Καρλ Φρέντρικ Άντελκραντς | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 30 Ιανουαρίου 1716[1][2][3] Στοκχόλμη[4] |
Θάνατος | 1 Μαρτίου 1796[1][2][3] Στοκχόλμη[4] |
Τόπος ταφής | Κοιμητήριο Καταρίνα[5] |
Χώρα πολιτογράφησης | Σουηδία[6] |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Σουηδικά[7] |
Σπουδές | Πανεπιστήμιο της Ουψάλα |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | αρχιτέκτονας[1][2][8] συντηρητής πολιτικός καλλιτέχνης |
Αξιοσημείωτο έργο | Sturehov Manor Drottningholm Palace Theatre Adolf Fredrik Church Gustavianska operan Chinese Pavilion at Drottningholm Fredrikshovs slott Adelcrantz palace German Church Theater Confidencen Trångsunds herrgård |
Περίοδος ακμής | 1736[9] - 1796[9] |
Οικογένεια | |
Γονείς | Göran Josuæ Adelcrantz[2] |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | member of the Riksdag of the Estates[2] d:Q62281320 (από 1757) διευθυντής (από 1764, court chapel) |
Βραβεύσεις | Commander of the Order of the Polar Star |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Καρλ Φρέντρικ Άντελκραντς (Carl Fredrik Adelcrantz, 30 Ιανουαρίου 1716 – 1 Μαρτίου 1796) ήταν Σουηδός αρχιτέκτονας και δημόσιος αξιωματούχος. Το αρχιτεκτονικό ύφος του εξελίχθηκε από ένα ροκοκό επηρεασμένο από τον Καρλ Χόρλεμαν, τον κορυφαίο αρχιτέκτονα στη Σουηδία στις αρχές του 18ου αιώνα, σε ένα κλασικιστικό ιδίωμα επηρεασμένο από τις στιλιστικές εξελίξεις στη Γαλλία κατά το β΄ μισό του αιώνα. Ως επιθεωρητής (överintendent), ο Άντελκραντς ήταν επικεφαλής των βασιλικών και δημόσιων οικιστικών έργων από το 1767 έως την απόσυρσή του το 1795.
Ο Καρλ Φρέντρικ γεννήθηκε στη Στοκχόλμη και ήταν γιος του επίσης αρχιτέκτονα Γέραν Γιόζουε Άντελκραντς (Göran Josuæ Adelcrantz, εξελλην. βαρόνου Γεωργίου Άντελκραντς, 1668-1739), ο οποίος είχε αλλάξει επώνυμο (πριν λεγόταν Τέρνκβιστ) όταν απέκτησε τίτλο ευγενείας το 1712.[10] Ο Γέραν είχε σπουδάσει αρχιτεκτονική στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλα και είχε σχεδιάσει τον τρούλο του Ναού της Αικατερίνης στη Στοκχόλμη.[11] Είχε νυμφευθεί το 1711 τη νεαρή χήρα Άννα Μαρία Κένμαν (Köhnmann), κόρη ενός πλούσιου επιχειρηματία, και το τρίτο τέκνο τους ήταν ο Καρλ Φρέντρικ.[12]
Ο Γέραν δεν ήθελε ο Καρλ Φρέντρικ να ακολουθήσει το επάγγελμά του. Για πολιτικούς λόγους είχε χάσει τις θέσεις του ως αρχιτέκτονα της βασιλικής αυλής και του δήμου της Στοκχόλμης το 1727, και έτσι θεωρούσε την αρχιτεκτονική υπερβολικά ανασφαλές επάγγελμα για τον γιο του.[12] Μετά από λίγο καιρό σπουδών στην Ουψάλα, ο Καρλ Φρέντρικ άρχισε την επαγγελματική του ζωή ως χαμηλόβαθμος δημόσιος υπάλληλος στο δικαστήριο Kammarrevisionen court (το μετέπειτα Kammarrätten, το Διοικητικό Εφετείο της Στοκχόλμης).[12]
Ο Γέραν δεν επεχείρησε όμως να αποθαρρύνει και την καλλιτεχνική προδιάθεση του γιου του: Ο Καρλ Φρέντρικ πήρε μαθήματα σχεδίου και βοηθούσε τον πατέρα του σε μερικές δουλειές. Σχεδίασε μέρος του Ναού της Αικατερίνης, που ανακατασκευαζόταν μετά την πρώτη πυρκαγιά του, αλλά και ένα κωδωνοστάσιο για τον Φινλανδικό Ναό, που δεν υλοποιήθηκε.[13] Περίπου ένα εξάμηνο μετά τον θάνατο του πατέρα του το 1739, ο Καρλ Φρέντρικ παραιτήθηκε από το Εφετείο και στις 11 Αυγούστου 1739 αναχωρούσε από τη Στοκχόλμη για τη Γαλλία και την Ιταλία. Παρά το ότι οι σημειώσεις από το ταξίδι του έχουν χαθεί, γνωρίζουμε ότι πέρασε δύο χρόνια συμπληρώνοντας τις γνώσεις του στο Παρίσι και αρκετούς μήνες στη Ρώμη.[14] Τον Δεκέμβριο του 1741, ενώ βρισκόταν ακόμα στη Ρώμη, του δόθηκε μια θέση στο πρόγραμμα ανεγέρσεως των ανακτόρων.[15] Ο Κόμης Καρλ Γκούσταφ Τέσιν, στον οποίο είχε αποταθεί ο Καρλ Φρέντρικ για συστάσεις, δεν είχε ακόμα πεισθεί ότι το ταλέντο του νεαρού ήταν ισάξιο εκείνου του πατέρα του, αλλά ο Καρλ Χόρλεμαν εξασφάλισε τον διορισμό του.[15] Τον Αύγουστο του 1743 ο Άντελκραντς ο νεότερος άρχισε το ταξίδι της επιστροφής στη Σουηδία, φθάνοντας στη Στοκχόλμη τον Νοέμβριο.[14]
Εκτός από το έργο του στην ανέγερση των ανακτόρων, ο Άντελκραντς έλαβε τον τίτλο του hovjunkare και έγινε μέλος της αυλής του διαδόχου, πρίγκιπα Αδόλφου Φρειδερίκου της Σουηδίας και της συζύγου του Λουίζας Ουλρίκας της Πρωσίας, αδελφής του Φρειδερίκου του Μέγα.[16] Ωστόσο ο Άντελκραντς παρέμεινε στη «σκιά» του Χόρλεμαν για πολλά χρόνια, ως βοηθός του στα έργα του βασιλικού ανακτόρου στη Στοκχόλμη, το οποίο βρισκόταν υπό συνεχή κατασκευή από τότε που κάηκε το παλαιό Κάστρο το 1697. Ο νέος αρχιτέκτονας κέρδισε την εμπιστοσύνη του Χόρλεμαν, που συνέστησε τον Άντελκραντς για μια αποστολή στην Ιταλία προκειμένου να στρατολογήσει καλλιτέχνες για το ανάκτορο και εξασφάλισε τους πόρους για το ταξίδι αυτό, οπότε ο Άντελκραντς αναχώρησε το 1750 συνοδευόμενος από τον βασιλικό γλύπτη Ζακ Φιλίπ Μπουσαρντόν. Η παραμονή στην Ιταλία ήταν αποτυχημένη από πλευράς στρατολογήσεως καλλιτεχνών, αφού εκείνοι που ήθελαν αποδείχθηκαν υπερβολικά ακριβοί, αλλά απέφερε συγκομιδή με τη μορφή αρχιτεκτονικών σημειώσεων, βιβλίων και έργων τέχνης. Ο Άντελκραντς επέστρεψε στη Στοκχόλμη τον Αύγουστο του 1751.[17] Ο Χόρλεμαν πέθανε ξαφνικά το 1753 και τον διαδέχθηκε ως överintendent ο Καρλ Γιόχαν Κρόνστεντ, οπότε ο Άντελκραντς πήρε τη θέση που άφησε ο Κρόνστεντ, εκείνη του hovintendent.[18]
Στα τέλη του 1753 ο Άντελκραντς ανέλαβε και πάλι μια αποστολή στο εξωτερικό, αυτή τη φορά στο Παρίσι. Απέστειλε από εκεί στη Στοκχόλμη μεγάλο αριθμό μοντέλων και χαρακτικών για χρήση στο εσωτερικό του ανακτόρου σύμφωνα με την τελευταία μόδα. Επίσης συμφώνησε με τον Πιερ Υμπέρ Λαρσεβέκ να διαδεχθεί ο γλύπτης τον Ζακ Φιλίπ Μπουσαρντόν, ο οποίος πέθανε τον Δεκέμβριο του 1753. Στο Παρίσι επίσης ο Άντελκραντς πόζαρε για την προσωπογραφία του στον Αλεξάντερ Ρόσλιν, με τον οποίο από τότε διετήρησε φιλία και εκτεταμένη αλληλογραφία, που όμως έχει χαθεί.[19] Το ημερολόγιο που είναι επίσης γνωστό ότι κρατούσε ο Άντελκραντς σε αυτή την αποστολή αναφέρεται ότι πουλήθηκε σε δημοπρασία το 1831, αλλά και αυτό σήμερα φαίνεται να έχει χαθεί.[20] Μετά την επιστροφή του στη Στοκχόλμη, ο Άντελκραντς εργάσθηκε στη διακόσμηση και επίπλωση του ανακτόρου, η οποία τελείωσε τον Νοέμβριο, οπότε τιμήθηκε με το παράσημο του Τάγματος του Πολικού Αστέρα και εκλέχθηκε μέλος της Σουηδικής Βασιλικής Ακαδημίας των Επιστημών.[21]
Το αξίωμα του överintendent είχε δημιουργηθεί για τον Νικόδημο Τέσιν τον νεότερο στην αρχή του προγραμματισμού για το νέο βασιλικό ανάκτορο, το 1697, με πρότυπο το γαλλικό βασιλικό αξίωμα του Surintendant des Bâtiments, που ήταν υπεύθυνος για έργα στα βασιλικά κτίσματα και αργότερα επεκτάθηκε και στη διεύθυνση κατασκευής ταπισερί και πορσελάνης. Οι αρμοδιότητες του σουηδικού αναλόγου επεκτάθηκαν αντιστοίχως αργότερα σε όλα τα προγράμματα ανεγέρσεως δημοσίων κτηρίων, που περιελάμβαναν και τους ναούς.[22]
Μετά την αποχώρηση του Κρόνστεντ από τη θέση του överintendent το 1767, ο Άντελκραντς διορίσθηκε ως διάδοχός του. Εκείνη την εποχή είχε ήδη τον τίτλο του επίτιμου överintendent για δέκα χρόνια. Τη θέση συνόδευε ex officio το αξίωμα του προέδρου της Σουηδικής Βασιλικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών.[23] Ως μέλος των Χάταρνα, ενός από τα δύο κύρια κόμματα του σουηδικού κοινοβουλίου της Εποχής της Ελευθερίας, ο Άντελκραντς έγινε για λίγο στόχος πολιτικών επιθέσεων από πλευράς του άλλου κόμματος, των Μέσορνα, όταν το τελευταίο απέκτησε τον έλεγχο των πραγμάτων το 1771. Το βασιλικό πραξικόπημα του νέου βασιλιά Γουσταύου Γ΄ έσωσε τον αρχιτέκτονα από τη μοίρα που είχε κάποτε φοβηθεί για αυτόν ο πατέρας του, οπότε μπόρεσε να συνεχίσει ανενόχλητος το έργο τόσο ως αρχιτέκτονας, όσο και ως αξιωματούχος του κράτους. Μετά από πρωτοβουλίες του, η Ακαδημία Καλών Τεχνών απέκτησε νέο καταστατικό το 1773, ενώ το 1776 ο βασιλιάς εκχώρησε στο αξίωμα του överintendent πλήρη έλεγχο όλων των δημόσιων κτηρίων στη χώρα.[24]
Το 1783-1784 ο βασιλιάς ταξίδεψε στην Ιταλία και τη Γαλλία, και ως αποτέλεσμα τα αισθητικά του ιδεώδη μεταβλήθηκαν προς μια ριζοσπαστικότερη κλασικιστική κατεύθυνση. Ο Άντελκραντς προσαρμόσθηκε στις μεταβαλλόμενες αρχιτεκτονικές μόδες, αλλά νεότεροι αρχιτέκτονες με ευαισθησίες περισσότερο ευθυγραμμισμένες με τις τρέχουσες τάσεις άρχισαν να χαίρουν της εύνοιας του βασιλιά και ο Άντελκραντς είδε να παραγκωνίζεται όλο και περισσότερο.[25] Το 1787 ο 72χρονος αρχιτέκτονας ζήτησε από τον βασιλιά άδεια να αποσυρθεί, επικαλούμενος λόγους υγείας και οικονομικούς. Ο βασιλιάς αρνήθηκε και μόλις το 1795 δόθηκε στον Άντελκραντς άδεια να παραιτηθεί από τη θέση του överintendent, αφήνοντας ως διάδοχό του τον Καρλ Φρέντρικ Φρέντενχαϊμ. Το τελευταίο αρχιτεκτονικό σχέδιο του Άντελκραντς ήταν μιας Αγίας Τράπεζας για τον ενοριακό ναό του Näs της Στοκχόλμης, το οποίο εκπόνησε σε ηλικία 80 ετών.[26] Λίγους μήνες αργότερα παραιτήθηκε και από πρόεδρος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών λίγους μήνες αργότερα[26], τον Ιούνιο του 1795. Οι τελευταίες του ημέρες, μέχρι τον θάνατό του στη Στοκχόλμη σε ηλικία 80 ετών ήταν δύσκολες εξαιτίας ενός οδυνηρού καρκίνου και οικονομικών προβλημάτων.[27]
Οι πρώτες επιδράσεις πάνω στον Άντελκραντς προήλθαν από την αρχιτεκτονική μπαρόκ, την οποία μπορούσε να μελετήσει στα βιβλία σχεδίων και τα χαρακτικά της βιβλιοθήκης του πατέρα του. Το πρώτο γνωστό του σχέδιο, για τον ναό της Αικατερίνης το 1732, είναι σε ρωμανικό μπαρόκ και ίσως επηρεασμένο από το σχέδιο του Κάρλο Ραϊνάλντι του ναού του Ιησού και της Μαρίας στη Ρώμη.[28] Μέχρι την εποχή που έγινε αυτόνομος αρχιτέκτονας, περί το 1750, η σουηδική αρχιτεκτονική και ντιζάιν είχαν διαποτιστεί για τα καλά από το γαλλικό ροκοκό. Η ύστερη αρχιτεκτονική του Άντελκραντς ακολούθησε την τάση προς μια κλασικιστική προσέγγιση, μια τάση που έχασε κάποια από την πλαστικότητα του μπαρόκ, αλλά και του ροκοκό, κατασκευάζοντας κτίρια ως σύνολα διακριτών αρχιτεκτονικών στοιχείων, τονίζοντας συχνά τα γεωμετρικά σχήματα.[29]
Οι πρώτες σημαντικές αναθέσεις στον Άντελκραντς ήταν το Ανακτορικό Θέατρο και ένα κτήριο κατοικίας στη Στοκχόλμη, το οποίο είχε αρχικώς σχεδιάσει για τον γυναικαδελφό του, τον Γκούσταφ Σάμουελ Ρούουτ (αλλά το κατοίκησε τελικώς ο ίδιος), αμφότερα έργα του 1753 (έτος θανάτου του Χόρλεμαν).