Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Η Ιταλοαλβανική Ελληνοκαθολική Εκκλησία, επίσης ονομαζόμενη ως Ιταλοβυζαντινή ή Ιταλοελληνική Εκκλησία, είναι μία από τις 14 Ελληνόρρυθμες Καθολικές Εκκλησίες των Ανατολικών Καθολικών Εκκλησιών σε πλήρη κοινωνία με την Αγία Έδρα, ως μέρος της παγκόσμιας Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Πρόκειται για μια ομοσπονδία από τις τρεις περιοχές της δικαιοδοσίας της στην Ιταλία, στις οποίες η Θεία Λειτουργία τελείται σύμφωνα με το βυζαντινό τυπικό. Η λειτουργική γλώσσα που χρησιμοποιείται κυρίως είναι η Ελληνιστική Κοινή (η παραδοσιακή γλώσσα των Ανατολικών Εκκλησιών) ή η αλβανική γλώσσα (η μητρική γλώσσα της κοινότητας). Στην Ιταλία υπάρχουν σήμερα 98.000 Ρωμαιοκαθολικοί του βυζαντινού τυπικού.
Η Ιταλοαλβανική Εκκλησία βρίσκεται σε πλήρη κοινωνία με τον Πάπα της Ρώμης, ακολουθεί τις τελετουργικές και πνευματικές παραδόσεις που είναι κοινές στις Ανατολικές Καθολικές Εκκλησίες. Εκκλησιαστικά είναι απόγονοι των εξόριστων Αλβανών που κατέφυγαν στην Ιταλία τον 15ο αιώνα υπό την πίεση των τουρκικών διωγμών στην Αλβανία, την Ήπειρο και τα εδάφη που κατοικούν Αλβανοί στα Βαλκάνια γενικά και στον Μορέα Πελοπόννησο). Για πάνω από πέντε αιώνες από τη διασπορά, το μεγαλύτερο μέρος της ιταλοαλβανικής κοινότητας διατηρεί μέχρι σήμερα τη γλώσσα, τα έθιμα, τον πολιτισμό και τη βυζαντινή ιεροτελεστία της καταγωγής τους. Η αλβανική εθνογλωσσική ομάδα της Ιταλίας έχει καταφέρει να διατηρήσει την ταυτότητά της έχοντας στον κλήρο τον ισχυρότερο θεματοφύλακα και το υπομόχλιο της εθνοτικής ταύτισης. H μοναστική κοινότητα Grottaferrata (Ρώμη) είναι Ιταλοβυζαντινής καταγωγής και διοικείται από Ιταλοαλβανούς κυρίως μοναχούς. Θεωρεί τον εαυτό της κληρονόμο της παράδοσης της Εκκλησίας του Ιλλυρικού και συνδέεται στενά με την Αλβανική Ελληνο-Καθολική Εκκλησία, με την οποία υπάρχει κοινή ιστορία και παραδόσεις. Πάντα αναγνωρίζεται και λαμβάνεται υπόψη από την Αγία Έδρα, ως σπάνια μαρτυρία -μαζί με τους Μαρωνίτες- της επίμονης ενότητας της Εκκλησίας παρά την πολυμορφία των παραδόσεων, που δεν αποσχίστηκε ποτέ από την Αποστολική Έδρα της Ρώμης, γι' αυτό αναγνωρίζεται ως μη ενωμένη από την Ορθόδοξη πλευρά.
Η Ιταλοβυζαντινή Εκκλησία περιλαμβάνει τρεις εκκλησιαστικές συνοικίες. Συγκεκριμένα πρόκειται για:
Η Ιταλοαλβανική Καθολική Εκκλησία επεκτείνει τη δικαιοδοσία της σε όλους τους ιταλοαλβανούς ή ελληνοκαθολικούς πιστούς που κατοικούν στη Νότια Ιταλία (Abruzzo, Apulia, Basilicata, Calabria) και τη Σικελία, στην κεντρική Ιταλία είναι παρόντες μόνο στο εδαφικό αβαείο της Περιοχή Λάτσιο, πάνω από τη μοναστική κοινότητα Grottaferrata (Ρώμη).
Το παλαιότερο τμήμα της Ιταλοβυζαντινή Εκκλησίας είναι το εξαρχικό μοναστήρι της Παναγίας Θεοτόκου της Κρυπτοφέρρης. Ιδρύθηκε το 1004 από το Νείλο του Ροσάνο. Μετά το Σχίσμα του 1054, το μοναστήρι παρέμεινε εξαρτώμενο από τον Πάπα, αλλά διατηρεί στην Θεία Λειτουργία τη Βυζαντινή ιεροτελεστία. Οι πιστοί της Ιταλοβυζαντινής Εκκλησίας λέγουν τους ιερείς τους Patire (πατήρ).