Καρλ Στάμιτς | |
---|---|
Γέννηση | 7 Μαΐου 1745[1][2][3] Μάνχαϊμ[4][2][3] |
Θάνατος | 9 Νοεμβρίου 1801[1][5][6] Ιένα[7][3] |
Χώρα πολιτογράφησης | Γερμανία[8] |
Ιδιότητα | συνθέτης, διευθυντής ορχήστρας και βιολονίστας |
Γονείς | Γιόχαν Στάμιτς |
Όργανα | βιολί |
Είδος τέχνης | κλασική μουσική |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Καρλ Φίλιπ Στάμιτς (Carl Philipp Stamitz, 7 Μαΐου 1745 – 9 Νοεμβρίου 1801) ήταν Γερμανός συνθέτης και βιολιστής με μερικώς τσεχική καταγωγή. Υπήρξε ο πλέον εξέχων αντιπρόσωπος της δεύτερης γενεάς της λεγόμενης σχολής του Μάνχαϊμ.
Ο Καρλ ήταν ο πρωτότοκος γιος του Γιόχαν Στάμιτς, ενός βιολιστή και συνθέτη της προκλασικής εποχής. Ο Καρλ γεννήθηκε στο Μάνχαϊμ και πήρε μαθήματα μουσικής από τον πατέρα του, καθώς και από τον Κρίστιαν Κάναμπιχ, τον διάδοχο του πατέρα του στην ηγεσία της αυλικής ορχήστρας της πόλεως.
Αρχικώς, ο Καρλ Στάμιτς προσλήφθηκε ως βιολιστής στην αυλική ορχήστρα του Μάνχαϊμ. Το 1770 άρχισε να ταξιδεύει ως δεξιοτέχνης (βιρτουόζος)του βιολιού και της βιόλας, δεχόμενος βραχυπρόθεσμα συμβόλαια αλλά χωρίς να κατορθώνει να κερδίσει μία μόνιμη θέση. Επισκέφθηκε αρκετές ευρωπαϊκές πόλεις, φθάνοντας μέχρι την Αγία Πετρούπολη το 1775 και παραμένοντας για ένα διάστημα στο Στρασβούργο (1777) και στο Λονδίνο (1777-1778), αλλά και στο Παρίσι. Το 1782 και το 1783 έδωσε συναυλίες στη Χάγη και στο `Αμστερνταμ. Στις 12 Νοεμβρίου 1792 έδωσε μία συναυλία στο θέατρο της αυλής της Βαϊμάρης όταν διευθυντής του ήταν ο Γκαίτε. Το 1794 σταμάτησε τα ταξίδια και εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του (τη σύζυγό του και τα 4 ανήλικα παιδιά τους) στην Ιένα, αλλά οι συνθήκες χειροτέρευσαν και διολίσθησε στα χρέη και στη φτώχεια, πεθαίνοντας σε ηλικία 56 ετών. Μετά τον θάνατό του ανακαλύφθηκαν στη βιβλιοθήκη του πραγματείες αλχημείας. Ο αδελφός του, ο Άντον, ήταν επίσης συνθέτης και βιολιστής.
Ο Καρλ Στάμιτς συνέθεσε περισσότερες από 50 συμφωνίες και επιπλέον τουλάχιστον 38 συμφωνίες concertante. Επίσης, περισσότερα από 60 κοντσέρτα, γραμμένα για κλαρινέτο, βιολοντσέλο, φλάουτο, φαγκότο, βιολί, βιόλα, βιόλα ντ' αμόρε και συνδυασμούς κάποιων από αυτά τα όργανα. Ιδιαίτερα εκτιμώνται μερικά από τα κοντσέρτα του για κλαρινέτο και βιόλα. Εκτός από όλα αυτά, ο Στάμιτς συνέθεσε για ντουέτα, τρία και κουαρτέτα εγχόρδων, αλλά και δύο όπερες με τίτλους Der verliebte Vormund (1787) και Δάρδανος (1780), οι οποίες έχουν χαθεί.
Υφολογικά, η μουσική του συγγενεύει με εκείνη της πρώτης περιόδου του Μότσαρτ ή της μέσης περιόδου του Χάυντν και χαρακτηρίζεται από ελκυστικές μελωδίες. Δομικά, οι εισαγωγές των ορχηστρικών έργων του έχουν τη φόρμα σονάτας με εκτεταμένη διπλή έκθεση και συνήθως ακολουθούνται από εκφραστικά και λυρικά μεσαία μέρη, με επίλογο σε μορφή ροντώ. Δεν παρουσιάζουν τη θεματική ανάπτυξη που θεωρείται χαρακτηριστική του βιεννέζικου κλασικού ύφους. Οι συμφωνίες του έχουν συνήθως τρία μέρη πλην του μενουέτου.
Ο Καρλ Στάμιτς υπήρξε ο πρώτος συνθέτης στην ιστορία που σημειώνει ένα πιτσικάτο με το αριστερό χέρι (μία σημαντική τεχνική παιξίματος) σε μουσική σύνθεση[9]. Συγκεκριμένα, στο Κοντσέρτο για βιόλα σε ρε μείζον, το τμήμα αυτό σημειώνεται στην παρτιτούρα με ένα «0» πάνω από τις νότες.
Τα κοντσέρτα για βιολοντσέλο του Στάμιτς γράφτηκαν για τον βασιλιά Φρειδερίκο Γουλιέλμο Β΄ της Πρωσίας, ο οποίος ήταν ταλαντούχος ερασιτέχνης μουσικός: ο Μότσαρτ και ο Μπετόβεν έγραψαν επίσης μουσική για τον βασιλιά.