Κέλσος | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Celsus (Λατινικά) |
Γέννηση | 2ος αιώνας |
Χώρα πολιτογράφησης | Αρχαία Ρώμη |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | αρχαία ελληνικά |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | φιλόσοφος συγγραφέας[1][2] |
Αξιοσημείωτο έργο | The True Word |
Περίοδος ακμής | 180[3] |
Ο Κέλσος ήταν Έλληνας εθνικός φιλόσοφος, που έδρασε κατά το δεύτερο μισό του 2ου αι. μ.Χ., γνωστός κυρίως από το έργο του "Αληθής Λόγος", που γράφτηκε μεταξύ των ετών 170 ως 180 μ.Χ.
Οι πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή του Κέλσου, του συγγραφέα του έργου "Αληθής Λόγος", είναι ελάχιστες. Τον 2ο αιώνα υπήρξαν και άλλοι πολέμιοι του χριστιανισμού με το όνομα Κέλσος. Πιθανόν, πρόκειται για τον φιλόσοφο Κέλσο, φίλο του Λουκιανού, ο οποίος έζησε την εποχή που αυτοκράτωρ ήταν ο Μάρκος Αυρήλιος. Εντούτοις αυτό το συμπέρασμα αμφισβητείται καθώς ο φίλος του Λουκιανού ήταν γνωστός επικούρειος φιλόσοφος, ενώ ο συγγραφέας του Αληθούς Λόγου είναι σαφώς πλατωνιστής. Στην πραγματικότητα, έχουμε να κάνουμε με έναν εκλεκτικό[4] φιλόσοφο, μια τάση η οποία ήταν διαδεδομένη μεταξύ των φιλοσόφων της ρωμαϊκής εποχής.
Αν και το "Αληθής Λόγος" στην αρχική του μορφή δεν έφτασε ποτέ σε μας, η ανασύνθεση του σε ποσοστό άνω του 80% έγινε δυνατή μέσα από τη διεξοδική ανασκευή των επιχειρημάτων του Κέλσου που ετοίμασε ο Ωριγένης στο απολογητικό του έργο "Κατά Κέλσου" (Contra Celsum).
Η γνωριμία του Ωριγένη με το έργο του Κέλσου έγινε γύρω στα 240 με 250 μ.Χ. όταν ο Αμβρόσιος[5] του έστειλε ένα αντίγραφο του έργου του Κέλσου με την παράκληση να γράψει μια απάντηση σε αυτό. Ο Ωριγένης ανέλαβε να γράψει την απάντηση εκ μέρους όλου του χριστιανισμού στο έργο του "Κατά Κέλσου". Στα πλαίσια της εργασίας αυτής, ο Αλεξανδρινός θεολόγος παρέθετε τα ίδια τα λόγια του Κέλσου, σε αρκετά σημεία αυτολεξεί και σε κάποια άλλα μεταφέροντας τα σε πλάγιο λόγο, αλλάζοντας μόνο το υποκείμενο των ρημάτων ή των απαρεμφάτων (όπου λ.χ. ο Κέλσος έλεγε "οι Χριστιανοί..." ο Ωριγένης έγραφε "εμείς..."). Ο "Αληθής Λόγος", θεωρείται το πρώτο ελληνικό έργο αντιϊουδαϊκής και αντιχριστιανικής πολεμικής. Σύμφωνα με το Λεξικό Ελευθερουδάκη (1929): «Ο Kέλσος επεχείρησε δια του "Αληθούς λόγου" να πείση τους Χριστιανούς να εγκαταλίπωσι την παράλογον και ταπεινήν θρησκείαν αυτών, ήτις θέτει αυτούς εκτός νόμου, και επανελθώσιν εις την θρησκείαν του κράτους προς το κοινόν αγαθόν και εαυτών και της πολιτείας».
Ο Κέλσος, θεωρεί τον Θεό ως απόλυτη υπερβατική αρχή και ότι ο κόσμος δεν δημιουργήθηκε από τον Θεό, αλλά από "δαίμονες", στους οποίους περιλαμβάνονται οι άγγελοι και οι ήρωες. Πιστεύει ότι το χριστιανικό δόγμα είναι βάρβαρο συνονθύλευμα αρχαίων θρησκειών και φιλοσοφικών δοξασιών, και διδάσκεται από ανόητους και φαύλους. Κατηγορεί ως παράλογη και αφιλοσόφητη την πίστη ότι ο Θεός κατήλθε από τον ουρανό για να σώσει τους ανθρώπους, ενώ σκώπτει τους χριστιανούς για τις διαιρέσεις τους. Ταυτόχρονα, προσπαθεί να τους νουθετήσει να επανέλθουν στην αρχαία θρησκεία των Ολύμπιων θεών.
Σε γενικές γραμμές το έργο του Κέλσου "Αληθής Λόγος", μπορεί να χωριστεί στα εξής βασικά μέρη:
Μέσα από το έργο του Ωριγένη, γίνεται κατανοητό πως ο Κέλσος ήταν ένα πρόσωπο χαρισματικό με μια τεράστια δεξαμενή γνώσεων από την οποία αντλούσε τα επιχειρήματά του, και παρουσίαζε μεγάλη επιδεξιότητα στο να ανιχνεύει τα αδύνατα σημεία του αντιπάλου και σε αυτά να στοχεύει. Είναι συντηρητικός στις τοποθετήσεις του, καθώς οι θέσεις του αντικατοπτρίζουν τις παραδοσιακές αξίες της εποχής του.
Πράγματι, η εγκυκλοπαιδική του μόρφωση ήταν εκτενής και περιλάμβανε γνώση του έργου αρκετών φιλοσόφων, εξοικείωση με τη θρησκεία, τα έθιμα και τις λατρευτικές τελετές αρκετών πολιτισμών, σε σημείο που να μπορεί να θεωρηθεί από τους πρώτους μελετητές του θρησκευτικού συγκρητισμού.
Ως απάντηση στο ερώτημα, τι οδήγησε τον Κέλσο στη συγγραφή του "Αληθούς Λόγου", έχουν διατυπωθεί αρκετές θεωρίες. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι ο Κέλσος θεώρησε τον χριστιανισμό ως ένα κοινωνικό κίνδυνο και θέλησε να τον πολεμήσει με τον τρόπο αυτό. Στην περίπτωση αυτή, επομένως, η επιχειρηματολογία ενάντια στα δόγματα του Χριστιανισμού, ήταν λίγο πολύ δευτερεύουσας σημασίας.
Σύμφωνα με μια άλλη άποψη, το κύριο πρόβλημα του Κέλσου ήταν πως οι Χριστιανοί δεν πειθαρχούσαν στους νόμους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και για το λόγο αυτό άξιζε να υποστούν επίθεση οι ίδιοι και η πίστη τους.
Έχει διατυπωθεί και η θεωρία πως ο Κέλσος σκόπευε να μειώσει την αξία του Χριστιανισμού στα μάτια των οπαδών του και έτσι να μπορέσει να τους επαναφέρει στις θρησκείες που υφίσταντο στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ενώ ο ίδιος δεν φαινόταν να ανησυχεί για την δυνατότητα του Χριστιανισμού να εξαφανίσει την "ειδωλολατρεία".
Εντούτοις, είναι προφανές ότι ο Κέλσος ανησυχούσε για την αύξηση της χριστιανικής θρησκείας. Κατηγορεί τους Χριστιανούς για προσηλυτισμό εκείνων που επηρεάζονται εύκολα και επιτίθεται στις "παράνομες" συνήθειές τους να κάνουν μυστικές συγκεντρώσεις. Το κείμενο του Κέλσου δείχνει πως ο ίδιος είχε αντιληφθεί μια αυξανόμενη μετακίνηση του πληθυσμού προς τη νέα θρησκεία, γεγονός που έπρεπε να ελεγχθεί και να αντιμετωπιστεί. Έτσι μπορεί να εξηγηθεί η λεπτομερής καταγραφή των χριστιανικών δογμάτων και συμπεριφορών τις οποίες επιχείρησε να αντικρούσει.
Αν και η σάτιρα που περιλαμβάνει στην επιχειρηματολογία του φτάνει ως τον εμπαιγμό, τη διακωμώδηση και το σαρκασμό, επικεντρώθηκε στο στόχο του με μεγάλη σοβαρότητα και επιδεξιότητα, καθώς επιδίωξή του ήταν η αναίρεση και διάψευση του Χριστιανισμού μαζί με όλες τις παράλληλες λειτουργίες του.
Ως εκ τούτου, στην εργασία που μας παρέδωσε ο Ωριγένης, δεν βλέπουμε παρά έναν πόλεμο μέχρις εσχάτων ανάμεσα στην ελληνορωμαϊκή παγανιστική θρησκεία και την διαρκώς αυξανόμενη χριστιανική πίστη. Φαίνεται πως, αν ο Χριστιανισμός κατόρθωνε να επιβιώσει, η μελλοντική του πορεία θα ήταν εξασφαλισμένη.
Η επίθεση που εξαπολύει ο Κέλσος ενάντια στον Χριστιανισμό ήταν διαφορετική από κάθε άλλη προηγούμενη επίθεση ή αντίθεση για τις οποίες γνωρίζουμε. Το έργο "Αληθής Λόγος" δεν γράφτηκε για να ικανοποιήσει τις ανάγκες κάποιας τοπικής κατάστασης ή μιας σύντομης μεταβατικής περιόδου. Δεν στοχεύει σε κάποια μεμονωμένη διαδικασία ή δόγμα. Αντίθετα χτυπά στο κέντρο αλλά και στην περιφέρεια του Χριστιανισμού.
Επιτίθεται στα χριστιανικά δόγματα περί Θεού και σωτηρίας, καυτηριάζει τις μυστικές συναντήσεις των Χριστιανών αλλά και τις διαιρέσεις τους και ασκεί έντονη κριτική στην Παλαιά Διαθήκη. Αν και η αμφισβήτηση του προς την Π.Δ. δεν στηρίζεται σε υπομονετική και λεπτομερή έρευνα, είναι βέβαιο πως ο ίδιος γνωρίζει καλά τη σχέση ανάμεσα στον Χριστιανισμό και την Π.Δ. και για το λόγο αυτό χτυπά εξίσου και εκείνη σε μια προσπάθεια να διαλύσει τις βάσεις ώστε να καταρρεύσει ολόκληρο το οικοδόμημα. Κατηγορεί τους Χριστιανούς επειδή έχουν αποστασιοποιηθεί από την παραδοσιακή Ιουδαϊκή θρησκεία. Αμφισβητεί τα χριστιανικά Ευαγγέλια, καθώς θεωρεί ότι αποτελούν αναξιόπιστες μαρτυρίες που κατέγραψαν και μεταβίβασαν οι ίδιοι οι Χριστιανοί.
Χαρακτηρίζει τον Χριστό ως μάγο και απατεώνα και επιχειρηματολογεί κατά της ενανθρώπησης του Θεού και της ανάστασής του. Κάποια θαύματα του Ιησού τα θεωρεί ως μυθοπλασίες των μαθητών του, ενώ γενικότερα δεν τα απορρίπτει ως γεγονότα καθώς τα θεωρεί αποτέλεσμα των μαγικών δυνάμεων που ασκούσε ο Ιησούς.
Διακωμωδεί και περιφρονεί τους χριστιανούς, οι οποίοι θεωρεί ότι στερούνται και της παραμικρής παιδείας. Τονίζει την τάση των Χριστιανών να επιδίδονται σε σχίσματα και αιρέσεις, ενώ στο κλείσιμο του έργου, τους καλεί να υποστηρίξουν τον Αυτοκράτορα και να συστρατευθούν μαζί του (8:73), αλλά και να αποδεχθούν τη συνδιοίκηση του στρατού (8:73) και τη διακυβέρνηση ακόμη της πατρίδας (8:75), το οποίο βέβαια για τους τότε χριστιανούς θα σήμαινε αποδοχή τη λατρείας του Αυτοκράτορα ως θεού (8:65), συμμετοχή σε διαδικασίες απόδoσης λατρείας σε "ειδωλολατρικές θεότητες" (8:66) και ορκωμοσία στον Αυτοκράτορα ως σε θεό (8:65, 8:67).
Ο Κέλσος ακόμη υποστηρίζει ότι ο Ιησούς είχε μελετήσει τον Πλάτωνα και ότι ο χριστιανισμός έλαβε πολλά στοιχεία από την ελληνική φιλοσοφία, αλλά τα διέστρεψε.
Ο Ωριγένης σχολιάζει σχετικά με τον Κέλσο:
Ένα από τα μεγάλα του σφάλματα, το οποίο σε αρκετά σημεία αποδυναμώνει την κριτική του, είναι ότι δεν κατάφερε να διαχωρίσει τις θέσεις της επίσημης Χριστιανικής Εκκλησίας από τις αιρέσεις και κυρίως από τις τάσεις του Γνωστικισμού και φαίνεται να τις αντιμετωπίζει ισότιμα[7]. Το σημείο αυτό το τονίζει ιδιαίτερα ο Ωριγένης, ο οποίος και το χρησιμοποιεί ως αφορμή για να απορρίψει αρκετά σημεία της κριτικής του Κέλσου.