Κάρελ Χούιφαρτς | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Karel Goeyvaerts (Ολλανδικά) |
Γέννηση | 8 Ιουνίου 1923[1][2][3] Αμβέρσα |
Θάνατος | 3 Φεβρουαρίου 1993[1][2][3] Αμβέρσα |
Χώρα πολιτογράφησης | Βέλγιο |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | συνθέτης ondist μουσικός[4] |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | ANV -Visser Neerlandia-price for Music (1970) |
Ο Κάρελ Χούιφαρτς [i] (λανθασμένη προφορά Γκόεϋβαρτς [5] ή Γκαιβάερτς [6] Karel Goeyvaerts, 8 Ιουνίου 1923 – 3 Φεβρουαρίου 1993) ήταν Βέλγος συνθέτης, ο κυριότερος Φλαμανδός εκπρόσωπος της σειραϊκής μουσικής, στη δεκαετία του 1950.[5]
Ο Χούιφαρτς γεννήθηκε στην Αμβέρσα, το 1923 και, αρχικά, σπούδασε στο Βασιλικό Ωδείο της πόλης πιάνο, αρμονία, αντίστιξη, φούγκα, σύνθεση και ιστορία της μουσικής.[7] Αργότερα, συνέχισε ανώτερες σπουδές στο Παρίσι, με τους Μιγιό (σύνθεση) και Μεσιάν (μουσική ανάλυση). Έκανε, επίσης, μαθήματα κυμάτων Μαρτενό, με τον Μορίς Μαρτενό (Maurice Martenot), εφευρέτη του οργάνου.[8] Το 1951, ο Χούιφαρτς παρακολούθησε τη διάσημη Καλοκαιρινή Σχολή Νέας Μουσικής του Ντάρμστατ, όπου είχε -καθοριστική για την πορεία του- συνάντηση με τον Στοκχάουζεν. Και οι δύο ήσαν πιστοί Καθολικοί και βρήκαν τρόπους ενσωμάτωσης «θρησκευτικής» αριθμολογίας στις σειραϊκές τους συνθέσεις. Έκαναν διεξοδικές συζητήσεις και παρουσίασαν ένα μέρος από τη Σονάτα για Δύο Πιάνα (Nummer 1) του Χούιφαρτς, έργο σταθμό για την εξέλιξη του ευρωπαϊκού σειραϊσμού, το οποίο παίχτηκε στη σειρά μαθημάτων του Τέοντορ Αντόρνο.
Ο Χούιφαρτς ενθουσιάστηκε όταν έμαθε, το 1952, ότι ο Στοκχάουζεν είχε πρόσβαση στο Παρίσι σε μια γεννήτρια ημιτονοειδών κυμάτων, καθώς θεωρούσε τη συσκευή ως πολύ σημαντική ανακάλυψη για τη μουσική και, συγκεκριμένα, την παραγωγή του αμιγέστερου δυνατού ήχου. Πάντως, εκείνη τη στιγμή, ο Στοκχάουζεν δεν μοιράστηκε τον ενθουσιασμό του εξαιτίας, εν μέρει, της μη-δυνατότητας του υπάρχοντος εξοπλισμού για την υπέρθεση ημιτονοειδών τόνων (ήχων). Μόνον αργότερα, μετά την ανάληψη της νέας θέσης του στο Στούντιο NWDR της Κολωνίας, ο Στοκχάουζεν βρήκε καταλληλότερο εξοπλισμό, τον Ιούλιο του 1953.[9] Ένα από τα πρώτα έργα που παρήχθησαν εκεί ήταν το Νummer 5, με Αμιγείς Τόνους του Χούιφαρτς, με τη βοήθεια του Στοκχάουζεν. Όταν, αργότερα, ο Στοκχάουζεν φάνηκε να αφήνει κατά μέρος την ενασχόλησή του με τα ημιτονοειδή κύματα και επέστρεψε στις συνθέσεις για σόλο πιάνο, ο Χούιφαρτς θεώρησε ότι, ο Στοκχάουζεν εγκατέλειψε μια σημαντική ανακάλυψη και «είδε» το θέμα από τη δική του φιλοσοφική σκοπιά. Ένα από τα πρώτα έργα στην Ευρώπη, που ανήκουν στον αποκαλούμενο γενικευμένο ή ολικό σειραϊσμό θεωρείται η σύνθεση του Χούιφαρτς, Nummer 2, για 13 όργανα (1951).[10]
Γύρω στο 1958 αποσύρθηκε για λίγο από τον κόσμο της μουσικής, πηγαίνοντας να εργαστεί για τη βελγική αεροπορική εταιρεία «Sabena», αλλά δεν σταμάτησε να συνθέτει.[6] Το 1970, αποδέχθηκε θέση στο Ινστιτούτο Ψυχοακουστικής και Ηλεκτρονικής Μουσικής (IPEM) στη Γάνδη. Μετά από μερικά χρόνια έγινε υπεύθυνος παραγωγός για τη Νέα Μουσική στο Radio 3 στις Βρυξέλλες. Τον Ιούνιο του 1985 εκλέχτηκε Πρόεδρος της Διεθνούς Ορχήστρας των Συνθετών, μια διάσημη και δραστήρια ένωση που ανήκει στο Διεθνές Μουσικό Συμβούλιο της UNESCO. Εξελέγη μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Επιστημών, Επιστολών και Καλών Τεχνών του Βελγίου. Το 1992, ο Χούιφαρτς διορίστηκε στο τμήμα μουσικολογίας του πανεπιστημίου του Λέουφεν. Η σύνθεση Alba per Alban που ξεκίνησε στο πλαίσιο αυτής της θέσης παρέμεινε ημιτελής από τον απροσδόκητο θάνατό του, στις 3 Φεβρουαρίου 1993, στην Αμβέρσα.[7]
Στην τάξη του Μεσιάν ο Χούιφαρτς γρήγορα αφομοίωσε τα επιτεύγματα της νέας μουσικής, μετά το 1910. Είδε, κυρίως, ευκαιρίες στις ρυθμικές καινοτομίες του δασκάλου του και στην αυστηρή, δογματική εφαρμογή του δωδεκάφθογγου του Βέμπερν. Ο αυστριακός συνθέτης είχε τελειοποιήσει αυτό το σύστημα με τέτοιο τρόπο, ώστε τόσο το μουσικό περιεχόμενο όσο και η μουσική μορφή να προέρχονται άμεσα από την αρχική σειρά φθόγγων. Ο Χούιφαρτς ήταν ο πρώτος στην ιστορία της μουσικής που κατάφερε να εφαρμόσει αυτή την αρχή όχι μόνο στο τονικό ύψος, αλλά και στο ρυθμό, τη δυναμική και την άρθρωση. Ωστόσο, οι πρώτες του συνθέσεις εξακολουθούν να είναι σαφώς μεταβατικά έργα στα οποία ο συνθέτης φιλοδοξεί, αλλά δεν συνειδητοποιεί την απόλυτη δομική «καθαρότητα». Όμως, η σύνθεση Nummer 2, για 13 όργανα (1951) μπορεί να θεωρηθεί ως η πρώτη ολοκληρωμένη σειραϊκή σύνθεση στη μουσική ιστορία. Ο Χούιφαρτς ήταν, επίσης, ένας από τους πρώτους που έκανε το μεγάλο βήμα στην ηλεκτρονική μουσική, με το έργο *Nummer 4, με Νεκρούς Τόνους (1952). Η αφηρημένη δομή του ήχου αποπνέει τέλεια καθαρότητα τόσο τεχνικά όσο και αισθητικά.[7]
Από τη δεκαετία του 1960 και έπειτα, ο Χούιφαρτς δεν βρισκόταν πλέον στο ίδιο επίπεδο με τις ριζικές αλλαγές στη νέα μουσική, αλλά συνέχισε να παρακολουθεί στενά αυτές τις αλλαγές. Τα πειραματικά, αλεατορικά, επαναλαμβανόμενα και νεο-τονικά έργα του, από τα έτη 1960-1993, μπορούν συνεπώς να γίνουν κατανοητά ως προσπάθειες διερεύνησης των διεθνών εξελίξεων στη νέα μουσική για τη χρηστικότητα τους και τις προσωπικές συνθετικές προθέσεις. Παρά τις ποικίλες μορφολογικές και συνθετικές τεχνικές, αυτά τα έργα αποδεικνύονται πράγματι εξαιρετικά ομοιογενή.[7]
Τα έργα του, μετά το 1975, εμπεριέχουν πτυχές μινιμαλισμού, τα πιο γνωστά παραδείγματα των οποίων είναι η σειρά των πέντε Λιτανειών (1979-82) και η τελική του δουλειά, η όπερα Υδροχόος (1983-92). Αν και ο μινιμαλισμός θεωρείται, συνήθως, ως «αντίδραση» στον σειραϊσμό, για τον Χούιφαρτς και οι δύο τεχνικές ήσαν απλώς υποκατηγορίες μιας μη-δυναμικής, «στατικής μουσικής».[11] Οι αναλύσεις, άλωστε, των πρώτων σειραϊκών συνθέσεών του, ειδικά του Nummer 4, με Νεκρούς Τόνους και του Νummer 5, με Αμιγείς Τόνους, αποκαλύπτουν πόσο κοντινές είναι οι συγγένειές τους, στην πραγματικότητα.[12]
i. ^ Ορθότερη προφορά του φθόγγου ae αποδίδεται με τον ήχο μεταξύ α και ε