Κίκα | |
---|---|
Σκηνοθεσία | Πέδρο Αλμοδόβαρ[1][2] |
Παραγωγή | Αγουστίν Αλμοδόβαρ |
Σενάριο | Πέδρο Αλμοδόβαρ |
Πρωταγωνιστές | Verónica Forqué[3][2][4], Πίτερ Κογιότ[3][4], Βικτόρια Αμπρίλ[3][4], Ρόσι ντε Πάλμα, Joaquín Climent[4], Bibiana Fernández[4], Charo López, Karra Elejalde[5], Blanca Li[5], Anabel Alonso[5], Àlex Casanovas[6] και Μανουέλ Μπαντέρα[5] |
Μουσική | Ενρίκε Γκρανάδος |
Φωτογραφία | Alfredo F. Mayo |
Μοντάζ | Χοσέ Σαλσέντο |
Εταιρεία παραγωγής | Ciby 2000 |
Διανομή | Sandrew Film & Theater |
Πρώτη προβολή | 1993 και 17 Μαρτίου 1994 (Γερμανία)[7] |
Διάρκεια | 110 λεπτά |
Προέλευση | Ισπανία[8][9] και Γαλλία[8][9] |
Γλώσσα | Ισπανικά |
δεδομένα ( ) |
Το Κίκα (ισπανικά: Kika) είναι μαύρη κωμωδία του 1993 σε σενάριο και σκηνοθεσία του Πέδρο Αλμοδόβαρ με πρωταγωνίστρια τη Βερόνικα Φορκέ ως Κίκα. Η Φορκέ κέρδισε βραβείο Γκόγια καλύτερης ηθοποιού και ήταν η δεύτερη πρωταγωνίστρια σε ταινία του Αλμοδόβαρ που το πέτυχε.
Η Κίκα, μια αφελής μακιγιέζ, θυμάται πώς γνώρισε τον αγαπημένο της Ραμόν. Είχε δώσει τον αριθμό τηλεφώνου της στον πατριό του, τον Αμερικανό συγγραφέα Νίκολας Πιρς, και εκείνος την είχε καλέσει όχι για σεξ όπως η ίδια ήλπιζε, αλλά για να μακιγιάρει το πτώμα του Ραμόν. Ο Ραμόν, ωστόσο, ήταν απλώς κατατονικός και ξύπνησε ξαφνικά. Ο Ραμόν είναι φωτογράφος μόδας με ηδονοβλεπτικές τάσεις και ψυχικά τραύματα μετά την αυτοκτονία της μητέρας του, η οποία είχε κάνει πολλές απόπειρες. Αφήνει τον Νίκολας, ο οποίος έχει επιστρέψει στη Μαδρίτη, να μένει πάνω από το διαμέρισμα όπου μένει ο ίδιος με την Κίκα και συζητά μαζί του για το αν θα πουλήσουν το εξοχικό σπίτι της οικογένειας, το Κάζα Γιουκαλί, το οποίο κατέχουν από κοινού. Ο Ραμόν κάνει πρόταση γάμου στην Κίκα, η οποία δέχεται αλλά νιώθει διχασμένη και απατά τον Ραμόν με τον Νίκολας.
Ο Νίκολας γράφει ένα μυθιστόρημα για μια λεσβία κατά συρροήν δολοφόνο, ενώ παράλληλα βιοπορίζεται ως ελεύθερος επαγγελματίας δουλεύοντας για μια εξωφρενική τηλεοπτική εκπομπή που ασχολείται με παράξενα και μακάβρια γεγονότα. Η εκπομπή δημιουργήθηκε και παρουσιάζεται από την Αντρέα Καρακολτάδα ("Σημαδεμένη"), η οποία ντύνεται εκκεντρικά και έχει αντίστοιχη προσωπικότητα. Η Αντρέα ήταν ψυχολόγος και ο Ραμόν ήταν κάποτε ασθενής της και μετέπειτα εραστής της. Αυτός λέει στον Νίκολας ότι μόνη της σημάδεψε το πρόσωπό της όταν την παράτησε και τώρα τον καταδιώκει.
Στην εκπομπή της, η Αντρέα αναφέρει ότι ο Πολ Μπάτσο (πραγματικό όνομα: Πάμπλο Μέντεζ), ένας σεξομανής με διανοητικά προβλήματα και πρώην πορνοστάρ που έχει φυλακιστεί για βιασμούς, δραπέτευσε ενώ παρακολουθούσε μια θρησκευτική πομπή. Εμφανίζεται στο διαμέρισμα του Ραμόν και της Κίκας επειδή η υπηρέτρια τους, Χουάνα, είναι αδελφή του. Η Χουάνα δίνει στον αδελφό της οδηγίες να τη δέσει, να τη χτυπήσει μέχρι λιποθυμίας, να κλέψει τιμαλφή από το σπίτι και μετά να κρυφτεί στο σπίτι ενός ξαδέλφου. Ο Πολ, ωστόσο, βρίσκει την Κίκα να κοιμάται και τη βιάζει με την απειλή μαχαιριού. Ένας αόρατος ηδονοβλεψίας που κρυφοκοιτάζει το δωμάτιο της Κίκας ειδοποιεί την αστυνομία και τελικά φτάνουν δύο ανίκανοι επιθεωρητές, πυροβολούν την πόρτα και με μεγάλη δυσκολία διακόπτουν τον βιασμό. Ο Πολ δραπετεύει και πέφτει πάνω στην Αντρέα, η οποία φορά φουτουριστική στολή ρεπόρτερ με βιντεοκάμερα τοποθετημένη στο κράνος της. Ζητά συνέντευξη, αλλά εκείνος τη σπρώχνει και της κλέβει τη μηχανή. Στη συνέχεια, η Αντρέα μπαίνει στο διαμέρισμα και παρενοχλεί την Κίκα. Οι αστυνομικοί μπερδεύονται με την παρουσία της, γιατί αν και συχνά της δίνουν πληροφορίες, σε αυτήν την περίπτωση δεν το είχαν κάνει. Η Αντρέα λέει ότι την ειδοποίησε ένας άγνωστος ηδονοβλεψίας ο οποίος μετέδωσε βίντεο με τον βιασμό στην εκπομπή της, με αποτέλεσμα η Κίκα να καταρρεύσει.
Στη συνέχεια, ο Ραμόν δεν βοηθάει την Κίκα, η οποία τον ακούει να ομολογεί στον Νίκολας ότι αυτός κάλεσε την αστυνομία: του άρεσε να την κρυφοκοιτάζει από το παράθυρο του φωτογραφικού του στούντιο. Τον παρατάει χωρίς εξηγήσεις, ενώ φεύγει από το σπίτι και η Χουάνα, που γεμάτη ενοχές ομολογεί τον ρόλο της στον βιασμό. Ο Ραμόν λέει επίσης στον Νίκολας ότι έχει κρατήσει τα ημερολόγια της μητέρας του, αλλά δεν βρήκε ποτέ τη δύναμη να τα διαβάσει. Το κάνει, ωστόσο, αφού ο Νίκολας έχει επιστρέψει στο Κάζα Γιουκαλί, και ανακαλύπτει ότι το αποχαιρετιστήριο γράμμα που του είχε δώσει ο Νίκολας υποτίθεται από τη μητέρα του ήταν στην πραγματικότητα σχισμένο από μια παλιά καταχώρηση στο ημερολόγιο. Ο Ραμόν κατηγορεί τον Νίκολας ότι δολοφόνησε τη μητέρα του.
Εντωμεταξύ, αποδεικνύεται ότι και η Αντρέα αλλά και ο Ραμόν κατασκόπευαν το διαμέρισμα από διαφορετικές θέσεις. Καθώς εξετάζει το βίντεο του επάνω ορόφου, η Αντρέα συνειδητοποιεί ότι ο Νίκολας φαίνεται να δολοφόνησε μια από τις πολλές φιλενάδες του, τη Σουζάνα, όταν τον επισκέφτηκε. Συνδέοντας αυτό το περιστατικό με το τελευταίο του βιβλίο, πηγαίνει και αυτή στο Κάζα Γιουκαλί με ένα πιστόλι και βρίσκει στον κήπο έναν φρεσκοσκαμμένο τάφο. Ο Νίκολας κλειδώνεται μέσα, αλλά εκείνη εισβάλλει επιθετικά και του προτείνει να του πάρει συνέντευξη και να τον αφήσει να το σκάσει πριν προβληθεί η εκπομπή. Μαλώνουν και αλληλοπυροβολούνται. Τότε, εμφανίζεται η Κίκα και ο Νίκολας ομολογεί ετοιμοθάνατος ότι το μυθιστόρημά του για τη λεσβία κατά συρροή δολοφόνο είναι στην πραγματικότητα αυτοβιογραφία, όπως είχε καταλάβει η Αντρέα. Η Κίκα βρίσκει επίσης τα σώματα της Αντρέα, της Σουζάνας και του Ραμόν, τον οποίο καταφέρνει να αναστήσει για δεύτερη φορά με ηλεκτροσόκ. Ο Ραμόν είχε πάθει σοκ αφού ανακάλυψε το σώμα της Σουζάνας στο μπάνιο.
Ενώ ο Ραμόν μεταφέρεται στο νοσοκομείο, η Κίκα βρίσκει στον δρόμο έναν οδηγό και ενδιαφέρεται αμέσως για αυτόν, δηλώνοντας ότι μπορεί να χρειαστεί νέα κατεύθυνση στη ζωή της.
Το "Concierto para Bongó" του Πέρεζ Πράντο χρησιμεύει ως μουσική υπόκρουση σε ορισμένες σκηνές, όπως οι σκηνές αυτομαστίγωσης των πιστών χριστιανών, ενός κυνηγητού με αυτοκίνητα και η σκηνή του βιασμού της Κίκας (όταν επαναλαμβάνεται στην τηλεόραση από την Αντρέα).
Τα κεντρικά θέματα της ταινίας είναι η διαφθορά και η ελπίδα,[10] και χαρακτηρίζεται από διαβρωτικό χιούμορ.[10]
Η ταινία σχολιάζει την παρεμβατική φύση των τηλεοπτικών ριάλιτι που ήταν σχετικά νέο φαινόμενο εκείνη την εποχή.[11]
Η ανταπόκριση στην ταινία ήταν ανάμεικτη. Ορισμένοι τη χαρακτήρισαν το πιο έντονο και εκπληκτικό έργο του Αλμοδόβαρ μέχρι τότε.[12]
Η ταινία έχει βαθμολογία 59% στον ιστότοπο Rotten Tomatoes από 17 κριτικές.[13]
Ο Τζον Χαρτλ της εφημερίδας Seattle Times έκανε θετική κριτική, σχολιάζοντας ότι για πρώτη φορά μέσα σε χρόνια, ο Αλμοδόβαρ "έχει σατιρικό στόχο που αξίζει τον κόπο: τηλεοπτικές σκανδαλοθηρικές εκπομπές που ειδικεύονται στην παραβίαση της ιδιωτικής ζωής".[14]
Αντίθετα, το Seattle Post-Intelligencer την κατέταξε ως μία από τις 10 χειρότερες ταινίες του 1994.[15]