Καζίμιες Αλχιμόβιτς | |
---|---|
![]() | |
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Kazimierz Alchimowicz (Πολωνικά) |
Γέννηση | 20 Δεκεμβρίου 1840[1][2][3] Dembrava[4] |
Θάνατος | 31 Δεκεμβρίου 1916[1][3][5] Βαρσοβία[4][6] |
Τόπος ταφής | Κοιμητήριο Ποβόνσκι |
Χώρα πολιτογράφησης | Βασίλειο της Πολωνίας (1815-1915) Ρωσική Αυτοκρατορία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Μητρική γλώσσα | Πολωνικά |
Ομιλούμενες γλώσσες | Πολωνικά[7] Λευκορωσικά[7] |
Σπουδές | Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ζωγράφος[6] γλύπτης[6] |
Οικογένεια | |
Αδέλφια | Χιάτσιντ Αλχιμόβιτς |
Στρατιωτική σταδιοδρομία | |
Πόλεμοι/μάχες | Ιανουαριανή Εξέγερση |
![]() | |
Ο Καζίμιες Αλχιμόβιτς (πολωνικά: Kazimierz Alchimowicz) (20 Δεκεμβρίου 1840 – 31 Δεκεμβρίου 1916)[8] ήταν Πολωνός ρομαντικός ζωγράφος, ο οποίος γεννήθηκε στο Κυβερνείο Βίλνα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας (σημερινή Λευκορωσία).
Ο Αλχιμόβιτς αρχικά εργάστηκε ως διαχειριστής κτημάτων κοντά στο Κίεβο και εξορίστηκε στη Σιβηρία[9] για έξι χρόνια σκληρής εργασίας για τη συμμετοχή του στην Ιανουαριανή Εξέγερση (1863). Όσο ήταν εκεί, άρχισε να σχεδιάζει για να ανακουφίσει τη μονοτονία. Μετά την επιστροφή του (1869), γράφτηκε σε ένα μάθημα σχεδίου στη Βαρσοβία, που διδάσκονταν από τον Βόιτσεχ Γκέρσον και χρηματοδοτούντνα από την Αυτοκρατορική Ακαδημία Τεχνών. Σε αυτό το διάστημα, του απονεμήθηκαν δύο αργυρά μετάλλια από την Ακαδημία. Από το 1873 έως το 1875 σπούδασε τέχνη στα στούντιο του Αλεξάντερ φον Βάγκνερ στο Μόναχο.[9]
Από το 1876 έως το 1878, έζησε στο Παρίσι και εξέθεσε στο Σαλόν. Για ένα διάστημα, εργάστηκε ως επικεφαλής ενός στούντιο στο Φονταινεμπλώ, όπου ζωγράφιζε πορσελάνη, αλλά σύντομα παραιτήθηκε και επέστρεψε στη Βαρσοβία, όπου ίδρυσε το δικό του στούντιο το 1880. Μετά το 1890, δίδαξε σχέδιο σε ένα ιδιωτικό σχολείο που λειτουργούσε από την παιδαγωγό τέχνης, Μπρονισουάβα Ποσφικόβα (1855-1902).
Η καλλιτεχνική του έμπνευση προήλθε κυρίως από την αγροτική ζωή και την ιστορία. Μεταξύ των πιο αξιοσημείωτων έργων του είναι ένα ταμπλό σκηνών με τίτλο Goplana, εμπνευσμένο από το έργο Balladyna του Γιούλιους Σουοβάτσκι. Έκανε επίσης ένα ταμπλό με δώδεκα σχέδια βασισμένα στο πολωνικό ιστορικό ποίημα Κύριος Ταντέους (Pan Tadeusz) του Άνταμ Μιτσκιέβιτς. Εκτός από τη ζωγραφική του, δημιούργησε θρησκευτικές τοιχογραφίες και δοκίμασε τις δυνάμεις του στην ξυλογλυπτική.
Ο μικρότερος αδελφός του, Χιάτσιντ, που έζησε στη Γαλλία, ήταν επίσης ζωγράφος.