Ο ιταλικός νεορεαλισμός (ιταλικά: Neorealismo), είναι εθνικό κινηματογραφικό κίνημα (1943–1952) που χαρακτηρίζεται από ιστορίες που διαδραματίζονται μεταξύ των φτωχών και της εργατικής τάξης. Οι ταινίες του ιταλικού νεοραλισμού γυρίζονταν σε πραγματικές τοποθεσίες και συχνά με μη επαγγελματίες ηθοποιούς, με θέματα να αναφέρονται κυρίως στις δύσκολες οικονομικές και ηθικές συνθήκες της Ιταλίας μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αντιπροσωπεύοντας τις αλλαγές στην ιταλική ψυχή και τις συνθήκες της καθημερινής ζωής, συμπεριλαμβανομένης της φτώχειας, της καταπίεσης, της αδικίας και της απελπισίας.
Οι πιο σημαντικές προσωπικότητες αυτού του κινήματος θεωρούνται οι Ρομπέρτο Ροσσελλίνι, Βιτόριο ντε Σίκα, Τσεζάρε Ζαβατίνι, Λουκίνο Βισκόντι, Τζουζέπε Ντε Σάντις, Φεντερίκο Φελίνι, Μπρούνο Καρούζο και Μικελάντζελο Αντονιόνι, οι οποίοι είχαν επιρροές από τον ποιητικό ρεαλισμό, τον μαρξισμό και τον χριστιανικό ουμανισμό.
Ο ιταλικός νεορεαλισμός εμφανίστηκε καθώς τελείωσε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος και η κυβέρνηση του Μπενίτο Μουσολίνι έπεσε, με αποτέλεσμα η ιταλική κινηματογραφική βιομηχανία να χάσει το κέντρο της. Ο νεορεαλισμός ήταν σημάδι πολιτισμικής αλλαγής και κοινωνικής προόδου στην Ιταλία. Οι ταινίες του παρουσίαζαν σύγχρονες ιστορίες και ιδέες και συχνά γυρίστηκαν επιτόπου καθώς τα κινηματογραφικά στούντιο της Τσινετσιτά είχαν υποστεί σημαντικές ζημιές κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Το νεορεαλιστικό στυλ αναπτύχθηκε από μια ομάδα κριτικών κινηματογράφου που περιστρέφονταν γύρω από το περιοδικό "Cinema", συμπεριλαμβανομένων των Λουκίνο Βισκόντι, Τζιάνι Πουτσίνι, Τσέζαρε Ζαβατίνι, Τζουζέπε Ντε Σάντις και Πιέτρο Ινγκράο. Οι κριτικοί του περιοδικού απέφευγαν σε μεγάλο βαθμό να γράψουν για την πολιτική (αρχισυντάκτης του περιοδικού ήταν ο Βιτόριο Μουσολίνι, γιος του Μπενίτο Μουσολίνι) και αντέδρασαν έντονα στις ταινίες «λευκό τηλέφωνο» (ιταλ.:Telefoni Bianchi) που κυριαρχούσαν στη βιομηχανία εκείνη την εποχή. Σε αντίθεση με τις δημοφιλείς ταινίες, ορισμένοι κριτικοί θεώρησαν ότι ο ιταλικός κινηματογράφος έπρεπε να στραφεί στους ρεαλιστές συγγραφείς από τις αρχές του 20ου αιώνα.
Πολλοί από τους κινηματογραφιστές που ασχολούνται με τον νεορεαλισμό ανέπτυξαν τις δεξιότητές τους δουλεύοντας σε ταινίες "Calligrafismo" στις αρχές της δεκαετίας του 1940 (αν και το βραχύβιο αυτό κίνημα ήταν σημαντικά διαφορετικό από τον νεορεαλισμό). Στοιχεία νεορεαλισμού εντοπίζονται επίσης στις ταινίες του Αλεσάντρο Μπλασέτι και στις ταινίες ντοκιμαντέρ του Φραντσέσκο Ντε Ρομπέρτις. Δύο από τις πιο σημαντικές ταινίες προδρόμοι του νεορεαλισμού είναι ο "Toni" (1935) του Ζαν Ρενουάρ και το "1860" (1934) του Μπλασέτι. Τόσο ο Βισκόντι όσο και ο Μικελάντζελο Αντονιόνι συνεργάστηκαν στενά με τον Ρενουάρ.
Την άνοιξη του 1945, ο Μουσολίνι εκτελέστηκε και η Ιταλία απελευθερώθηκε από τη γερμανική κατοχή. Αυτή η περίοδος, γνωστή ως "Ιταλική Άνοιξη", έφυγε από την παλιά παράδοση και ενθάρρυνε μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση στη δημιουργία ταινιών. Ο ιταλικός κινηματογράφος πέρασε από τη χρήση περίτεχνων σκηνικών σε στούντιο σε γυρίσματα στην ύπαιθρο και στους δρόμους της πόλης σε ρεαλιστικό στυλ.[1]
Αν και η αληθινή αρχή του νεορεαλισμού έχει αμφισβητηθεί ευρέως από θεωρητικούς και κινηματογραφιστές, η πρώτη νεορεαλιστική ταινία θεωρείται γενικά ότι είναι οι Διαβολικοί εραστές (Ossessione) του Βισκόντι, που κυκλοφόρησε το 1943, κατά τη διάρκεια της κατοχής. Ο νεορεαλισμός έγινε παγκοσμίως γνωστός το 1946 με την Ρώμη, ανοχύρωτη πόλη του Ρομπέρτο Ροσσελλίνι όταν κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο στο Φεστιβάλ των Καννών ως η πρώτη μεγάλη ταινία που παρήχθη στην Ιταλία μετά τον πόλεμο.
Ο ιταλικός νεορεαλισμός άρχισε να παρακμάζει ραγδαία στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Τα φιλελεύθερα και σοσιαλιστικά κόμματα δυσκολεύονταν να διαδώσουν το μήνυμά τους. Το όραμα της υπάρχουσας φτώχειας και απελπισίας, που παρουσίαζε ο νεορεαλιστικός κινηματογράφος, αποθάρρυνε ένα έθνος που αγωνιούσε για ευημερία και αλλαγή. Επιπλέον, τα πρώτα θετικά αποτελέσματα της περιόδου του ιταλικού οικονομικού θαύματος -όπως η σταδιακή άνοδος των εισοδηματικών επιπέδων- έκαναν τα θέματα του νεορεαλισμού να χάσουν τη σημασία τους. Κατά συνέπεια, οι περισσότεροι Ιταλοί ευνόησαν την αισιοδοξία που εμφανιζόταν σε πολλές αμερικανικές ταινίες της εποχής. Οι απόψεις της μεταπολεμικής ιταλικής κυβέρνησης της εποχής δεν ήταν επίσης καθόλου θετικές, και η παρατήρηση του Τζούλιο Αντρεότι, ο οποίος ήταν τότε υφυπουργός στην κυβέρνηση του Ντε Γκασπάρι, χαρακτήρισε την επίσημη άποψη του κινήματος: Ο νεορεαλισμός είναι «μια βρώμικη μπουγάδα που δεν πρέπει να πλυθεί και να κρεμαστεί για να στεγνώσει στην ύπαιθρο».[εκκρεμεί παραπομπή]
Η μετάβαση της Ιταλίας από τον ατομικισμό στον νεορεαλισμό και στην τραγική αδυναμία της ανθρώπινης κατάστασης μπορεί να φανεί μέσα από τις ταινίες του Φεντερίκο Φελίνι. Τα πρώτα του έργα Λα Στράντα (1954) και Σκιές του υποκόσμου (1955) είναι μεταβατικές ταινίες. Οι μεγαλύτερες κοινωνικές ανησυχίες της ανθρωπότητας, τις οποίες αντιμετώπισαν οι νεορεαλιστές, έδωσαν τη θέση τους στην εξερεύνηση των ατόμων. Οι ανάγκες τους, η αποξένωσή τους από την κοινωνία και η τραγική αποτυχία τους να επικοινωνήσουν έγιναν το κύριο σημείο εστίασης στις ιταλικές ταινίες που ακολούθησαν τη δεκαετία του 1960. Ομοίως, η Κόκκινη Έρημος (1964) του Αντονιόνι και το Blow-Up (1966) εσωτερικεύουν στα βάσανα και την αναζήτηση της γνώσης που προέκυψε από το μεταπολεμικό οικονομικό και πολιτικό κλίμα της Ιταλίας.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, το νεορεαλιστική κίνημα αναβίωσε από καλλιτέχνες όπως ο Μπρούνο Καρούζο, του οποίου το έργο επικεντρώθηκε στις αποθήκες, τα ναυπηγεία και τις ψυχιατρικές κλινικές της πατρίδας του Παλέρμο.[2]