Συντεταγμένες: 35°20′50.81712″N 33°12′6.98785″E / 35.3474492000°N 33.2019410694°E
Καραβάς | |
---|---|
(τουρκ.: Alsancak) | |
Η τοποθεσία της κωμόπολης στην επαρχία Κερύνειας | |
Χώρα | (de jure) Κυπριακή Δημοκρατία |
Επαρχία | Κερύνειας |
Χώρα | (de facto) Τ.Δ.Β.Κ. |
Επαρχία | Γκίρνε |
Πληθυσμός | 6.597 (2011) |
Ο Καραβάς (τουρκικά: Αλσαντζάκ, Alsancak) είναι κωμόπολη στην βόρεια Κύπρο.
Το έδαφος του οικισμού ανήκει εκ του νόμου (de jure) στην Κυπριακή Δημοκρατία, της οποίας διοικητικά αποτελεί ένα από τους τρεις δήμους της επαρχίας Κερύνειας.[1] Ωστόσο, μετά την τουρκική εισβολή του 1974, το χωριό ελέγχεται εκ των πραγμάτων (de facto) από την μη αναγνωρισμένη Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου.
Η κωμόπολη του Καραβά και η γειτονική Λάπηθος αποκαλούνται «δίδυμες».[2]
Ο Καραβάς είναι κτισμένος στην πεδιάδα της Κερύνειας[3], σε υψόμετρο 70 μέτρων και σε απόσταση 12 χιλιομέτρων δυτικά της πόλης της Κερύνειας.[4][5] Στα δυτικά συνορεύει με τον Δήμο Λαπήθου, στα νότια με τον Παλαιόσοφο, τις Μότιδες και τη Φτέρυχα, στα νοτιοανατολικά με το Κάρμι και στα ανατολικά με την Ελιά, το Τριμίθθι και τον Άγιο Γεώργιο. Το βόρειο τμήμα της διοικητικής του έκτασης είναι παραθαλάσσιο.
Υπάρχουν δύο εκδοχές σχετικά με την προέλευση της ονομασίας του Καραβά[4][6]: σύμφωνα με τη μία εξ αυτών προέρχεται από τη λέξη καράβι, καθώς στην περιοχή υπήρχε λιμάνι στο οποίο κατασκευάζονταν καράβια, ενώ έτερη εκδοχή θέλει την κωμόπολη να οφείλει την ονομασία της σε άνδρα που ονομαζόταν «Καραβάς» ή «Καρά-Αββάς» και ο οποίος αναφέρεται ως τεχνίτης, πλοιοκτήτης ή εναλλακτικά μοναχός.[5][6]
Τον 7ο αιώνα μ.Χ. η αρχαία Λάπηθος έφτασε σε παρακμή λόγω των αραβικών επιδρομών και σεισμών. Οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να μετακινηθούν από τα παράλια στα ψηλότερα βουνά. Ένας από τους οικισμούς που δημιούργησαν εικάζεται πως ήταν ο Καραβάς[6], ωστόσο το χωριό αναφέρεται για πρώτη φορά κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας.[5][7] Ο αρχικός πυρήνας γύρω από τον οποίο αναπτύχθηκε ήταν η Πετρογειτονιά.[8]
Σύμφωνα με φορολογικά κατάστιχα της Αρχιεπισκοπής Κύπρου, το 1820 ζούσαν στον Καραβά 166 φορολογούμενοι.[9] Το επόμενο έτος, ο προύχοντας του χωριού, Χατζηνικόλας Λαυρεντίου καρατομήθηκε από τους Οθωμανούς στο πλαίσιο των σφαγών που πραγματοποιήθηκαν στην Κύπρο μετά το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης.[10] Κατά τις τελευταίες δεκαετίες της Τουρκοκρατίας οι κάτοικοι έδωσαν έμφαση στον τομέα της παιδείας. Το πρώτο σχολείο της περιοχής βρισκόταν εντός του μοναστηριού της Αχειροποιήτου, ενώ το 1863 μεταφέρθηκε σε νεόδμητο κτίριο που στο πέρασμα των ετών λειτούργησε ως αρρεναγωγείο αλλά και ως μικτό σχολείο.[11]
Στις 7 Ιουνίου 1884, επί Αγγλοκρατίας, ο Καραβάς ανακηρύχθηκε σε δήμο.[6][12] Την ίδια περίοδο, συγκεκριμένα το 1883, η κωμόπολη απέκτησε Παρθεναγωγείο.[13] Στις αρχές του 20ού αιώνα διέθετε περίπου περίπου 1600 κατοίκους, οι οποίοι ασχολούνταν κυρίως με τις αγροτοκτηνοτροφικές εργασίες και το εμπόριο. Σύμφωνα με τον συγγραφέα Ιερώνυμο Περιστιάνη, στο χωριό παράγονταν κυρίως δημητριακά, ελιές, πατάτες, βαμβάκι, κουκούλια για την κατασκευή μεταξιού, κολοκάσια, λεμόνια κλπ.[14]
Υπολογίζεται πως κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, 46 κάτοικοι του Καραβά κατατάχθηκαν εθελοντικά στις δυνάμεις του Ελληνικού Στρατού και δύο εξ αυτών σκοτώθηκαν.[15] Τα επόμενα χρόνια Καραβιώτες συμμετείχαν και στους δύο Παγκοσμίους Πολέμους.[16] Τον Καραβά επισκέφτηκε ο Βρετανός ιστορικός και αρχιτέκτονας Τζόρτζ Τζέφερι, ο οποίος σε βιβλίο του που εκδόθηκε το 1918 περιγράφει τις εκκλησίες της Αγίας Ειρήνης και του Αγίου Γεωργίου Μεζερέ.[17]
Στον Καραβά (και στη γειτονική Λάπηθο) γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη η υφαντουργία και κυρίως η μεταξουργία που αποτέλεσε την κύρια ασχολία των γυναικών της περιοχής, καθώς και σημαντική πηγή εσόδων.[18] Η μεταξουργία ευνοήθηκε από την παράλληλη καλλιέργεια μουριάς και άκμασε κυρίως από το 1920 μέχρι περίπου το 1950, όταν και άρχισε η σταδιακή εγκατάλειψή της σε συνδυασμό με την αλλαγή του προσανατολισμού των τοπικών καλλιεργειών.[19] Η άνθιση της τοπικής υφαντουργίας είναι συνυφασμένη και με την παραγωγή του χειροποίητου κεντήματος της δαντέλας φερβολιτέ.[20] Από τον Καραβά προέρχονταν ονομαστές υφάντρες, όπως π.χ. η Αμαλία Χριστοφόρου και οι κόρες της.[18]
Στα μέσα του 20ού αιώνα ξεκίνησε η επέκταση του χωριού προς τη βόρεια ακτογραμμή[21], ενώ τη δεκαετία του 1950 έγινε η εμφάνιση του τουρισμού στην περιοχή.[22] Την περίοδο 1955-1959 κάτοικοι του Καραβά συμμετείχαν ενεργά στον αγώνα της ΕΟΚΑ.[23][24]
Το 1960, η πρώτη απογραφή που διενεργήθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία βρήκε στον Καραβά 2.425 κατοίκους, όλους Ελληνοκύπριους (1155 άνδρες και 1270 γυναίκες). Λόγω της τοποθεσίας της, η κωμόπολη γνώρισε από το 1970 και μετά ιδιαίτερη τουριστική ανάπτυξη με τη δημιουργία ξενοδοχείων, επιχειρήσεων διασκέδασης, εστίασης κλπ που προσέλκυαν Κύπριους και ξένους παραθεριστές.[21][25] Ωστόσο ο Καραβάς (όπως και η γειτονική Λάπηθος) συνδέθηκε κυρίως με την παραγωγή λεμονιών, η οποία εντατικοποιήθηκε κατά τη δεκαετία του 1950[26] γνωρίζοντας αλματώδη ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια και συμβάλλοντας καθοριστικά στην τοπική οικονομία.[27] Ενδεικτική της σημασίας της καλλιέργειας των συγκεκριμένων εσπεριδοειδών στον Καραβά ήταν η θέσπιση ετήσιας γιορτής λεμονιού. Άλλη πηγή εσόδων για τους κατοίκους ήταν η αλιεία.[5] Στον τομέα της εκπαίδευσης, το 1974 η κωμόπολη διέθετε δύο δημοτικά σχολεία, δύο αστικές σχολές, καθώς και ένα ιδιωτικό εκπαιδευτήριο.[28]
Τα ξημερώματα της 6ης Αυγούστου του 1974[29][30], κατά την περίοδο της εκεχειρίας ανάμεσα στις δύο φάσεις της εισβολής στην Κύπρο, τουρκικά στρατεύματα επιτέθηκαν εναντίον των δυνάμεων της Εθνικής Φρουράς και της ΕΛΔΥΚ που έδρευαν στον Καραβά, με αποτέλεσμα την κατάληψη του.[30][31][32][33] Ο πληθυσμός της κωμόπολης αναγκάστηκε να εγκαταλείψει μαζικά τις εστίες του, ενώ στην περιοχή παρέμειναν ορισμένοι εγκλωβισμένοι. Ως συνέπεια της τουρκικής εισβολής σκοτώθηκαν ή αγνοούνται 42 κάτοικοι του Καραβά.[33]
Η κατάληψη του Καραβά από τις τουρκικές δυνάμεις συνοδεύτηκε από λεηλασία των περιουσιών των προσφύγων, καθώς και από - βραχείες ή μακροπρόθεσμες - καταστροφές και αλλοιώσεις ιστορικών, θρησκευτικών και πολιτιστικών μνημείων, καθώς και αρπαγές αντικειμένων πολιτιστικής κληρονομιάς.[34][35][36]
Το 1975 οι αρχές κατοχής μετονόμασαν τον Καραβά σε Αλσαντζάκ[4][37], ενώ μέχρι τον Αύγουστο του 1976 εκδιώχθηκαν και οι τελευταίοι εγκλωβισμένοι Ελληνοκύπριοι.[33] Στη θέση των Ελληνοκύπριων προσφύγων εγκαταστάθηκαν αντίστοιχοι Τουρκοκύπριοι πρόσφυγες από τις περιοχές που παρέμειναν στον έλεγχο της Κυπριακής Δημοκρατίας, προερχόμενοι κυρίως από διάφορα χωριά της επαρχίας Πάφου (όπως η Τίμη, η Πελαθούσα, η Γεροσκήπου, η Αναρίτα κλπ) και δευτερευόντως από τη Λάρνακα και τη Λεμεσό. Επιπλέον πραγματοποιήθηκε και εγκατάσταση ορισμένων εποίκων από την Τουρκία.[4]
Τις τελευταίες δεκαετίες, ο Καραβάς συνεχίζει να αποτελεί τουριστικό θέρετρο και γνωρίζει οικοδομική ανάπτυξη, ενώ στην περιοχή έχουν αποκτήσει (παράνομα) περιουσίες και υπήκοοι κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.[4] Σύμφωνα με την απογραφή που διενεργήθηκε το 2011 από τις αρχές της ΤΔΒΚ, ο πληθυσμός του Καραβά ανέρχεται στους 6597 κατοίκους.
Εντός των ορίων του δήμου βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος της Λάμπουσας.[5] Άλλο σημαντικό μνημείο είναι η παραθαλάσσια μονή της Παναγίας Αχειροποιήτου, ο αρχικός της πυρήνας της οποίας κτίστηκε τον 11ο ή τον 12ο αιώνα, ενώ το σημερινό οικοδόμημα διαμορφώθηκε κατά τον 18ο αιώνα.[38] Σε απόσταση μερικών μέτρων από την Αχειροποίητο βρίσκονται ο ναός του Αγίου Ευλαλίου (κτίσμα του 16ου αιώνα) και το λαξευτό παρεκκλήσι του Αγίου Ευλαμπίου ή Ευλαβίου, πιθανόν προχριστιανικό κτίσμα που χρησιμοποιήθηκε ως τάφος ή κατακόμβη προτού μετατραπεί σε χριστιανικό ναό.[14][39][40]
Άλλα σημεία ενδιαφέροντος είναι οι τρεις ενοριακοί ναοί του Καραβά: η Αγία Ειρήνη (μονόκλιτη καμαροσκεπής βασιλική που κτίστηκε στις αρχές του 19ου αιώνα)[14][41][42], ο Άγιος Γεώργιος Μεζερέ (ανεγέρθηκε το 1843)[43] και η Ευαγγελίστρια (οι εργασίες ανέγερσής της ολοκληρώθηκαν το 1917).[15]
Ως συνέπεια της εισβολής του 1974, αρκετά από τα μνημεία του Καραβά υπέστησαν σημαντικές φθορές, λεηλασίες και αλλοιώσεις: το μοναστήρι Παναγίας Αχειροποιήτου βρίσκεται εντός στρατιωτικής ζώνης και μέχρι το 2013 χρησιμοποιήθηκε ως στρατόπεδο, ενώ πλέον ενοικιάζεται από το Αμερικανικό Πανεπιστήμιο Κερύνειας. Κατά το διάστημα από το 1974 και μετά αφαιρέθηκαν ή κλάπηκαν από το μοναστήρι τοιχογραφίες, το ξυλόγλυπτο τέμπλο του, εικόνες και άλλα κειμήλια. Παράλληλα το κτίριο αντιμετωπίζει προβλήματα στατικότητας.[44] Οι ναοί των Αγίων Ευλαλίου και Ευλαμπίου χρησιμοποιήθηκαν κατά καιρούς ως στρατιωτικές αποθήκες, η Αγία Ειρήνη και ο Άγιος Γεώργιος υπέστησαν διάφορες λεηλασίες, ενώ το μεσαιωνικό ξωκκλήσι της Αγίας Μαρίνας κατεδαφίστηκε.[42] Επιπλέον, η Ευαγγελίστρια, η οποία ήταν η μεγαλύτερη και νεότερη εκκλησία του Καραβά, μετατράπηκε σε τζαμί.[37]
Στον Καραβά γεννήθηκαν ο πρόκριτος και Φιλικός Χατζηνικόλας Λαυρεντίου που εκτελέστηκε από τους Οθωμανούς τον Ιούλιο του 1821[10][45], ο γιατρός, συγγραφέας και εθελοντής των Βαλκανικών Πολέμων, του Βορειοηπειρωτικού Αγώνα και του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου Ιωάννης Πηγασίου (1884-1939)[46], ο χημικός Κυριάκος Κ. Νικολάου[47] (1946) και η πολιτικός Ρούλα Μαυρονικόλα (1957).[48] Ακόμη, ο Καραβάς είναι τόπος καταγωγής του αγωνιστή της ΕΟΚΑ Ιάκωβου Πατάτσου[49], του δύτη Ανδρέα Καριόλου[50] (που ανακάλυψε το λεγόμενο ναυάγιο της Κηρύνειας) και της τραγουδίστριας Κωνσταντίνας.[51]
Ιστορικά, ο Καραβάς αναφέρεται ως ένας αμιγώς ελληνοκυπριακός οικισμός. Αν και κατά καιρούς διάφορες απογραφές της βρετανικής διοίκησης κατέγραφαν ορισμένους μεμονωμένους Τουρκοκύπριους κατοίκους, από την απογραφή του 1946 και εντεύθεν ο πληθυσμός του ήταν αποκλειστικά ελληνοκυπριακός.[4] Μέχρι το 1974 ο Καραβάς ήταν διαιρεμένος σε τέσσερις συνοικίες.[21] Κατά την τουρκική εισβολή οι κάτοικοι εγκατέλειψαν τον Καραβά και στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν ως πρόσφυγες στα εδάφη που παρέμειναν υπό τον έλεγχο της Κυπριακής Δημοκρατίας. Παράλληλα, στον Καραβά εγκαταστάθηκαν κυρίως Τουρκοκύπριοι πρόσφυγες από το ελεύθερο τμήμα της Κύπρου και ένας μικρός αριθμός Τούρκων εποίκων.[4]
Ο πίνακας που ακολουθεί παρουσιάζει τον πληθυσμό του χωριού σύμφωνα με τις απογραφές πληθυσμού που πραγματοποιήθηκαν στην Κύπρο έως το 1973. Μετά την τουρκική εισβολή του 1974 δεν πραγματοποιήθηκε απογραφή στο χωριό από την Κυπριακή Δημοκρατία, αφού το έδαφος του δεν ελέγχεται από αυτήν.
Απογραφή | Πληθυσμός | %± | Άνδρες | Γυναίκες |
---|---|---|---|---|
1881 | 1.474[53] | — | 671 | 803 |
1891 | 1.580[54] | 7.2% | 723 | 857 |
1901 | 1.593[55] | 0.8% | 731 | 862 |
1911 | 1.695[56] | 6.4% | 787 | 908 |
1921 | 1.807[57] | 6.6% | 811 | 996 |
1931 | 1.887[58] | 4.4% | 832 | 1,055 |
1946 | 2.156[59] | 14.3% | ||
1960 | 2.425[60] | 12.5% | 1,155 | 1,270 |
1973 | 2.232[61] | -8.0% | 1,065 | 1,167 |
(Πληροφορίες για τον πληθυσμό και το διάγραμμα από τα δεδομένα).
Ο Δήμος Καραβά, για διοικητικούς σκοπούς, χωρίζεται στις εξής 4 συνοικίες:[62][63]
Δήμαρχοι Δήμου Καραβά διετέλεσαν κατά σειρά οι:[64]
|
|
Ο Δήμος Καραβά είναι αδελφοποιημένος με τους:
Το σημαντικότερο αθλητικό σωματείο που έδρευε στον Δήμο Κερύνειας ήταν η Αθλητική Ένωση Καραβά (ΑΕΚ Καραβά). Μετά την τουρκική εισβολή του 1974, το σωματείο επαναδραστηριοποιήθηκε στη Λευκωσία. Αρχικά συνεργάστηκε με την ΠΑΕΚ Κερύνειας, η οποία πριν την τουρκική εισβολή έδρευε στον Δήμο Κερύνειας και αγωνιζόταν ως ΠΑΕΚ/ΑΕΚ. Το 1977 τα δύο σωματεία συνενώθηκαν δημιουργώντας την Ποδοσφαιρική Αθλητική Ένωση Επαρχίας Κερύνειας (ΠΑΕΕΚ), εκπροσωπώντας πλέον ολόκληρη την επαρχία Κερύνειας. Η ΑΕΚ Καραβά επαναδραστηριοποιήθηκε το 1999 στη Λεμεσό ως ΑΕΚ Καραβά-Λάμπουσα διαθέτοντας τμήμα πετοσφαίρισης.[73][74][75][76]