Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Η λέξη καθήκον, με τη γενικότερη έννοια κατά τη χρήση της, συνώνυμο της υποχρέωσης, υποδηλώνει την οποιαδήποτε πράξη που επιτάσσουν αποδεκτοί ρυθμιστικοί κανόνες κοινωνικής
συμπεριφοράς και συνεργατικής δράσης. Ειδικότερα χρησιμοποιείται (επί το πλείστον) με την έννοια πράξης που υποδηλώνει "ρόλο" ή "λειτούργημα" με κάποια σχετική διάρκεια, (π.χ. συζυγικό, αστυνομικό, στρατιωτικό, καθήκον του πολίτη κ.ά.).
Πολλές φορές το καθήκον περιλαμβάνει και κάποια έννοια θυσίας, τούτο παρατηρείται περισσότερο στην εθιμοτυπία στους λεγόμενους "κανόνες εθιμοτυπίας" (rules of etiquette), αλλά και στον ορθό λόγο (ορθή ομιλία), όπου στις περιπτώσεις αυτές το επιβαλλόμενο δεν αποτελεί καθήκον. Κάτω από αυτό το πρίσμα κινούνται και οι ηθικολόγοι που προτάσσουν σε αντιδιαστολή τη σύγκρουση μεταξύ καθήκοντος και συμφέροντος.
Α. Από "νομικής άποψης", ανάλογα των νομικών κανόνων που επιτάσσουν σε πρόσωπα να πράξουν κάτι ή να απόσχουν πράξης, το καθήκον διακρίνεται σε:
B. Από "κοινωνικής άποψης" το καθήκον διακρίνεται σε: