Ιωάννης ο Βλαδίμηρος | |
---|---|
Ελληνικό εικόνισμα του αγίου | |
Μεγαλομάρτυρας, θαυματουργός, μυροβλήτης | |
Γέννηση | 990 |
Κοίμηση | 1016 Πρέσπα |
Τιμάται από | Ορθόδοξη Εκκλησία |
Μείζον ιερό | Μονή Αγ. Ιωάννη Βλαδιμήρου του Ελμπασάν |
Εορτασμός | 22 Μαΐου |
Σύμβολα | Σταυρός, στέμμα, βασιλική ενδυμασία |
Πολιούχος | Μπαρ (Μαυροβούνιο) |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Ο Ιωάννης [ο] Βλαδίμηρος (σερβ. Јован Владимир, περ. 990 – 22 Μαΐου 1016) ήταν Σέρβος ηγεμόνας της Διοκλείας, του ισχυρότερου σερβικού πριγκιπάτου της εποχής του, από το έτος 1000 περίπου μέχρι τον θάνατό του. Κυβέρνησε κατά τη διάρκεια ενός παρατεταμένου πολέμου μεταξύ της Βυζαντινής και της Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας. Αναγνωρίζεται ως ένας ευσεβής, δίκαιος και ειρηνόφιλος μονάρχης. Ανακηρύχθηκε άγιος από την Ορθόδοξη Εκκλησία, ως «Άγιος Ιωάννης ο Βλαδίμηρος ο βασιλεύς και θαυματουργός», με τη μνήμη του να εορτάζεται στις 22 Μαΐου. Σύμφωνα με τον Τιμπόρ Ζίβκοβιτς πατέρας του Ιωάννη Βλαδιμήρου ήταν πιθανώς ο Πέτρος της Διόκλειας («Πέταρ» ή «Πετρισλάβ»), τον οποίο και διαδέχθηκε στην ηγεμονία όντας ακόμα ανήλικος. Κατά το συναξάριο πάλι, μητέρα του ήταν η ευσεβής Άννα και πατέρας του ο Νεεμάν, γιος του πρώτου βασιλέως των Αχριδών Συμεώνος.
Ο Ιωάννης ο Βλαδίμηρος, όπως και ο πατέρας του, διατηρούσε στενές σχέσεις με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αλλά αυτή δεν μπόρεσε να τον υπερασπισθεί από τις επεκτατικές διαθέσεις του Τσάρου Σαμουήλ της Βουλγαρίας, που κατέκτησε τη Διόκλεια το 1009 ή το 1010 και αιχμαλώτισε τον Ιωάννη τον Βλαδίμηρο. Σύμφωνα με ένα μεσαιωνικό χρονικό, ενώ βρισκόταν στη φυλακή προσευχόμενος νυχθημερόν, «άγγελος Κυρίου» εμφανίσθηκε μπροστά του και του προείπε ότι σύντομα θα απελευθερωνόταν, αλλά θα είχε μαρτυρικό θάνατο. Πράγματι, η θυγατέρα του Σαμουήλ, ονόματι Κοσάρα, ερωτεύθηκε τον Ιωάννη Βλαδίμηρο και ικέτευσε τον πατέρα της να την παντρέψει μαζί του. Ο Τσάρος επέτρεψε τον γάμο και επέστρεψε τη Διόκλεια στον Ιωάννη Βλαδίμηρο, ο οποίος τη διοίκησε στο εξής ως κράτος υποτελές της Βουλγαρίας. Ωστόσο αρνήθηκε τη συμμετοχή σε οποιανδήποτε από τις πολεμικές δραστηριότητες του πεθερού του, Από την άλλη αντιθέτως επιδόθηκε με ζήλο στη διάδοση και εδραίωση της Ορθοδόξου πίστεως, αφού όρισε προς τον σκοπό αυτό διδασκάλους και κήρυκες, ενώ ίδρυσε επίσης μοναστήρια, ναούς και νοσοκομεία. Μεταξύ των μονών που ιδρύθηκαν από αυτόν, ήταν και ευκτήριος οίκος ευρισκόμενος μέσα σε δάσος, στον οποίο προσερχόταν καθημερινά και προσευχόταν. Μετά τη συντριβή του Σαμουήλ από τον Βασίλειο Β΄ (τον εξ αυτού αποκαλούμενο «Βουλγαροκτόνο») το 1014 και τον θάνατό του πολύ σύντομα αργότερα, το 1016 ο Ιωάννης ο Βλαδίμηρος έπεσε θύμα του ανεψιού του πεθερού του, του Ιβάν Βλαντισλάβ της Βουλγαρίας, και αποκεφαλίσθηκε από Βούλγαρους στρατιώτες μπροστά σε μια εκκλησιά στην Πρέσπα και τάφηκε αρχικώς εκεί. Αναγνωρίσθηκε σύντομα ως μάρτυρας και άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η χήρα του έκανε μετακομιδή των λειψάνων του στον ναό Prečista Krajinska, στη νοτιοανατολική Διόκλεια. Αιώνες αργότερα, το 1381, το λείψανο μεταφέρθηκε στον αφιερωμένο σε αυτόν Ναό του Αγίου Ιωάννη Βλαδιμήρου κοντά στο Ελμπασάν της σημερινής Αλβανίας, ενώ από το 1995 φυλάσσεται στον ορθόδοξο καθεδρικό ναό των Τιράνων, όπου προσελκύει πολλούς πιστούς, ιδίως κατά την ημέρα της εορτής του, οπότε και μεταφέρεται στον ναό του Ελμπασάν. Ο Σταυρός που κρατούσε ο Ιωάννης ο Βλαδίμηρος τη στιγμή του αποκεφαλισμού του αποτελεί επίσης αντικείμενο προσκυνήσεως.
Η Διόκλεια ήταν ένα πρώιμο Μεσαιωνικό Σλαβικό κράτος του οποίου τα όρια βρίσκονταν στο σημερινό νότιο Μαυροβούνιο και βόρεια Αλβανία.[1] Το κράτος ιδρύθηκε όταν πέθανε ο Τζεέσθλαβος της Σερβίας (περί το 943) και διαλύθηκε το πρώιμο πριγκιπάτο της Σερβίας. Η περιοχή που βρισκόταν το πριγκιπάτο του Τζεέσθλαβου είναι αβέβαιη, πιθανότατα αποτελούσε τμήμα της σημερινής Βοσνίας. Η Σερβία επήλθε κατόπιν υπό την πολιτική κυριαρχία της Διόκλειας μαζί με τα Σερβικά πριγκιπάτα της Τραβουνίας και της Ζαχλουμίας (σημερινή Ερζεγοβίνη).[2][3] Η Βυζαντινή αυτοκρατορία καταγράφει πολλές φορές την Διόκλεια ως Σερβία.[4] Ο πατέρας του Πέτρος της Διόκλειας ήταν βασιλεύς της Διόκλειας και τον διαδέχθηκε την εποχή που ήταν ακόμα παιδί (περί το 1000).[5] Ο Πέτρος ήταν ο πρώτος κυβερνήτης της Διόκλειας όπως καταγράφεται σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, είχε πολύ στενές σχέσεις με την Κωνσταντινούπολη.[5][6][7][8] Το πριγκιπάτο ήταν χωρισμένο σε δύο επαρχίες, την Σέντα στα νότια και την Ποντγκόρια στα βόρεια. Μια τοπική παράδοση αναφέρει ότι η αυλή του βρισκόταν σε έναν λόφο στην Κοστάνιτσα κοντά στην Λίμνη Σκόδρας.[9][10] Στην περιοχή βρίσκονται τα ερείπια μιας εκκλησίας αφιερωμένης στην Θεοτόκο που λειτουργούσε στην εποχή του Βλαδίμηρου.[11]
Ο ιστορικός του 18ου αιώνα Ντανιέλε Φαρλάτι επιβεβαιώνει ότι οι κατοικίες των πρώτων Σέρβων βασιλέων βρίσκονταν σε αυτόν τον λόφο.[12] Η βασιλεία του Ιωάννη Βλαδίμηρου καταγράφεται στο Κεφάλαιο 36 στα Χρονικά των Ιερέων της Διόκλειας (1299-1301), τα Κεφάλαια 34-35 αφορούσαν τον πατέρα και τους θείους του.[13] Τα τρία κεφάλαια των Χρονικών στηρίζονται σε μια χαμένη βιογραφία του Ιωάννη Βλαδίμηρου που έχει γραφτεί την περίοδο 1075-1089 στην Διόκλεια.[6][14] Τα Χρονικά και ο Βυζαντινός συγγραφέας Ιωάννης Σκυλίτζης τον περιγράφουν ως σοφό, ευσεβή και δίκαιο.[15][16] Η βασιλεία του έχει ταυτιστεί με την εποχή που ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β´ έκανε μακροχρόνιους πολέμους με την Πρώτη Βουλγαρική Αυτοκρατορία και τον Τσάρο Σαμουήλ της Βουλγαρίας. Ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος είχε συχνές επαφές με όλα τα κράτη στα Βαλκάνια με στόχο την στρατιωτική βοήθεια εναντίον των Βουλγάρων. Στην Μονή Μεγίστης Λαύρας καταγράφεται μια Σερβική διπλωματική αποστολή από την Διόκλεια στην Κωνσταντινούπολη (992).[17] Την διετία 1004-1005 ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος κατέλαβε από τον Σαμουήλ το Δυρράχιο, ένα σημαντικό οχυρό της Αδριατικής νότια από την Διόκλεια, κατόπιν κατέλαβε ολόκληρο το Θέμα Δυρραχίου.[18][19] Οι Βυζαντινοί ήρθαν σε επαφή έτσι με τον ίδιο τον Ιωάννη Βλαδίμηρο και την Διόκλεια που συνδέθηκε επίσης με το βορινότερο Θέμα Δαλματίας. Η Δημοκρατία της Βενετίας στενός σύμμαχος του Βυζαντίου εκείνη την εποχή έστειλε βοήθεια στην Δαλματία για να την προστατέψει από τις επιθέσεις των Κροατών και των Ναρεντίνων. Η κυριαρχία των Βενετών στην Δαλματία επιβεβαιώθηκε με έγγραφο του ίδιου του αυτοκράτορα Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου, ο σύμμαχος των Βενετών Σβετόσλαβ Σουρόνια στέφτηκε βασιλιάς της Κροατίας. Η Δημοκρατία της Βενετίας, η Βυζαντινή αυτοκρατορία και το βασίλειο της Διόκλειας αποτελούσαν μια συμπαγή συμμαχία με έδρα το Δυρράχιο.[18]
Οι στενές σχέσεις του Ιωάννη Βλαδίμηρου με το Βυζάντιο δεν τον εμπόδισαν να αποστατήσει όταν είδε τον μεγάλο κίνδυνο, ο Σαμουήλ επιτέθηκε στην Διόκλεια (1009-1010) με στόχο να σπάσει την φιλο-Βυζαντινή συμμαχία που τον απειλούσε.[18] Ο Ιωάννης-Βλαδίμηρος οπισθοχώρησε στον λόφο Ομπλίκ στο νοτιοανατολικό άκρο της λίμνης της Σκόδρας.[5] Τα Χρονικά των Ιερέων της Διόκλειας καταγράφουν ένα θαύμα του Ιωάννη-Βλαδίμηρου, ο λόφος ήταν δηλητηριασμένος από τα φίδια και ο ίδιος με την προσευχή του έκανε το τσίμπημα των φιδιών ακίνδυνο.[15] Ο στρατός του Σαμουήλ πολιόρκησε τον λόφο Ομπλίκ και την παραλιακή πόλη Ούλτσιν που ανήκε στο οχυρωμένο σύστημα του Θέματος του Δυρραχίου. Ο Ιωάννης-Βλαδίμηρος αποφάσισε να παραδοθεί για να σώσει τον λαό του από την πείνα και την σφαγή, κατόπιν φυλακίστηκε στην πρωτεύουσα του Σαμουήλ Πρέσπα στην Δυτική Μακεδονία.[5] Ο Σαμουήλ απέτυχε να κατακτήσει την Ούλτσιν, κατόπιν στράφηκε βόρεια έκαψε το Κότορ και το Ντούμπροβνικ και λεηλάτησε την περιοχή βορειοδυτικά της Ζάνταρ, επέστρεψε τέλος στην Βουλγαρία μέσω Σερβίας.[18] Με τον τρόπο αυτό ο Σαμουήλ είχε πλέον υπό την κατοχή του την Διόκλεια, την Τραβουνία, την Ζαχλουμία, την Βοσνία και την Ράσκα.[5] Η εξουσία της Βενετίας στις ακτές της Αδριατικής εξασθένησε σημαντικά και με αυτόν τον τρόπο διαλύθηκε η φιλο-Βυζαντινή συμμαχία.[18]
Το Χρονικό συνεχίζει περιγράφοντας ότι ο Ιωάννης Βλαδίμηρος ήταν έντονα λυπημένος στην φυλακή με προσευχές όλη την μέρα στον θεό, Άγγελος Κυρίου εμφανίστηκε και του είπε ότι θα ελευθερωνόταν αλλά θα πέθαινε με μαρτυρικό θάνατο. Την μοίρα του άλλαξε η ίδια η κόρη του τσάρου Σαμουήλ Θεοδώρα Κοσάρα, το Χρονικό γράφει συγκεκριμένα για το γεγονός αυτό:[20]
"Η κόρη του Σαμουήλ ήταν πονόψυχη σε αντίθεση με τον πατέρα της, πλησίασε τον Σαμουήλ και τον παρακάλεσε να την αφήσει να βάλει τις υπηρέτριες της να πλύνουν τους αιχμαλώτους. Ο Σαμουήλ που δεν της χαλούσε χατίρι το δέχτηκε, παρατηρώντας τον Βλαδίμηρο εντυπωσιάστηκε από την ομορφιά, την σεμνότητα, το ήθος και την θεϊκή του Σοφία. Κοσάρα σταμάτησε να του μιλήσει και ο λόγος του της φάνηκε πιο γλυκός από το μέλι στην κηρύθρα".
Η Κοσάρα ικέτευσε τον πατέρα της να την αφήσει να τον παντρευτεί, ο Σαμουήλ δέχτηκε και αυτό το αίτημα, τον αποκατέστησε επίσης στον θρόνο της Διόκλειας ως υποτελή του.[20][21] Οι λόγοι που το δέχτηκε ο Σαμουήλ ήταν περισσότερο πολιτικοί, εκείνη την εποχή αναζητούσε συμμάχους.[2] Ο Σαμουήλ κατόπιν στράφηκε στην Θεσσαλία όπου γίνονταν οι μάχες με τον Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο. Το Χρονικό αναφέρει επίσης ότι ο Σαμουήλ έδωσε στον γαμπρό του την περιοχή του Δυρραχίου και ένα τμήμα στα βόρεια του Βουλγαρικού βασιλείου, σύμφωνα με τον Ιωάννη Σκυλίτση πήρε και ένα τμήμα της Σερβίας.[5][16] Ο Ντράγκιμιρ θείος του από πατέρα αποκαταστάθηκε ως ηγεμόνας της Ζαχλουμίας και της Τραβουνίας και κυβέρνησε επίσης ως υποτελής του Σαμουήλ.[2] Ο Ιωάννης Βλαδίμηρος έζησε σύμφωνα με το Χρονικό με την σύζυγο του "σε πλήρη Αγιότητα και ευτυχία, λάτρευαν όλη μέρα τον θεό και κυβερνούσαν τον λαό τους με την μέγιστη δικαιοσύνη".[22] Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι ο Ιωάννης Βλαδίμηρος συμμετείχε στις στρατιωτικές επιχειρήσεις του πεθερού του.[2] Ο πόλεμος έληξε με την ολοκληρωτική συντριβή από τους Βυζαντινούς με αποτέλεσμα να πεθάνει και ο ίδιος από ανακοπή (6 Οκτωβρίου 1014).[23][24] Ο γιος και διάδοχος του Γαβριήλ Ρωμανός κυβέρνησε μόλις έναν χρόνο, ο ξάδελφος του Ιωάννης Βλαδισλάβος τον δολοφόνησε και σφετερίστηκε τον θρόνο (1015). Ο Ιωάννης Βλαδισλάβος έστειλε αγγελιοφόρους και του ζήτησε να παρουσιαστεί ενώπιον του στο δικαστήριο της πρωτεύουσας του Πρέσπα, η Κοσάρα τον συμβούλεψε να μην πάει και να βρεθεί η ίδια στην θέση του. Ο Ιωάννης Βλαδισλάβος την υποδέχτηκε με τιμές αλλά ζήτησε να έρθει και ο ίδιος ο σύζυγος της, του έστειλε μάλιστα έναν χρυσό Σταυρό σαν ένδειξη καλής θέλησης. Το Χρονικό αναφέρει κατόπιν την απάντηση του πρίγκιπα:[22]
"Ο Κύριος Υμών Ιησούς Χριστός που πέθανε για εμάς σταυρώθηκε σε ξύλινο Σταυρό και όχι σε χρυσό, αν πιστεύετε πραγματικά και εσείς σε αυτόν όπως και εγώ στείλτε μου έναν ξύλινο Σταυρό, τότε μόνο θα πιστέψω στα λόγια σας και θα έρθω".
Ο Ιωάννης Βλαδισλάβος έστειλε δύο επισκόπους και έναν ερημίτη για να του φέρουν έναν ξύλινο Σταυρό, ο Ιωάννης Βλαδίμηρος τον φίλησε, τον έσφιξε στο στήθος και αναχώρησε με την συνοδεία του για την Πρέσπα. Μόλις έφτασε (22 Μαΐου 1016) μπήκε σε μια εκκλησία να προσευχηθεί, όταν βγήκε του επιτέθηκαν στρατιώτες του Ιωάννη Βλαδίσλαβου και τον αποκεφάλισαν.[5] Ο Ιωάννης Σκυλίτσης γράφει ότι ο Βλαδίμηρος πίστεψε με αφέλεια τις υποσχέσεις του Βλαδισλάβου με αποτέλεσμα να πέσει στην παγίδα του και να εκτελεστεί.[5][16] Τα κίνητρα δεν είναι γνωστά, σύμφωνα με την πηγές ο Ιωάννης Βλαδισλάβος φοβήθηκε ότι μετά την Βουλγαρική ήττα από τον Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο θα συμμαχήσει με το Βυζάντιο.[24] Η συμμαχία αυτή ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη για τον ίδιο επειδή η Διόκλεια βρισκόταν δίπλα από το Δυρράχιο, το επίκεντρο των πολεμικών του επιχειρήσεων.[5] Στις αρχές της επόμενης χρονιάς (1018) ο Ιωάννης Βλαδισλάβος επιτέθηκε στο Δυρράχιο αλλά ηττήθηκε και δολοφονήθηκε έξω από τα τείχη της πόλης.[24] Το Χρονικό αναφέρει ότι ο ίδιος ο Ιωάννης Βλαδίμηρος εμφανίστηκε μπροστά του και τον σκότωσε την ώρα που φώναζε για βοήθεια.[24] Το αποτέλεσμα ήταν οι Βυζαντινοί να διαλύσουν την ίδια χρονιά την Πρώτη Βουλγαρική Αυτοκρατορία.[23] Ο Ιωάννης Βλαδίμηρος και η Κοσάρα δεν είχαν αποκτήσει παιδιά, τους διαδέχθηκε ο θείος του Ντράγκιμιρ, ηγεμόνας της Ζαχλουμίας και της Τραβουνίας. Ο Ντράγκιμιρ έφτασε στο Κότορ, εκεί έπεσε σε ενέδρα κατοίκων που τον κάλεσαν για συμπόσιο και δολοφονήθηκε, οι στρατιώτες του επέστρεψαν στην Τραβουνία.[25][26] Η Διόκλεια δεν αναφέρεται ξανά στις ιστορικές πηγές μέχρι το 1030, πιθανότατα τέθηκε την ίδια χρονιά (1018) υπό Βυζαντινή κυριαρχία.[27]