Κανάλι του Μιντί | |
---|---|
Επίσημο όνομα στον κατάλογο μνημείων Π.Κ. | |
Χώρα μέλος | Γαλλία |
Τύπος | Πολιτισμικό |
Κριτήρια | (i),(ii,)(iv),(vi) |
Ταυτότητα | 770 |
Περιοχή | Ευρώπη και Βόρεια Αμερική |
Ιστορικό εγγραφής | |
Εγγραφή | 1996 ( συνεδρίαση) |
Το κανάλι του Μιντί (γαλλ. Canal du Midi (ελ. Κανάλι της νότιας Γαλλίας), οξιτανικά Canal de las Doas Mars (ελ. Κανάλι των δύο Θαλασσών)) είναι υδάτινος δίαυλος μήκους 240 χιλιομέτρων (κυρίως κανάλι) στη νότια Γαλλία. Το κανάλι συνδέει το κανάλι του ποταμού Γκαρόν (Garonne, παλ. ελλ. Γαρούνας) με τη λιμνοθάλασσα του Τω (Étang de Thau) στην ακτή της Μεσογείου και μαζί με το κανάλι του Γκαρόν σχηματίζουν το Κανάλι των Δύο Θαλασσών (Canal des Deux Mers), το οποίο συνδέει τη Μεσόγειο με τον Ατλαντικό Ωκεανό. Το κανάλι του Midi ξεκινά από τη λιμνοθάλασσα Τω και καταλήγει στην Τουλούζη. Σχεδιάστηκε τον 17ο αιώνα από τον μηχανικό Πιέρ-Πωλ Ρικέ (Pierre-Paul Riquet) και η κατασκευή είχε ως αρχιμηχανικό τον Ζαν-Πολυκάρπ Μαγκέ (Jean-Polycarpe Maguès).[1] Θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα τεχνικά επιτεύγματα της εποχής του και, από το 1996, αποτελεί Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO[2]. Εκτός από το κυρίως κανάλι και για την υποστήριξή του έχουν κατασκευαστεί περισσότεροι από 90 υδατοφράκτες, αρκετοί υδαταγωγοί, γέφυρες και φράγματα.
Η ιδέα δημιουργίας ενός καναλιού σύνδεσης της Μεσογείου με τον Ατλαντικό Ωκεανό χρονολογείται από την αρχαιότητα. Πολλοί ηγέτες, όπως οι Αύγουστος, Νέρωνας, Καρλομάγνος, Φραγκίσκος ο Α', Κάρολος ο Θ' και Ερρίκος ο Δ' διαβλέποντας το οικονομικό, πολιτικό και στρατιωτικό όφελος που θα μπορούσε να αποφέρει μια παρόμοια κατασκευή, είχαν σκεφτεί να τη σχεδιάσουν και υλοποιήσουν, αλλά κάτι τέτοιο δεν προχώρησε ποτέ. Την εποχή εκείνη οι μεταφορές ήταν δύσκολες και γεμάτες κινδύνους από ληστές στην ξηρά και από τους πειρατές στη θάλασσα, ενώ η διαδρομή ενός μικρού πλοίου για την παράκαμψη της Ιβηρικής χερσονήσου και την έξοδο στον Ατλαντικό μπορούσε να διαρκέσει και ένα μήνα.[3] Ειδικότερα, ο Γάλλος βασιλέας Φραγκίσκος ο Α' είχε καλέσει τον Λεονάρντο ντα Βίντσι τον 16ο αιώνα για τη σχεδίαση μιας πλωτής σύνδεσης μεταξύ των ποταμών Οντ (Aude) και Γκαρόν, σχέδιο που δεν προχώρησε.[2]
Τον 17ο αιώνα παρουσιάστηκε ένα σχέδιο παρόμοιας κατασκευής στον βασιλιά της Γαλλίας. Είχε προηγηθεί, το 1642, η κατασκευή του καναλιού του Μπριάρ (Canal de Briare)[4], το οποίο είχε επιτύχει να συνδέσει τον ποταμό Λίγηρα με τον Σηκουάνα με την κατάλληλη παροχή νερού και μια σειρά από υδατοφράκτες.[5]
Η ιδέα δημιουργίας του καναλιού κατέτρωγε τον Ζαν Πωλ Ρικέ από μικρή ηλικία, δεν διέθετε όμως τα μέσα για τη δημιουργία του. Ο Ρικέ κατάφερε να διοριστεί φοροεισπράκτορας για το αλάτι στην αυλή του Λουδοβίκου του 16ου στην περιοχή του Λανγκντόκ επί μακρό χρονικό διάστημα[6] και κατάφερε να συγκεντρώσει το μεγαλύτερο τμήμα του ποσού που χρειαζόταν ένα παρόμοιο εγχείρημα. Ο Ρικέ είχε αναθαρρήσει βλέποντας να υλοποιείται το κανάλι του Μπριάρ, στο οποίο είχαν επιλυθεί δυσχερή προβλήματα, όπως η παροχή νερού στο κανάλι και οι διαφορές στάθμης μεταξύ διαφόρων σημείων της διαδρομής, που αντιμετωπίστηκαν με υδατοφράκτες. Ωστόσο, οι επιστήμονες μηχανικοί της εποχής δεν πίστευαν ότι η διάνοιξη παρόμοιου καναλιού στη δυσχερή τοπογραφία του Λανγκντόκ ήταν δυνατή και δεν είχαν μεγάλη διάθεση να βοηθήσουν σε ένα τέτοιο εγχείρημα.[5]
Ο Ρικέ δεν απογοητεύτηκε. Παρά το μεγάλο της ηλικίας του (ήταν 58 ετών) ξεκίνησε τη σχεδίαση και την υλοποίησή της το 1662. Το βασικό πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει ήταν η τροφοδοσία του καναλιού με νερό. Το επέλυσε κατασκευάζοντας ταμιευτήρα στην περιοχή του Καστελνωντρύ (Castelnaudary), μέσω του οποίου το νερό μπορούσε να ρέει είτε προς την κατεύθυνση της θάλασσας (ανατολικά) είτε προς την κατεύθυνση της Τουλούζης (δυτικά).[7]
Ο Ρικέ έδειξε τα σχέδιά του στον Ζαν Μπατίστ Κολμπέρ, στοχεύοντας στην οικονομική ενίσχυση από κρατικής πλευράς. Ο Κολμπέρ αντιλήφθηκε αμέσως τα πολιτικά, στρατιωτικά και οικονομικά οφέλη ενός παρόμοιου έργου και υποστήριξε τη χρηματοδότησή του. Ο Ρικέ επιπλέον είχε να αντιμετωπίσει την αντιζηλία του αρχιεπισκόπου της Τουλούζης Ανγκλύρ ντε Μπουρλεμόν (Anglure de Bourlemont), ο οποίος είχε επίσης καταρτίσει παρόμοια σχέδια, αλλά δεν είχε καταφέρει να επιλύσει τα προβλήματα που προέκυπταν. Ο Ρικέ αναγκάστηκε να χρηματοδοτήσει μόνος του την κατασκευή της δοκιμαστικής τάφρου που θα τροφοδοτούσε το κανάλι με νερό.[6] Ωστόσο, η υποστήριξη του Κολμπέρ τελικά ήταν αμέριστη στα σχέδια του Ρικέ, έστω και τέσσερα χρόνια μετά την αρχική του πρόταση. Έτσι το 1666 βασιλικό έδικτο ανακοίνωνε τη δημιουργία του και απέδιδε στον Ρικέ την ευρεσιτεχνία. Το έδικτο αυτό έδινε στον Ρικέ το δικαίωμα να κατασκευάσει μόνο το δυτικό τμήμα του καναλιού, μεταξύ Γκαρόν - Τουλούζης και Οντ στην Τρεμπ (Trèbes). Το 1669 εκδόθηκε και δεύτερο έδικτο με το οποίο ο Ρικέ εξουσιοδοτήθηκε να κατασκευάσει και το δεύτερο (ανατολικό) τμήμα, από την Τρεμπ ως τη Σετ (Sète) και τη μεσογειακή ακτή.[2]
Το έργο αντιμετώπισε πολλές αντιξοότητες και οικονομικές κρίσεις κατά το χρονικό διάστημα της κατασκευής του. Ο Ρικέ δεν ευτύχησε να δει το έργο που ονειρευόταν τελειωμένο, καθώς απεβίωσε το 1681. Στο μεταξύ, στις γύρω από την κατασκευή καλλιεργήσιμες εκτάσεις συνέβαιναν συχνές πλημμύρες και οι αγρότες εξέφραζαν έντονα παράπονα. Για τον λόγο αυτό στάλθηκε στο κανάλι ο στρατιωτικός αρχιτέκτονας Βωμπάν (Vauban) για να μελετήσει την κατάσταση. Ως αποτέλεσμα της αναφοράς του, κατασκευάστηκαν πολλοί υδαταγωγοί, ενώ το φράγμα στο Σαιν Φερεόλ (Saint-Ferréol) απέκτησε περισσότερο ύψος. Το έργο ολοκληρώθηκε το 1694.[2] Το συνολικό κόστος, σύμφωνα με υπολογισμούς, αποτιμάται σε περίπου 5 εκατομμύρια αγγλικές λίρες.[1]
Το κανάλι έχει μήκος 240 χλμ. ενώ το συνολικό μήκος με τα βοηθητικά έργα ανέρχεται σε 326 χλμ. Το κανάλι διαθέτει 91 υδατοφράκτες, οι οποίοι χρησιμεύουν στην εξισορρόπηση των υψομετρικών διαφορών των περιοχών της αρχής και του τέλους του. Η υψομετρική αυτή διαφορά ανέρχεται σε 190 μ. Ως συμπληρωματικές κατασκευές έχουν δημιουργηθεί συνολικά 328 έργα, όπως γέφυρες, φράγματα και υπάρχει και μια σήραγγα. Σήμερα έχουν επίσης κατασκευαστεί περισσότεροι από 40 υδαταγωγοί (υδραγωγεία), αλλά την εποχή του Ρικέ είχαν κατασκευαστεί μόνο τρεις, οι της Ρεπύντρ (Répudre), της Εγκίγ (Aiguille) και της Ζουάρ (Jouarres). Κατά το χρονικό διάστημα 1683 - 1693 ο Βωμπάν βελτίωσε την κατασκευή του καναλιού, προσθέτοντας αποστραγγιστικά ορύγματα και περισσότερους από 40 υδαταγωγούς. Προτελευταίος υδαταγωγός ήταν αυτός του Ορμπ, που ολοκληρώθηκε το 1853 και τελευταίος αυτός της Ερμπέτ (Herbette), που ολοκληρώθηκε το 1983.[8]
Ένα από τα πλέον σημαντικά προβλήματα ήταν αυτό που αντιμετωπίστηκε κατά τη διέλευσή του από την Μπεζιέ. Εκεί κατασκευάστηκαν οκτώ υδατοφράκτες εν είδει κλίμακας, που έπρεπε να διανοιχτούν σε βράχο και το κανάλι έπρεπε να "κατέβει" ένα λόφο, του οποίου η κλίση δεν ήταν σταθερή. Όλοι οι υδατοφράκτες έπρεπε να περιέχουν τον ίδιο όγκο νερού, αλλά δεν ήταν δυνατό να έχουν όλοι το ίδιο σχήμα. Παρόλ' αυτά, κατασκευάστηκαν με επιτυχία και δεν χρειάστηκε καμία διορθωτική παρέμβαση εκ των υστέρων. Το εκπληκτικό στην όλη κατασκευή είναι ότι ανατέθηκε στους αδελφούς Μεντάιγ (Medhailes) ως υπεργολαβία και το εργατικό δυναμικό αποτέλεσαν κυρίως γυναίκες.[5]
Ένα ακόμη πρόβλημα που ανέκυψε κατά τη διάνοιξή του ήταν η διένεξη του κατασκευαστή με τις αρχές της πόλης Καρκασσόν: Η αρχική χάραξη δεν προέβλεπε διέλευση από την πόλη, αλλά σε απόσταση 2 χλμ. από αυτήν. Όταν έγινε αίτημα στον Ρικέ να περάσει το κανάλι από την Καρκασσόν, αυτός ζήτησε από τις αρχές της πόλης το ποσόν των 100.000 λιβρών, προκειμένου να καλυφθεί το πρόσθετο κόστος. Οι αρχές δεν συμφώνησαν και δεν κατέβαλαν το ποσόν στον Ρικέ. Η απόφαση αυτή έπληξε συγκοινωνιακά την πόλη, στην οποία δεν ήταν βέβαια δυνατό να δημιουργηθεί ποτάμιο λιμάνι, γεγονός που περιόρισε σημαντικά τη συγκοινωνία της. Το σφάλμα αυτό διορθώθηκε το 1810 με νέα χάραξη και διάνοιξη του καναλιού, το οποίο διέρχεται πλέον από την πόλη, η οποία διαθέτει σημαντικό ποτάμιο λιμάνι.[9]
Αρχικά το κανάλι χρησιμοποιήθηκε κυρίως από μικρές φορτηγίδες, των οποίων ήταν δυνατό να αφαιρούνται ή να λυγίζουν από ομάδες ανδρών τα κατάρτια. Περί τα μέσα του 18ου αιώνα η έλξη άρχισε να γίνεται με άλογα από την όχθη, αλλά το 1834 εμφανίστηκαν ατμοκίνητα ρυμουλκά. Το 1838 υπήρχαν 273 σκάφη που εκτελούσαν τακτικά δρομολόγια στο κανάλι μεταφέροντας κυρίως εμπορεύματα (δημητριακά και κρασί), αλλά και επιβάτες και το ταχυδρομείο. Η δραστηριότητα αυτή περιορίστηκε με την έλευση του σιδηροδρόμου το 1857[10] Ωστόσο οι εμπορικές δραστηριότητες συνέχισαν ως τις αρχές της δεκαετίας του 1980, οπότε παρήκμασαν με συνέπεια να σταματήσουν ολοσχερώς το 1989. Σήμερα το κανάλι αποτελεί τουριστικό αξιοθέατο και χώρο αναψυχής, με κύριες ενασχολήσεις την κωπηλασία, την πλεύση με κανό, το ψάρεμα αλλά και μικρές κρουαζιέρες με πολυτελή μικρά σκάφη, τα οποία διαθέτουν αρκετά ξενοδοχεία που έχουν κτιστεί κατά μήκος του. Οι όχθες του είναι φυτευμένες με περίπου 42.000 πλατάνια, που φυτεύτηκαν αρχικά κατά τη δεκαετία του 1830 με σκοπό τη σταθεροποίηση του εδάφους των οχθών. Το 2002 εμφανίστηκε μια επιδημία που προκαλεί τη μάρανση των δένδρων και μέχρι τα μέσα του 2011 είχαν καταστραφεί περίπου 2.500 δένδρα, ενώ μια μελέτη κατέδειξε ότι θα χρειαστεί να αντικατασταθούν όλα μέσα στην επόμενη εικοσαετία.
Η κατασκευή του καναλιού του Midi θεωρήθηκε κατά τον 17ο αιώνα ως το πλέον μεγάλο έργο της εποχής. Ακόμη και σήμερα παραμένει αξιοθαύμαστο ως επίτευγμα της μηχανικής και αποτελεί τον πλέον δημοφιλή υδάτινο δρόμο της Ευρώπης για τους τουρίστες.