η Μπούνκερ άδραξε την ευκαιρία και δήλωσε ότι η χώρα είναι στο χείλος του γκρεμού.
Παρά την αυξημένη βία των ΕΤΑ και των Ομάδων Αντιφρανκικής Αντίστασης Πρώτη Οκτωβρίου (GRAPO), οι εκλογές για τα συνταγματικά δικαστήρια διεξήχθησαν τον Ιούνιο του 1977.
Οι εκλογές που διεξήχθησαν στις 15 Ιουνίου 1977 επιβεβαίωσαν την ύπαρξη 4 σημαντικών πολιτικών δυνάμεων σε εθνικό επίπεδο. Για πρώτη φορά στην εκλογική ιστορία της χώρας παρουσιάστηκε τέτοια πληθώρα κομμάτων. Πολλά δεν ξεπερνούσαν τα 200 μέλη και εξέφραζαν πληθώρα τοπικιστικών αισθημάτων και συμφέροντα των εγκατεστημένων πελατιακών δικτύων.[15] Τα αποτελέσματα ήταν τα εξής:
Με τις επιτυχίες του Βασκικού Εθνικιστικού Κόμματος και της Δημοκρατικής Συμφωνίας για την Καταλονία στις αντίστοιχες περιοχές τους, τα εθνικιστικά κόμματα ξεκίνησαν να δείχνουν την πολιτική τους δύναμη σε αυτές τις εκλογές.
Τα συνταγματικά δικαστήρια (η εκλεγμένη Ισπανική Βουλή δηλαδή) ξεκίνησαν το προσχέδιο ενός συντάγματος στα μέσα του 1977. Το 1978 υπεγράφησε η Συμφωνία της Μονκλόα μια συμφωνία μεταξύ πολιτικών, πολιτικών κομμάτων και συνδικάτων για το σχεδιασμό λειτουργίας της οικονομίας κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης[17] μετά από 18 περίπου μήνες συνομιλιών. Το Ισπανικό Σύνταγμα του 1978, προϊόν πολιτικής συναίνεσης του συνόλου σχεδόν του ισπανικού πολιτικού κόσμου,[18] τέθηκε σε δημοψήφισμα και εγκρίθηκε στις 6 Δεκεμβρίου 1978.
Η Ένωση Δημοκρατικού Κέντρου έλαβε την πλειονοψηφία στις εκλογές, αλλά όχι την απόλυτη πλειοψηφία, και στις εκλογές του Ιουνίου 1977 και του Μαρτίου 1979. Για να ασκήσει εξουσία, η Ένωση έπρεπε να σχηματίσει κοινοβουλευτικούς συνασπισμούς με άλλα πολιτικά κόμματα.
Η κυβέρνηση ξόδεψε μεγάλο μέρος του χρόνου της από το 1979 για να κρατήσει ενωμένες τις πολλές συνιστώσες μέσα στο κόμμα της, καθώς και τους συνασπισμούς της. Το 1980, η κυβέρνηση Σουάρεθ είχε εκπληρώσει το μεγαλύτερο μέρος των στόχων της κατά τη διάρκεια της μετάβασης στην δημοκρατία και της έλειπε ένα περισσότερο καθαρό πρόγραμμα. Πολλά μέλη της Ένωσης ήταν αρκετά συντηρητικά και δεν ήθελαν περαιτέρω αλλαγές. Για παράδειγμα, ένα νομοσχέδιο για τη νομιμοποίηση του διαζυγίου τεράστια έριδα μέσα στο κόμμα, μολονότι είχε την υποστήριξη της πλειονότητας του λαού. Ο συνασπισμός της ένωσης απέτυχε.
Οι συγκρούσεις ανάμεσα στις συνιστώσες μέσα στο κόμμα διάβρωσαν την εξουσία του Σουάρεζ και το ρόλο του ως ηγέτη. Η ένταση έφτασε στο αποκορύφωμα της το 1981 όταν Σουάρεθ παραιτήθηκε από επικεφαλής της κυβέρνησης, και ο Λεοπόλδο Κάλβο Σοτέλο ορίστηκε αρχικά να ηγηθεί του υπουργικού συμβουλίου και αργότερα της προεδρίας της ένωσης. Οι σοσιαλδημοκράτες με ηγέτη τον Φρανσίσκο Φερνάντεθ Ορδόνιεθ αποχώρησαν από τον συνασπισμό και σχημάτισαν αργότερο ένωση με το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ισπανίας, ενώ οι χριστιανοδημοκράτες αποχώρησαν για να σχηματίσουν το Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα.
Ενώ η δημοκρατική εξομάλυνση είχε πετύχει να πείσει την Πολιτικό-Στρατιωτική φατριά της ΕΤΑ να εγκαταλείψει τα όπλα και να εισέλθει στην κοινοβουλευτική πολιτική, δεν κατόρθωσε να σταματήσει τη συνέχιση των τρομοκρατικών επιθέσεων από την ΕΤΑ (σ), τη στρατιωτική φατριά της ΕΤΑ που εξελίχθηκε στην κατεξοχήν ΕΤΑ των επόμενων δεκαετιών. Εν τω μεταξύ, η αναταραχή σε πολλούς τομείς των ένοπλων δυνάμεων δημιούργησε το φόβο για ένα επερχόμενο στρατιωτικό πραξικόπημα. Η προσπάθεια πραξικοπήματος της 23ης Φεβουαρίου 1981, στην οποία ο συνταγματάρχης Αντόνιο Τεχέρο προχώρησε σε κατάληψη του κογκρέσου των βουλευτών ηγούμενος μιας ομάδας πολιτοφυλακής απέτυχε, ωστόσο έδειξε την ύπαρξη επαναστατικών στοιχείων μέσα στο στρατό.
Ο Κάλβο Σοτέλο διέλυσε τη βουλή και ανακοίνωσε εκλογές για τον Οκτώβρη του 1982. Το 1979 η Ένωση Δημοκρατικού Κέντρου είχε λάβει την πλειονοψηφία, αλλά το 1982 υπέστη μια θεαματική ήττα. Οι εκλογές έδωσαν απόλυτη πλειοψηφία στο Σοσιαλιστικό Κόμμα, το οποίο είχε ξοδέψει αρκετά χρόνια ετοιμάζοντας την εικόνα του ως μια εναλλακτική κυβέρνηση.
Στο 28ο συνέδριο του κόμματος, ο γενικός γραμματέας Φελίπε Γκονζάλεθ προτίμησε να παραιτηθεί παρά να συμμαχήσει με τα ισχυρά επαναστατικά στοιχεία τα οποία έδειχναν να αποκτούν κυριαρχία στο κόμμα. Ένα ειδικό συνέδριο καλέστηκε το Σεπτέμβρη, στο οποίο το κόμμα επανέφερε τις μετριοπαθείς θέσεις του, απαρνούμενο τον Μαρξισμό και επιτρέποντας στον Γκονθάλεθ να πάρει την εξουσία ακόμη μια φορά.
Το 1982, το Σοσιαλιστικό Κόμμα επιβεβαίωσε τη μετριοπαθή προέλευση του και συμμάχησε με τους σοσιαλδημοκράτες που είχαν μόλις αποσχιστεί από την Ένωση Δημοκρατικού Κέντρου.
Κερδίζοντας την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία το 1982 και το 1986, και ακριβώς τις μισές έδρες το 1989, το Σοσιαλιστικό Κόμμα νομοθετούσε και κυριαρχούσε δίχως να είναι αναγκασμένο να κάνει συνασπισμούς με άλλες κοινοβουλευτικές πολιτικές δυνάμεις. Με αυτόν τον τρόπο, το κόμμα μπορούσε να περνάει νόμους για να πετύχει τους στόχους του πολιτικού του προγράμματος, «η αλλαγή». Την ίδια ώρα, πολλές τοπικές αυτοδιοικήσεις ήταν υπό την κυριαρχία του κόμματος. Αυτή η άνετη πολιτική πλειοψηφία έδωσε στο κόμμα την ευκαιρία να προσφέρει στη χώρα μια μακρά περίοδο ηρεμίας και σταθερότητας, μετά τα έντονα χρόνια της Μεταπολίτευσης.