Καραβίδα

Καραβίδα

Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Αρθρόποδα (Arthropoda)
Ομοταξία: Καρκινοειδή (Crustacea)
Υφομοταξία: Μαλακόστρακα (Malacostraca)
Τάξη: Δεκάποδα (Decapoda)
Υποτάξη: Κολυμβητικά (Pleocyemata)
Ανθυποτάξη: Αστακίδες (Astacidea)
Υπεροικογένεια: Αστακοειδή (Astacoidea)
Latreille, 1802
Παραστακοειδή (Parastacoidea)
Huxley, 1879

Οικογένειες

Αστακοειδή (Astacoidea)
  Αστακίδες (Astacidae)
  Καμπαρίδες (Cambaridae)
Παραστακοειδή (Parastacoidea)
  Παραστακίδες(Parastacidae)

Καραβίδες μεξικάνικου στιλ

Η καραβίδα είναι ζώο του γλυκού νερού, που ανήκει στην τάξη Δεκάποδα και στην οικογένεια Αστακίδες. Πρόκειται για καρκινοειδές, με μήκος 10-12 εκατοστά, ενώ σπάνια μπορεί να φθάσει σε μήκος τα 18. Τα αρσενικά είναι μεγαλύτερα από τα θηλυκά. Μοιάζει με μικρό αστακό. Το κρέας της τρώγεται και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως δόλωμα. Η μελέτη των καραβίδων ονομάζεται αστακολογία [1]. Σε αρκετά κράτη εκτρέφονται σε ενυδρεία. Σε μερικές χώρες η εισαγωγή ξένων καραβίδων είναι κίνδυνος για τα τοπικά ποτάμια. Στην Ευρώπη έχουν εισαχθεί από την Αμερική τρία είδη: τα Orconectes limosus, Pacifastacus leniusculus και Procambarus clarkii. [2]

Στο αρχαίο Περού οι Μότσε λάτρευαν τα ζώα και συχνά απεικόνιζαν τις καραβίδες σε καλλιτεχνικά έργα.[3]

Γεωγραφική εξάπλωση και είδη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπάρχουν 3 οικογένειες καραβίδας, εκ των οποίων δύο ζουν στο βόρειο ημισφαίριο και μία στο νότιο ημισφαίριο. Η τελευταία λέγεται Παραστακίδες και απαντάται στη Νότια Αμερική, στην Αυστραλασία και στη Μαδαγασκάρη, όπου συναντάται το ενδημικό είδος Astacopsis madagascarensis.[4]. Από τις άλλες δύο οικογένειες, οι Αστακίδες ζουν στη δυτική Ευρώπη και Ασία και στα δυτικά της Βόρειας Αμερικής, ενώ αντιπρόσωποι της οικογένειας Καμπαρίδες ζουν στην ανατολική Ασία και στην ανατολική Βόρεια Αμερική. Στην τελευταία υπάρχει και η μεγαλύτερη ποικιλία ειδών, με περισσότερα από 330 είδη από 9 γένη, όλα της οικογένειας των Καμπαριδών. Η μεγαλύτερη καραβίδα του κόσμου (Astacopsis gouldi ζυγίζει μέχρι 3 κιλά και ζει στην Τασμανία. Στην Ευρώπη ζουν 7 είδη του γένους Astacus και Austropotamobius.

Στον ελληνικό χώρο απαντώνται δύο είδη στα γλυκά νερά, που διαφέρουν μεταξύ τους. Ένα είδος είναι η καραβίδα με τα λευκά πόδια (Astacus pallipes) με λαβίδες που έχουν σχήμα σπείρας και στο κάτω μέρος των ποδιών τους έχουν χρώμα λευκό. Το είδος αυτό είναι ανοικτόχρωμο και απαντάται στα καθαρά νερά, κοντά σε πηγές. Το άλλο είδος είναι ο Αστακός ο ποτάμιος, που είναι επίσης γνωστή ως καραβίδα με τα κόκκινα πόδια. Το ζώο αυτό έχει χρώμα λαδί ή πράσινο και ζει σε στάσιμα και θολά νερά, σε αντίθεση με το προηγούμενο είδος. Κάτω από τα πόδια το χρώμα του είναι κόκκινο. Το είδος αυτό γευστικά είναι πολύ κατώτερο από το πρώτο και τρώγεται βραστό. Οι ουρές καθαρίζονται από το όστρακο και κονσερβοποιούνται σε δοχεία με άλμη, ώστε να εξαχθούν στις χώρες του εξωτερικού. Η αλίευση του συγκεκριμένου είδους απαγορεύεται, όταν έχουν μήκος κάτω από 8 εκατοστά. Για τη θαλασσινή καραβίδα του Ατλαντικού το κατώτερο όριο είναι 11-16 εκατοστά, ανάλογα με τη χώρα.

Όπως όλα τα Δεκάποδα, η καραβίδα έχει σώμα που αποτελείται ουσιαστικά από δύο μέρη: τον κεφαλοθώρακα και την κοιλιά. Αναπνέει με βράγχια, τα οποία μοιάζουν με φτερά. Τρέφονται με μικρά θαλάσσια ζώα και σκουλήκια. Το είδος καραβίδα η θαλασσινή (επιστημονική ονομασία: Νέφρωψ ο νορβηγικός) ή αστακογαρίδα έχει κόκκινο χρώμα (ρόδινο χλομό) και οδοντωτές ακμές στις δαγκάνες και στη ράχη της. Ζει σε βάθος πάνω από 200 μ. και γεννά αυγά κάθε δύο χρόνια τους θερινούς μήνες. Η γονιμοποίηση των αυγών γίνεται εκτός νερού. Τα νεαρά που εκκολάπτονται μοιάζουν με γαρίδες και έπειτα από τρεις αλλαγές στο κέλυφός τους, κατεβαίνουν στον βυθό. Το μεγάλωμά τους γίνεται με βραδύ ρυθμό, ωστόσο από την ηλικία των 5 ετών είναι ικανά να αναπαραχθούν.

Οι καραβίδες αναπαράγονται το φθινόπωρο. Το θηλυκό μεταφέρει τα αυγά του, τα οποία είναι προσκολλημένα κάτω από την κοιλιά, μέχρι τον Μάιο με Ιούνιο, οπότε και γίνεται η εκκόλαψη. Τα μικρά είναι σχεδόν ίδια με τους ενήλικες και αλλάζουν πολλές φορές το κέλυφός τους τα πρώτα τρία χρόνια της ζωής τους. Στη συνέχεια αυτό γίνεται μία φορά κάθε χρόνο, προτού ζευγαρώσουν.

  1. «International Association of Astacology». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Απριλίου 2005. Ανακτήθηκε στις 13 Αυγούστου 2008. 
  2. Lee, James R. (5 Δεκεμβρίου 1998). «TED Case Studies Crayfish Plague #478 European Crayfish Dispute». Ανακτήθηκε στις 20 Ιανουαρίου 2008. 
  3. Berrin, Katherine & Larco Museum. The Spirit of Ancient Peru:Treasures from the Larco Museum|Museo Arqueológico Rafael Larco Herrera. New York: Thames and Hudson, 1997.
  4. Horton H. Hobbs, Jr. (1974). «Synopsis of the families and genera of crayfishes (Crustacean: Decapoda)». Smithsonian Contributions to Zoology 164: 1–32. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]