Καρλ Ότφριντ Μύλλερ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Karl Otfried Müller (Γερμανικά) |
Γέννηση | 28 Αυγούστου 1797[1][2][3] Μπζεγκ[4] |
Θάνατος | 1 Αυγούστου 1840[1][5][2] Αθήνα[4][6][7] |
Τόπος ταφής | Κολωνός |
Χώρα πολιτογράφησης | Βασίλειο της Πρωσίας |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | λατινική γλώσσα αρχαία ελληνικά Γερμανικά[5][8] |
Εκπαίδευση | διδακτορικό δίπλωμα |
Σπουδές | Πανεπιστήμιο του Βρότσουαφ (1814–1816) Πανεπιστήμιο του Βερολίνου (1816–1818) |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | κλασικός αρχαιολόγος κλασικός φιλόλογος[9] διδάσκων πανεπιστημίου μυθογράφος ιστορικός της κλασσικής αρχαιότητας επιγραφολόγος νομισματολόγος κλασικιστής συγγραφέας[10] ιστορικός της τέχνης[11] |
Εργοδότης | Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν (από 1819) Maria-Magdalenen-Gymnasium (1818–1819) |
Οικογένεια | |
Γονείς | Karl Daniel Müller |
Αδέλφια | Eduard Müller Julius Müller |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | court counsel (από 1832) αναπληρωτής καθηγητής (1819–1823) τακτικός καθηγητής (1823–1840) |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Καρλ Ότφριντ Μύλλερ (γερμανικά: Karl Otfried Müller, 28 Αυγούστου 1797 – 1 Αυγούστου 1840) ή εκλατινισμένα ως Κάρολους Μύλλερ, ο Σιλέσιος (Carolus Müller Silecius),[α] ήταν Γερμανός λόγιος και κλασικιστής, ο οποίος εισήγαγε τη σύγχρονη μελέτη της ελληνικής μυθολογίας.[12]
Γεννήθηκε στην πόλη Μπριγκ της Σιλεσίας (σημερινό Μπζεγκ στην Πολωνία), η οποία την εποχή εκείνη αποτελούσε μέρος του Βασιλείου της Πρωσίας. Ο πατέρας του ήταν ιερέας στον πρωσικό στρατό,[13] και στο οικογενειακό περιβάλλον κυριαρχούσε η ατμόσφαιρα του προτεσταντικού πιετισμού. Τα αδέρφια του ήταν ο Γιούλιους Μύλλερ (Julius Müller, θεολόγος) και ο Έντουαρντ Μύλλερ (Eduard Müller, φιλόλογος). Παρακολούθησε μαθήματα στο γυμνάσιο της πόλης, ενώ έλαβε την πανεπιστημιακή του εκπαίδευση στο Μπρέσλαου (σημερινό Βρότσουαφ της Πολωνίας) και εν μέρει στο Βερολίνο, όπου του κίνησε το ενδιαφέρον η μελέτη της λογοτεχνίας, τέχνης και ιστορίας της αρχαίας Ελλάδας υπό την επιρροή του κλασικιστή Άουγκουστ Μπεκ (August Bekk). Το 1817 εξέδωσε στα λατινικά τη διδακτορική διατριβή του με τίτλο Aegineticorum liber[14] (Ελεύθερη Αίγινα, ή Επί της νήσου της Αιγίνης),[12] διορίστηκε καθηγητής στο Μπρέσλαου και το 1819 έγινε επίκουρος καθηγητής αρχαίας λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν, με ειδικότητα στην αρχαιολογία και ιστορία της αρχαίας τέχνης. Μελέτησε βαθιά την αρχαία ελληνική τέχνη ταξιδεύοντας το καλοκαίρι του 1822 σε βιβλιοθήκες και ιδρύματα της Ολλανδίας, Αγγλίας και Γαλλίας.
Σε αντίθεση με την κοινή αντίληψη κατά την εποχή του Διαφωτισμού, όπου η ελληνική μυθολογία θεωρούνταν παράδειγμα μιας παγκόσμιας θρησκείας στη γένεση της, ο Μύλλερ επικεντρώθηκε σε μια ουσιοκρατικού τύπου αντιμετώπιση της, η οποία στηριζόταν στη θεωρία, πως η μυθολογία αυτή ήταν το αποτέλεσμα των ανθρώπων της εποχής εκείνης και του χαρακτήρα τους,[15] ενώ σε γενικές γραμμές θεωρούσε πως ο πυρήνας του κάθε πολιτισμού παραμένει μοναδικός και αμετάβλητος, διαφωνώντας με τη θεωρία της επιρροής της αιγυπτιακής τέχνης στην ελληνική.[16]
Ο Μύλλερ αντιμετώπισε δυσκολίες κατά την εργασία του στο Γκέτινγκεν, καθώς την περίοδο εκείνη υπήρχαν πολιτικές αναταραχές, ως συνέπεια της ανάληψης των καθηκόντων του νέου βασιλιά του Αννόβερου Ερνέστου Αύγουστου Α΄ το 1837, οπότε δύο χρόνια αργότερα έφυγε από τη Γερμανία, διαχειμάζοντας αρχικά στην Ιταλία και κατόπιν ταξιδεύοντας στην Ελλάδα. Εξερεύνησε τα ερείπια των αρχαίων κτισμάτων στην Αθήνα, επισκέφτηκε πολλές τοποθεσίες στην Πελοπόννησο και τελικά κατέληξε στους Δελφούς όπου και ξεκίνησε ανασκαφές.[17]
Προσβλήθηκε από πυρετό και πέθανε στην Αθήνα το 1840. Ο τάφος του βρίσκεται στον λόφο του Κολωνού, δίπλα σε αυτόν του Γάλλου αρχαιολόγου Σαρλ Λενορμάν.[18][19] Η επιτύμβια στήλη του μνήματος του Μύλλερ,[β] που φέρει ανθέμιο στο ύφος των αρχαίων ταφικών μνημείων, είναι έργο του Χριστιανού Χάνσεν και έχει χαραγμένη την επιγραφή: ΚΑΡΟΛΟΣ ΟΔΟΦΡΗΔΟΣ ΜΥΛΛΕΡΟΣ, ΕΓΕΝΝΗΘΗ ΕΝ ΒΡΙΓΗΙ ΤΗΣ ΣΙΛΕΣΙΑΣ, ΕΤΕΙ ,ΑΨΗΖ', ΑΠΕΘΑΝΕΝ ΑΘΗΝΗΣΙΝ, ΕΤΕΙ ,ΑΩΜ', ΙΟΥΛΙΟΥ Κ.[21]
Ο στόχος του Μύλλερ ήταν να δημιουργήσει μια λεπτομερή περιγραφή της ελληνικής ζωής στο σύνολο της[13] και επιθυμούσε να καταγράψει τα αποτελέσματα των πολυετών ερευνών του στο magnum opus του με τίτλο Geschichten hellenischer Stämme und Städte (Ιστορία των ελληνικών φυλών και πόλεων). Ωστόσο από το φιλόδοξο αυτό έργο κατόρθωσε να συγγράψει μόνο 2 τόμους,[14] τον Orchomenos und die Minyer (Ορχομενός και Μινύες, 1820) και τον Die Dorier (Οι Δωριείς, 1824),[22] ο οποίος περιέχει και την έρευνα του με τίτλο Über die Makedonier (Σχετικά με τους Μακεδόνες), στην οποία ασχολήθηκε με τους οικισμούς, καταγωγή και πρώιμη ιστορία των Μακεδόνων. Ο Μύλλερ είχε την πεποίθηση πως το πολίτευμα της δημοκρατίας ευνοεί τη μεγάλη μάζα και μισεί τις διαφοροποιήσεις.[23] Παράλληλα καθιέρωσε ένα νέο επίπεδο ως προς την χαρτογραφική ακρίβεια των τοποθεσιών της αρχαίας Ελλάδας, ενώ το 1828 συνέγραψε μια μελέτη σχετικά με τις Ετρουσκικές αρχαιότητες με τίτλο Die Etrusker (Οι Ετρούσκοι).
Η πραγματεία του με τίτλο Prolegomena zu einer wissenschaftlichen Mythologie (Προλεγόμενα στην επιστημονική μυθολογία, 1825) έθεσε τις βάσεις για την επιστημονική μελέτη των μύθων, μέσω της διασταύρωσής τους με λογοτεχνικές και ιστορικές πηγές, καθώς και μελετώντας τις διαφοροποιήσεις που μπορεί να εισήχθηκαν από συγγραφείς και ποιητές όπως ο Όμηρος και ο Ησίοδος. Επιπλέον ασχολήθηκε με τη μελέτη της αρχαίας τέχνης στο Handbuch der Archäologie der Kunst (Εγχειρίδιο αρχαιολογίας της τέχνης, 1830) και το Denkmäler der alten Kunst (Μνημεία της αρχαίας τέχνης, 1832), το οποίο συνέγραψε με τον ιστορικό της τέχνης Κάρλ Έστερλαϊ τον πρεσβύτερο Carl Wilhelm Friedrich Oesterley). Το έργο αυτό επεκτάθηκε αργότερα και ολοκληρώθηκε από τον φιλόλογο Φρίντριχ Βίζελερ (Friedrich Wieseler).
Το 1833 μετέφρασε τις Ευμενίδες του Αισχύλου συνοδεία εκτενών εισαγωγικών σχολίων, κάτι που προκάλεσε την έντονη αντίδραση του κλασικιστή Γιόχαν Γκότφριντ Γιάκομπ Χέρμαν (Johann Gottfried Jakob Hermann) και των οπαδών του, οι οποίοι του επιτέθηκαν με ιδιαίτερα αιχμηρή κριτική. Άλλες μεταφράσεις που έκανε ήταν του De lingua latina (Η λατινική γλώσσα, 1833) του Μάρκου Τερέντιου Βάρρωνα και του De significatione verborum (Η σημασία των λέξεων, 1839) του Σέξτου Πομπηίου Φέστου (Sextus Pompeius Festus).
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του εργάστηκε για τη σύνταξη της ιστορίας της αρχαιοελληνικής γραμματείας, η οποία εκδόθηκε μεταθανάτια το 1841 με τον τίτλο Geschichte der griechischen Literatur bis auf das Zeitalter Alexanders (Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας έως την εποχή του Αλεξάνδρου). Το έργο αυτό μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε στα ελληνικά "εκ της Γερμανικής υπό Αριστείδου Κυπριανού", πρώτα το 1867-68[24] και κατόπιν το 1885, με βάση την "διασκευασθείσα εκ της, υπό του καθηγητού Emil Heintz, επεξεργασθείσης 4ης εκδόσεως, μετά σημειώσεων και προσθηκών υπό Εμμανουήλ Γαλάνη", ως: Κάρολος Οδοφρ. Μύλλερος, Ιστορία της ελληνικής φιλολογίας.[25][26]
Οι μέλετες του Μύλλερ είχαν άμεση επίδραση στη διαμόρφωση και προώθηση της αρχαιολογίας ως επιστημονικού αντικειμένου στο νεοσύστατο ελληνικό πανεπιστήμιο. Ο πρώτος καθηγητής της έδρας το 1837 στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (τότε Οθώνειον), Λουδοβίκος Ρος συνέγραψε το σύγγραμμά του, Εγχειρίδιον της αρχαιολογίας των τεχνών (1841), ως διασκευή της ομότιτλης μελέτης του 1830 του Μύλλερ. Η αποδοχή του Μύλλερ από την ελληνική κοινωνία της εποχής ήταν καθολική και αφορούσε τόσο τον επιστήμονα, όσο και τον άνθρωπο: ο αιφνίδιος θάνατός του λίγους μήνες αφότου είχε πατήσει το πόδι του στη Ελλάδα, τον ανύψωσε άμεσα σε μια από τις σπουδαίες μορφές στο πάνθεον του φιλελληνισμού.[27]