Οι Κάσκα ήταν μια φυλή μη Ινδο-Ευρωπαική που έζησε την μετέπειτα Εποχή του Χαλκού και μιλούσε την αδιευκρίνιστη Γλώσσα των Κάσκα.[1] Οι πηγές των Χετταίων αναφέρουν ότι ζούσαν στα Ποντιακά Όρη στην Μικρά Ασία. Η χώρα τους βρισκόταν στα όρη νότια από την Μαύρη Θάλασσα, ήταν σκληρή πολεμική φυλή, αυτός ήταν ο λόγος που οι Χιττίτες δεν επεκτάθηκαν βόρεια ώστε να κατακτήσουν όλη την σημερινή Τουρκία. Μερικοί ιστορικοί τους ταυτίζουν με τους Καύκωνες όπως αναφέρονται στην Αρχαία ελληνική μυθολογία.
Η αρχική τους κοιτίδα ήταν η Θάλασσα του Μαρμαρά στις ανατολικές της ακτές, μετακινήθηκαν πολύ ανατολικότερα και έδιωξαν τους παλιότερους κατοίκους που μιλούσαν την Παλαϊκή γλώσσα με πρωτεύουσα την Παλά.[2] Οι Κάσκα εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στις Χεττίτικες επιγραφές την εποχή της βασιλείας του Χαντίλις Β΄ (περί το 1450 π.Χ.), μετακινήθηκαν στα ερείπεια τις ιερής τους πόλης Νερίκ, του ομώνυμου θεού των καιρικών φαινομένων.[3] Ο γιος του Τουδαλίγιας Β΄ (περί το 1430 π.Χ.) πραγματοποίησε "την τρίτη μεγάλη εκστρατεία εναντίον των Κάσκας".[4] Ο διάδοχος του Αρνουβάντας Α΄ προσευχήθηκε στους θεούς να τον βοηθήσουν να ανακαταλάβει την ιερή τους πόλη Νερίκ, προσπάθησε επίσης να κάνει μερικές φυλές φόρου υποτελείς τους. Την περίοδο που ήταν βασιλείς των Χετταίων ο Αρνουβάντας Α΄ και ο Σουπιλουλιούμας Α΄ (περί το 1300 π.Χ.) οι επιστολές δείχνουν ότι οι ακρίδες σπάραζαν τα σιτηρά των Κάσκα. Οι Κάσκα ενώθηκαν με άλλες φυλές εχθρικές με τους Χετταίους στα ανατολικά όπως οι Χαγιάσα-Άζι πιθανοί πρόγονοι των Αρμενίων και οι Ισούβα, έκαψαν την Χαττούσα και την συμπρωτεύουσα των Χετταίων Σαπινούβα. Την εποχή που ήταν βασιλιάς ο εγγονός του Σουπιλουλιούμας Α΄ Χατουσίλις Γ΄ στα μέσα του 13ου αιώνα οι Κάσκας έφτασαν μέχρι την Νενάσσα και οι σύμμαχοι τους Χαγιάσα-Άζι στα δυτικά μέχρι την Σαμουχά. Στις Επιστολές της Αμάρνα ο Φαραώ Αμένοφις Γ' έγραψε στον βασιλιά της Αρζάβα Ταρχούνταραντου ότι "το βασίλειο των Χαττί εξαφανίστηκε", ζητούσε και ο ίδιος να του στείλει μερικούς από τους τρομερούς πολεμιστές Κάσκα.[5] Οι Χετταίοι τους στρατολογούσαν επίσης περιοδικά για να ενισχύσουν τον στρατό με την δυναμικότητα τους. Την εποχή που οι Κάσκα δεν πολεμούσαν η κύρια ασχολία τους ήταν η εκτροφή γουρουνιών και η ύφανση λινών υφασμάτων, έμειναν σποραδικά τα αντικείμενα αυτά στην περιοχή ως απόδειξη της παρουσίας τους.[6][7] Ο Τουδαλίγιας Γ΄ και ο μικρότερος αδελφός του Σουπιλουλιούμας Α΄ (1370 π.Χ.-1350 π.Χ.) μετέφεραν την αυλή τους στην Σαμουχά και επιτέθηκαν στους συμμάχους των Κάσκας Χαγιάσα-Άζι. Οι Κάσκα ήρθαν να υπερασπιστούν τους συμμάχους τους αλλά ο Σουπιλουλιούμας Α΄ τους νίκησε. Οι Κάσκα ενώθηκαν σε 12 φυλές και κινήθηκαν εναντίον των Χετταίων αλλά ο Σουπιλουλιούμας τους νίκησε, σταδιακά ανακατέλαβε την Χαττούσα και επανάφερε την αυτοκρατορία στα παλιά της όρια.
Οι Κάσκα εξακολουθούσαν ωστόσο να είναι σημαντική απειλή για τους Χετταίους, απασχολούσαν 9.000 πολεμιστές και 800 άρματα.[8] Την εποχή που ανέβηκε στον θρόνο ο διάδοχος του Σουπιλουλιούμας Αρνουβάντας Β΄ (περί το 1323 π.Χ.) οι Κάσκα είχαν το μεγάλο πλεονέκτημα την θανατηφόρα επιδημία που διέλυσε τους Χετταίους, εισέβαλαν σε Χεττίτικα εδάφη και κατέλαβαν την Ισουπίττα. Ο Αρνουβάντας Β΄ πέθανε και αυτός σύντομα από την ίδια επιδημία και τον διαδέχθηκε ο μικρότερος αδελφός του Μουρσίλις Β΄ ο οποίος καταγράφει στα χρονικά του την εξέγερση των Κάσκας, είχαν δημιουργήσει ανεξάρτητο βασίλειο στα βόρεια με τον στρατηγό Πιχινίτι. Δύο στρατηγοί των Κάσκα ζήτησαν άσυλο από τον βασιλιά των Αρζάβα Ούχα Ζίτι που αρνήθηκε να τους παραδώσει. Αργότερα δραπέτευσαν, ηττήθηκαν από τους Χετταίους και σκοτώθηκαν. Ο στρατηγός Πιχινίτι μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στη Χαττούσα και ο κίνδυνος προσωρινά τερματίστηκε. Με τον γιο και διάδοχο του Μουρσίλις Β΄ Μουβατάλις Β΄ οι Χετταίοι δέχθηκαν νέα σκληρή επίθεση από τους Κάσκα, έφτασαν μέχρι τη Χαττούσα. Τότε αναγκάστηκε να μεταφέρει την πρωτεύουσα του χεττιτικού κράτους νότια στην Ταρχουντάσσα (Tarhuntassa). Στη Χαττούσα παρέμεινε κυβερνήτης ο μικρότερος αδελφός του Μουβατάλις, ο μετέπειτα Χατουσίλις Γ΄, γνωστός για τις στρατιωτικές του ικανότητες ως αρχιστράτηγος του Καντές για να τους αντιμετωπίσει. Ο Χατουσίλις όχι μόνο τους συνέτριψε, αλλά πήρε για πρώτη φορά πίσω την παλιά συμπρωτεύουσα Ταπινόβα. Η Χαττούσα μετά την οριστική απομάκρυνση του κινδύνου των Κάσκα έγινε ξανά πρωτεύουσα των Χετταίων όταν ανέβηκε στον θρόνο ο γιος και διάδοχος του Μουβατάλις Β΄ ο Μουρσίλις Γ΄. Οι Κάσκα είχαν σημαντική συμβολή στην κατάρρευση του βασιλείου των Χετταίων όταν επιτέθηκαν οι Λαοί της Θάλασσας στην μετέπειτα Εποχή του Χαλκού (1200 π.Χ.).[9] Οι ίδιοι αφού βοήθησαν τους Λαούς της Θάλασσας να διαλύσουν το βασίλειο κατέλαβαν και έκαψαν την Χαττούσα. Στην συνέχεια εισέβαλλαν στην Ασσυρία αλλά ηττήθηκαν από τον βασιλιά Τιγκλάθ Πιλεσέρ Α΄, από τότε εξαφανίστηκαν από τις ιστορικές πηγές.
Πολλοί από τους Κάσκα ενώ εκδιώκονταν από τους Ασσύριους δραπέτευσαν προς τα βορειοανατολικά την Καυκασία όπου αναμείχθηκαν με τους αυτόχθονες πρωτο-Κολχιδικούς πληθυσμούς του Ζαν, δημιουργήθηκε ένας νέος λαός οι Ουράρτιοι, γνωστοί στους Έλληνες ως Κόλχες. Ενδεχομένως υπάρχει σύνδεση και με τις βορειοδυτικές Καυκάσιες γλώσσες, ενώ η ονομασία Κάσκα ή Κάσκια πιθανώς έχει την ίδια ετυμολογία με παλαιότερη ονομασία της Κιρκασίας (Κασαχία) από την οποία προέρχονται οι σύγχρονοι Τσερκέζοι. Ανάμεσα τους βρισκόταν μια φυλή των Κάσκα οι Αμπέσλα, γνωστοί ως Αβασγοί από τους οποίους προέρχεται η σύγχρονη Αμπχαζία, αποτελούν συνεπώς τους προγόνους πολλών φυλών του Καυκάσου.[10][11] Άλλοι μια ομάδα από τους Κάσκα δραπέτευσε στην Καππαδοκία όπου παρέμειναν εκεί και τον 8ο αιώνα π.Χ. υποτάχθηκαν στους Ασσύριους.[2] Σύμφωνα με τον Σίνγκερ οι Κάσκα και οι Χαττί αποτελούσαν διαφορετικούς κλάδους του ίδιου προϊστορικού λαού που σταδιακά διαχωρίστηκαν και οι Κάσκα κατέφυγαν στα βόρεια, στην περιοχή του Πόντου.[12]