Ιών Αγκαρμπιτσεάνου

Ιών Αγκαρμπιτσεάνου
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση12  Σεπτεμβρίου 1882[1][2]
Cenade[3]
Θάνατος28  Μαΐου 1963[1][2]
Κλουζ-Ναπόκα[4]
Τόπος ταφήςHazsongard cemetery
ΨευδώνυμοAlfius[3], Potcoava[3], Agarbi[3] και Octavian[3]
Χώρα πολιτογράφησηςΡουμανία
ΘρησκείαΡουμανική Ελληνοκαθολική Εκκλησία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΡουμανικά
ΣπουδέςΠανεπιστήμιο Έτβες Λόραντ
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητασυγγραφέας[4]
δημοσιογράφος
συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας
ποιητής
πολιτικός
χριστιανός ιερέας[5]
Πολιτική τοποθέτηση
Πολιτικό κόμμα/ΚίνημαRomanian National Party, People's Party, Peasants' Party, National Peasants' Party, National Agrarian Party, National Renaissance Front και Party of the Nation
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαμέλος της Γερουσίας της Ρουμανίας
μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων της Ρουμανίας
ΒραβεύσειςOrder of Labour
Αστέρας της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Ρουμανίας
Υπογραφή
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Ιών (Ιωάννης) Αγκαρμπιτσεάνου (Ion Agârbiceanu ή και Agîrbiceanu, 12 Σεπτεμβρίου 188228 Μαΐου 1963) ήταν Ρουμάνος λογοτέχνης, δημοσιογράφος, θεολόγος και Ελληνοκαθολικός («Ουνίτης») ιερέας.

Ο Αγκαρμπιτσεάνου γεννήθηκε στην κοινότητα Τσέναντε της Τρανσυλβανίας, σε έδαφος που ανήκε τότε στο «Ουγγρικό Στέμμα του Αγίου Στεφάνου (Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία), σε οικογένεια Ρουμάνων αγροτών: ήταν το δεύτερο από τα οκτώ παιδιά του Νικολάε και της Άνα. Απεφοίτησε ως θεολόγος από το Πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης και κατόπιν χειροτονήθηκε ιερέας. Ο Αγκαρμπιτσεάνου διορίσθηκε αρχικώς σε μια ενορία στα Όρη Απουσένι (ή «Δυτικά Ρουμανικά Όρη») και έτσι η ορεινή αγροτική κοινωνία της υπαίθρου απετέλεσε το υπόβαθρο για μεγάλο μέρος της λογοτεχνικής του παραγωγής. Πριν από τα τριάντα του χρόνια, ο Αγκαρμπιτσεάνου είχε ήδη αποκτήσει λογοτεχνική φήμη, τόσο στην Τρανσυλβανία, όσο και στο τότε Βασίλειο της Ρουμανίας, ιδίως με το έργο του «Εις την εξοχήν» (1906). Το 1912 συνδέθηκε με την «Τρανσυλβανική Ένωση για τη ρουμανική λογοτεχνία και τον πολιτισμό του ρουμανικού λαού» (Asociația Transilvană pentru Literatura Română și Cultura Poporului Român, γνωστή ως ASTRA από τα λίγα πρώτα γράμματα των δύο μόνο πρώτων λέξεων). Το έργο του ταλαντωνόταν ανάμεσα στις αντίπαλες «σχολές» του περιοδικού Sămănătorul (= «Σπορεύς») και του «ποπορανισμού», δηλαδή της ρουμανικής εκδοχής του εθνικολαϊκισμού. Μετά από μια αρχική ενασχόληση με την ποίηση, ο Αγκαρμπιτσεάνου έγινε πολυγραφότατος πεζογράφος, συγγράφοντας διηγήματα, μυθιστορήματα, νουβέλες και άλλα, χαρακτηριζόμενος ως «τσεχωφικός» ή «τολστοϊκός» για τα ταλέντο του στο να περιγράφει τα σιωπηλά βάσανα του απλού λαού. Με το μυθιστόρημά του Αρχάγγελοι (1914) δίνει μια επιτυχημένη περιγραφή των χρυσοθήρων στα δυτικά βουνά και περιγράφει επίσης την αναστάτωση που δημιούργησε ο ερχομός της βιομηχανικής οικονομίας.

Ο Αγκαρμπιτσεάνου αναμίχθηκε και στην πολιτική με το Ρουμανικό Εθνικό Κόμμα, τασσόμενος με την πιο ριζοσπαστική πτέρυγά του, εκείνη του Οκταβιάν Γκόγκα. Ενεργός στον κοινωνικό και πολιτιστικό ακτιβισμό στην Τρανσυλβανία, ο συγγραφέας πέρασε τη δεκαετία 1910-1920 κοντά στο Σιμπίου, εκτός μιας περιόδου κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε κατέφυγε στη Ρωσική Αυτοκρατορία, κατόπιν στη Λαϊκή Δημοκρατία της Ουκρανίας και τελικώς στη Μολδαβία. Υπηρέτησε ως στρατιωτικός ιερέας στο Ρουμανικό Σώμα Εθελοντών στη Ρωσία και παρασημοφορήθηκε για τις υπηρεσίες του σε αυτό. Το 1919 μετεγκαταστάθηκε στο Κλουζ, όπου έζησε όλη σχεδόν την υπόλοιπη ζωή του. Στον Μεσοπόλεμο αναμίχθηκε τόσο στην πολιτική, όσο και στην πνευματική ζωή της νέας Ρουμανίας. Μετακινήθηκε ανάμεσα στο Εθνικό Κόμμα Αγροτών, το Λαϊκόν Κόμμα και το βραχύβιο δεξιό «Εθνικόν Αγροτικόν Κόμμα», ενώ ταυτοχρόνως απασχολείτο με τη διοργάνωση ομάδων ενδιαφερόντων Ελληνοκαθολικών. Από τη δεκαετία του 1920, ο Αγκαρμπιτσεάνου εξέφραζε την απογοήτευσή του για την πνευματική παρακμή που πίστευε ότι ενθαρρυνόταν από μία νεοφυή πολιτική τάξη. Ο ίδιος άρχισε έτσι να υιοθετεί θέσεις της ριζοσπαστικής δεξιάς, ενώ την ίδια στιγμή ζητούσε τη διοικητική αποκέντρωση και ενθάρρυνε την αγροτιά να βελτιώσει την οικονομική της κατάσταση. Εκλέχθηκε μέλος της Ρουμανικής Ακαδημίας, υπηρέτησε περισσότερες από μία βουλευτικές θητείες στη ρουμανική Κάτω Βουλή και έφθασε ακόμα και στο αξίωμα του αντιπροέδρου της Γερουσίας υπό το δικτατορικό καθεστώς του Εθνικού Μετώπου Αναγεννήσεως, δηλαδή του Βασιλέως Καρόλου Β΄.

Ως συντάκτης και συγγραφέας μόνιμης στήλης στην εφημερίδα Tribuna, ο Αγκαρμπιτσεάνου κατήγγελε τον ουγγρικό αλυτρωτισμό και υπεστήριζε ανοικτά τις πολιτικές του Καρόλου Β΄ ως μέσο παγιώσεως της εθνικής ενότητας. Τελικώς υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τη «Βόρεια Τρανσυλβανία» (τμήμα που είχε προσαρτηθεί από την Ουγγαρία κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο).

Ο Αγκαρμπιτσεάνου είχε την ατυχία να περάσει την τελευταία δεκαπενταετία της ζωής του υπό ένα καθεστώς, το το κομμουνιστικό, που ήταν αντίθετο με την ιδεολογία του και που κήρυξε παράνομη την Ελληνοκαθολική Εκκλησία, μια πράξη στην οποία αρνήθηκε να συνεργασθεί. Μεγάλο μέρος του έργου του, με την ευδιάκριτη χριστιανική διδασκαλία του, αποδείχθηκε ασύμβατο με τη νέα ιδεολογία και απαγορεύθηκε από τη λογοκρισία. Ωστόσο, μετά το 1953, το καθεστώς τον βρήκε χρήσιμο για την εικόνα του και του απέδωσε κάποιες τιμητικές διακρίσεις. Δεν του επιτράπηκε πάντως ποτέ να εκδώσει τα άπαντά του και συνέχισε να αντιπαλεύει με τους λογοκριτές μέχρι τον θάνατό του.

Η πλήρης λογοτεχνική συνεισφορά του Αγκαρμπιτσεάνου έγινε διαθέσιμη και επανεκτιμήθηκε μετά το 1990. Μερικά έργα του είναι τα παρακάτω:

  • «Εις την εξοχήν» (1906)
  • Αρχάγγελοι (Arhanghelii), μυθιστόρημα (1914)
  • Ο Πατέρας Μαν (Popa Man), μυθιστόρημα (1920), περιγραφή της ζωής, του χαρακτήρα και των έργων ενός εφημέριου της επαρχίας
  • Ο νόμος της σάρκας, μυθιστόρημα (Legea trupului, 1912, σε τελική μορφή το 1926)
  • Ο νόμος του πνεύματος (Legea minții, 1927)
  • Fefeleaga, νουβέλα για τη ζωή στην ορεινή επαρχία
  • Το ομώνυμο λήμμα στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμος 1 (1972), σσ. 545-546
  • Eugen Lovinescu: Istoria literaturii române contemporane, Editura Minerva, Βουκουρέστι 1989, ISBN 973-21-0159-8