Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Ο Καζασκέρης (τουρκ. kadıasker) ήταν στρατιωτικός και θρησκευτικός τίτλος στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Είναι σύνθετη λέξη που προέρχεται από το καδής (=ιεροδικαστής) και ασκέρ (= στρατός), και αντιστοιχεί περίπου σε σύγχρονο ανώτατο στρατοδίκη. Ο θεσμός του καζασκέρη χρονολογείται από το 2ο/8ο αιώνα, όταν ο κυβερνήτης της Αιγύπτου Σαλίχ ιμπν Αλί (π. 132/750), οργάνωσε στρατιωτική εκστρατεία διορίζοντας ένα δικαστή για κάθε μονάδα του στρατού. Κατά τη δυναστεία των Αγιουβιδών, τέθηκε σε χρήση από τον Σαλαντίν (1138-93), ενώ ο ίδιος θεσμός χρησιμοποιήθηκε επίσης από τους Σελτζούκους.
Στα πλαίσια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καζασκέρης διορίστηκε για πρώτη φορά από τον σουλτάνο Μουράτ Α' το 765/1363, στην Προύσα, έχοντας στρατιωτικές αρμοδιότητες και την επίβλεψη όλων των καδήδων. Ο Μωάμεθ Β΄ καθιέρωσε δύο καζασκέρηδες: έναν της Ρούμελης, με αρμοδιότητα σε όλα τα εδάφη δυτικά της Κωνσταντινούπολης και έναν της Ανατολής για τα αντίστοιχα ανατολικά της Κωνσταντινούπολης εδάφη της αυτοκρατορίας. Ως αποτέλεσμα νέων οθωμανικών κατακτήσεων, το 922/1516, ο Σελίμ Α' θεσμοθέτησε το αξίωμα ενός τρίτου καζασκέρη στο Ντιγιάρμπακιρ, το οποίο όμως σύντομα καταργήθηκε.
Ο Καζασκέρης στην περίοδο της σουλτανικής Τουρκίας θεωρούνταν ανώτατος θρησκευτικός λειτουργός και κατείχε στην ιεραρχία την ενδιάμεση θέση μεταξύ του Σεϊχουισλάμη και των Καδήδων και ανήκε στην ακολουθία του σουλτάνου, τόσο στις εκστρατείες όπου συμμετείχε αυτοπροσώπως, όσο και στις διάφορες περιοδείες του στην ύπαιθρο, προκειμένου να παρέχει συμβουλές σε διάφορα ζητήματα που προέκυπταν. Η ημερήσια αμοιβή του ανερχόταν στους 500 ακτσέδες, αλλά του αναλογούσε επιπλέον το 15 τοις χιλίοις της λείας των στρατιωτών. Μέχρι τον 11ο/17ο αιώνα διοριζόταν με πρόταση του Μεγάλου Βεζίρη και αργότερα από τον μουφτή της Κωνσταντινούπολης. Η θητεία του είχε διάρκεια ενός έτους. Από τα μέσα του 16ου αιώνα η επιρροή τους μειώθηκε σημαντικά, αν και παρέμειναν μέλη του αυτοκρατορικού συμβουλίου (διβάνι) μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα. Οι τίτλοι των καζασκέρηδων Ρούμελης και Ανατολίας ενοποιήθηκαν το 1914.