Συντεταγμένες: 51°16′N 17°57′E / 51.267°N 17.950°E
Κέμπνο | |||
---|---|---|---|
| |||
51°16′42″N 17°59′21″E | |||
Χώρα | Πολωνία[1] | ||
Διοικητική υπαγωγή | Gmina Kępno | ||
Έκταση | 7,79 km² | ||
Πληθυσμός | 13.951 (31 Μαρτίου 2021)[2] | ||
Ταχ. κωδ. | 63-600 | ||
Ζώνη ώρας | UTC+01:00 (επίσημη ώρα) UTC+02:00 (θερινή ώρα) | ||
Ιστότοπος | Επίσημος ιστότοπος | ||
Σχετικά πολυμέσα | |||
Το Κέμπνο (πολωνικά: Kępno [ˈkɛmpnɔ] ( ακούστε), γερμανικά: Kempen in Posen) είναι πόλη του Πόβιατ Κέμπνο, στο Βοεβοδάτο της Μεγάλης Πολωνίας της νοτιοκεντρικής Πολωνίας. Βρίσκεται στα περίχωρα του βοεβοδάτου, όπου συνορεύει με την ιστορική περιοχή της Σιλεσίας και το Βοεβοδάτο Λοτζ. Ο πληθυσμός του είναι 13.838 κάτοικοι (2020).[3]
Η ιστορία του Κέμπνο χρονολογείται από ένα μεσαιωνικό πολωνικό οχυρό. Η παλαιότερη γνωστή αναφορά του Κέμπνο προέρχεται από το 1282, όταν ήταν ο τόπος υπογραφής της Συνθήκης του Κέμπνο, μεταξύ των δούκων της κατακερματισμένης Πολωνίας, Πσέμισλ Β΄, Δούκα της Μείζονος Πολωνίας και Μέστβιν Β΄, Δούκα της Πομερανίας. Το 1283 απολάμβανε τα προνόμια πόλης της.[4] Αρχικά ήταν βασιλική πόλη της Πολωνίας, το 1365 παραχωρήθηκε από τον Βασιλιά Καζίμιρ Γ΄ το Μέγα στον ιππότη και ευγενή Βιεζμπιέτα του Πανιέβιτς.[4] Τοποθετημένο διοικητικά στο Βοεβοδάτο Σιέραντζ (1339-1793) στην Επαρχία Μείζονος Πολωνίας του Πολωνικού Στέμματος, έγινε και πάλι χωριό.[4] Ανέκτησε τα προνόμια πόλης το 1660, με απόφαση του Βασιλιά Ιωάννη Β΄ Καζίμιρ της Πολωνίας.[4] Προτεστάντες από την κοντινή Σιλεσία, καθώς και Εβραίοι εγκαταστάθηκαν στο Κέμπνο τον 17ο αιώνα. Μία από τις δύο κύριες διαδρομές που συνέδεαν τη Βαρσοβία και τη Δρέσδη διέσχιζε την πόλη τον 18ο αιώνα και οι Βασιλείς Αύγουστος Β΄ ο Δυνατός και Αύγουστος Γ΄ της Πολωνίας ταξίδευαν συχνά σε αυτήν τη διαδρομή.[5]
Το Κέμπνο προσαρτήθηκε από το Βασίλειο της Πρωσίας στο δεύτερο διαμελισμό της Πολωνίας το 1793. Διοικούμενο στη Νότια Πρωσία από το 1793 έως το 1807, ήταν μέρος του Ναπολεόντειου Δουκάτου της Βαρσοβίας από το 1807 έως το 1815. Ως Kempen (Κέμπεν), αποκαταστάθηκε στην Πρωσία στο Συνέδριο της Βιέννης το 1815 και διοικήθηκε εντός του Μεγάλου Δουκάτου του Πόζεν (μέχρι το 1848) και της Επαρχίας Πόζεν, εντός της οποίας ήταν η έδρα της περιφέρειας Κέμπεν εντός του Πόζεν. Η πόλη ήταν ένα στετλ του 19ου. Η πλειοψηφία των Εβραίων εγκατέλειψε την πόλη κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα λόγω των επιδημιών (χολέρα, κ.α.) και των κακών συνθηκών διαβίωσης. Έφυγαν κυρίως για το Βρότσουαφ και τα περίχωρα, το Βερολίνο και την Αμερική. Μετανάστες από το Κέμπεν ήταν οι πρώτοι Εβραίοι που εγκαταστάθηκαν στη Γουατεμάλα και αποτέλεσαν τη βάση της γερμανοεβραϊκής κοινότητας εκεί. Στο μεταξύ, ο πολωνικός πληθυσμός υπέκειτο σε πολιτικές γερμανοποίησης.[4] Από τα μέσα του 19ου αιώνα, για να αντισταθούν στη γερμανοποίηση, οι Πολωνοί ίδρυσαν διάφορους οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένων βιομηχανικών και πολιτιστικών εταιρειών, τυπογραφεία και ένα τοπικό παράρτημα της Πολωνικής Γυμναστικής Εταιρείας «Σόκουου».[6] Στις αρχές του 20ου αιώνα, οι ντόπιοι Πολωνοί διαμαρτυρήθηκαν ενάντια στις πολιτικές γερμανοποίησης.[7]
Το 1918, η Πολωνία ανέκτησε την ανεξαρτησία της μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ξέσπασε η Εξέγερση της Μείζονος Πολωνίας (1918-1919), στόχος της οποίας ήταν η επανένωση της περιοχής με την Πολωνία. Σε απάντηση, οι Γερμανοί τοποθέτησαν πάνω από 1.000 στρατιώτες Grenzschutz στην πόλη και καταδίωξαν τον τοπικό πολωνικό πληθυσμό.[8] Τον Ιανουάριο του 1919, οι Γερμανοί φυλάκισαν έξι κορυφαίους ντόπιους Πολωνούς ακτιβιστές στο Σφιεντόσουφ.[8] Παρά τα σχέδιά τους, οι Πολωνοί αντάρτες δεν προσπάθησαν να ανακαταλάβουν την πόλη, ωστόσο, αποκαταστάθηκε στην Πολωνία στις 17 Ιανουαρίου 1920.[8]
Μετά την εισβολή στην Πολωνία και το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τον Σεπτέμβριο του 1939, το Κέμπνο καταλήφθηκε από τη Βέρμαχτ και στις 6–7 Σεπτεμβρίου 1939 το Einsatzgruppe III μπήκε στην πόλη για να διαπράξει θηριωδίες κατά των Πολωνών.[9] Μερικοί Πολωνοί από το Κέμπνο δολοφονήθηκαν από γερμανικά στρατεύματα ήδη στις 7 Σεπτεμβρίου 1939 στο κοντινό χωριό Βιλάζλουφ.[10] Η πόλη προσαρτήθηκε από τη Ναζιστική Γερμανία, μετονομάστηκε σε Kempen και διοικήθηκε ως τμήμα της κομητείας (kreis) του ίδιου ονόματος εντός του Ράιχσγκαου Βάρτελαντ. Ο πληθυσμός της υπέστη διαχωρισμό, γερμανοποίηση, δήμευση περιουσίας, συλλήψεις, απελάσεις, εκτοπίσεις σε καταναγκαστικά έργα, φυλάκιση σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και εκτελέσεις.[11] Οι Γερμανοί ίδρυσαν και λειτούργησαν μια ναζιστική φυλακή στην πόλη.[12] Πολωνικά μνημεία καταστράφηκαν.[13] Το πολωνικό κίνημα αντίστασης οργανώθηκε στο Κέμπνο τον Νοέμβριο του 1939.[14] Τα στρατεύματα του Κόκκινου Στρατού κατέλαβαν την πόλη στις 21 Ιανουαρίου 1945 και με το τέλος του πολέμου, η πόλη επέστρεψε στην Πολωνία, αν και με έναν κομμουνιστικά εγκατεστημένο από τους Σοβιετικούς καθεστώς, το οποίο παρέμεινε στην εξουσία μέχρι την πτώση του κομμουνισμού τη δεκαετία του 1980. Το πολωνικό κίνημα αντίστασης παρέμεινε ενεργό στην πόλη και τον Σεπτέμβριο του 1945 κατέλαβε το τοπικό κομμουνιστικό αστυνομικό τμήμα και απελευθέρωσε τους κρατούμενους.
Το Κέμπνο είναι ένας από τους τόπους παραγωγής του τυριού λιλίπουτ Μείζονος Πολωνίας (ser liliput wielkopolski), ενός παραδοσιακού τοπικού πολωνικού τυριού, που προστατεύεται ως παραδοσιακό φαγητό από το Υπουργείο Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης της Πολωνίας.[15]