Οι Καρμπονάροι ήταν μυστικές επαναστατικές οργανώσεις-εταιρείες που ιδρύθηκαν τον 19ο αιώνα στην Ιταλία. Οι Ιταλοί καρμπονάροι επηρέασαν πολλές άλλες επαναστατικές ομάδες στην Ισπανία, τη Γαλλία, τη Ρωσία (Δεκεμβριστές π.χ.) καθώς και τη Φιλική Εταιρεία, τη μυστική οργάνωση που έθεσε τις βάσεις της Ελληνικής ανεξαρτησίας. Οι στόχοι των καρμπονάρων είχαν πατριωτικό και γενικότερα φιλελεύθερο-δημοκρατικό σκοπό, σε μια Ευρώπη που μετά την ήττα του Ναπολέοντα, τα μηνύματα της γαλλικής επανάστασης είχαν ατονήσει και οι αντιδραστικές δυνάμεις της φεουδαρχίας και του συντηρητισμού είχαν επανακτήσει τα πρωτεία. Με τον αυστριακό καγκελάριο Κλέμενς φον Μέττερνιχ στο τιμόνι, οι δυνάμεις αυτές σύμπηξαν την Ιερή Συμμαχία του 1815 και κατέπνιγαν κάθε κίνημα που μπορούσε να διαταράξει το υπάρχον στάτους κβο και να αναζωπυρώσει τα μηνύματα της Γαλλίας του 1789, μηνύματα περί ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου με την παροχή συντάγματος και γενικότερες δημοκρατικές ελευθερίες.
Η Ιταλία, κατακερματισμένη εκείνη την περίοδο σε πόλεις-κράτη, αποτέλεσε το πρόσφορο έδαφος για την ένωση σε μυστικές εταιρείες ιταλών πατριωτών που ονειρεύονταν μια πατρίδα ενωμένη και ανεξάρτητη καθώς και δημοκρατική. Οι Καρμπονάροι σημάδεψαν μια ολόκληρη επαναστατική εποχή και μέλη τους πήραν μέρος σε σημαντικότατα γεγονότα, όπως την ιταλική επανένωση (το λεγόμενο Ριζορτζιμέντο), την επανάσταση του 1820 στην Ισπανία, στην Πορτογαλία και πολέμησαν στο πλευρό των Ελλήνων στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας (βλ. τον φιλέλληνα Σανταρόζα). Κυριάρχησαν στα νότια της Ιταλίας, την ώρα που στα βόρεια υπήρχαν οι οργανώσεις Αντέλφια (Adelfia, από την ελληνική λέξη αδέλφια) και Φιλαντέλφια (Filadelfia, από την ελληνική λέξη φιλαδέλφια).
Για την προέλευση των Καρμπονάρων υπάρχουν διάφοροι θρύλοι και λίγα ιστορικά στοιχεία. Σύμφωνα με τους δικούς τους μύθους, έχουν γενεαλογική συνέχεια από διάφορες εποχές, όπως την εποχή του Φιλίππου Β΄ της Μακεδονίας και τη μεσαιωνική Σαξωνία, τη Γαλλία του Valois και την Ελισαβετιανή Αγγλία. Μια ιταλική μελέτη τοποθετεί τη γέννηση της οργάνωσης σε τεκτονική στοά της Νάπολης το 1786. Σύμφωνα με τη σύγχρονη αποδεκτή άποψη, οι Καρμπονάροι εμφανίζονται σαν ένα αντι-γαλλικό κίνημα ήδη από το 1807 στη Νάπολη, ενώ κατ' άλλους το κίνημα ήταν αρχικά γαλλικό κατά του Ναπολέοντα που εξαπλώθηκε στην Ιταλία.[1]
Η φανερή αρχή της δράσης των «Καρμπονάρων», που αντλούσαν μέλη από όλες τις κοινωνικές τάξεις, ακόμα και από τον στρατό, εντοπίζεται ιστορικώς στις αρχές του 19ου αιώνα (γεωγραφικώς στο Βασίλειο της Νεάπολης, όπου πριν από μόλις μία δεκαετία είχε συντριβεί η βραχύβια ιακωβινική «Παρθενόπεια Δημοκρατία»), ως ανάδυση μιας πολιτικοποιημένης και ριζοσπαστικής παραφυάδας των Ελευθεροτεκτόνων (στη σύγχρονη ιταλική, η λέξη «carbonaro»-καρμπονάρο σημαίνει επίσης και «απόκρυφος», η δε λέξη «carboneria»-καρμπονερία σημαίνει επίσης και «συνωμοσία»). Τα μέλη χαιρετίζονταν μεταξύ τους ως «εξάδελφοι». Πρωταγωνιστικό ρόλο στην εσωτερική συμβολιστική των Καρμπονάρων είχαν ο πέλεκυς, η αξίνα, ο γνώμονας και το ισοσκελές τρίγωνο με τον θεϊκό οφθαλμό στο μέσον του, ωστόσο από πολλούς Εσωτεριστές θεωρήθηκαν «εκφυλισμένη συντεχνία» που δεν είχε πλέον σχέση με τον Ελευθεροτεκτονισμό. Στο έργο του «Επισκοπήσεις για τη Μύηση» («Aperçus sur l’ Initiation»), ο Ρενέ Γκενόν (Rene Guenon) επιχείρησε να απαξιώσει τον Καρμποναρισμό, γράφοντας ότι «εξέτεινε (ο Καρμποναρισμός) τον εκφυλισμό του μέχρι του σημείου να καταντήσει ένωση πολιτικών συνωμοτών».
Η εμφάνιση της «Καρμποναρίας» συμπίπτει χρονικά με την αρχή της μοναρχικής παλινόρθωσης (1814-1830), όταν οι επαναστάτες των διαφόρων ευρωπαϊκών κρατών θεωρούσαν τους εαυτούς τους, «και δικαίως ως ένα σημείο», όπως σημειώνει ο Χόμπσμπαουμ (σελ. 157), «προοδευτικές και χειραφετημένες ελίτ που έπρεπε να δράσουν στους κόλπους και προς όφελος μιας τεράστιας και αδρανούς μάζας αδαών και πλανημένων, οι οποίοι αναμφίβολα θα επιδοκίμαζαν την απελευθέρωση, όταν θα ερχόταν, αλλά κανείς δεν περίμενε να συμμετάσχουν ιδιαίτερα στην προετοιμασία της… Όλοι τους νοούσαν την επανάσταση ως ενιαία και αδιάσπαστη, ένα ενιαίο ευρωπαϊκό φαινόμενο μάλλον, παρά ένα άθροισμα εθνικών και τοπικών απελευθερωτικών κινημάτων. Όλοι τους έτειναν στην υιοθέτηση του ίδιου τύπου επαναστατικής οργάνωσης ή ακόμα και της ίδιας ακριβώς οργάνωσης: της μυστικής επαναστατικής αδελφότητας».
«Οι αδελφότητες αυτές, καθεμιά με τονισμένο τελετουργικό και αυστηρή ιεραρχία, που πήγαζαν από μασονικά πρότυπα ή τα μιμούνταν, ξεπήδησαν γύρω στο τέλος της ναπολεόντειας περιόδου», γράφει ο Χόμπσμπαουμ (σελ. 157 – 158), ωστόσο η παράδοση των ίδιων των Καρμπονάρων ισχυριζόταν ότι η πραγματική χρονική αφετηρία τους βρισκόταν στον 4ο προχριστιανικό αιώνα (βλ. Giovanni de Castro, τόμος 8, σελ. 25) με ιδρυτή τους τον Μακεδόνα βασιλιά Φίλιππο Β΄, πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Μία άλλη πάντως από τις υπόλοιπες 4 - 5 «εσωτερικές» τους αφηγήσεις (μία με χρονική αφετηρία στην εποχή του ιταλού πάπα Αλέξανδρου του Γ', δηλαδή στα τέλη του 12ου αιώνα και γεωγραφικό σημείο τη Γερμανία, μια άλλη με γεωγραφικό σημείο τη γαλλική επαρχία της Jura, όπου ονομάζονταν «Fendeurs», κ.ά.), τούς παρουσίαζε να έχουν ιδρυθεί τον 14ο αιώνα, όταν πολλοί ελεύθεροι άνθρωποι υποχρεώθηκαν, λόγω των συγκρούσεων που προκάλεσε το 1326 στη Σκωτία η εισβολή των μισθοφόρων της βασίλισσας της Γαλλίας Ισαβέλλας, να αναζητήσουν καταφύγιο στα δάση, ζώντας εφεξής από την παραγωγή ξυλοκάρβουνου με δικούς τους νόμους και σύνταγμα, αυτοαποκαλούμενοι «Καλοί Εξάδελφοι» («Good Cousins», «Βuoni Cugini», «Βons Cousins»). Η Παράδοση ισχυριζόταν επίσης ότι εν συνεχεία, κατά τον 16ο αιώνα, οι σκώτοι «Καλοί Εξάδελφοι» κατόρθωσαν να μυήσουν τον βασιλιά της Γαλλίας Φραγκίσκο Α', το γνωστό προστάτη και μαικήνα των γραμμάτων, των τεχνών, αλλά και κυνηγό των καλβινιστών, ο οποίος έγινε προστάτης τους και τους βοήθησε να εξαπλωθούν και στην ηπειρωτική Ευρώπη (έχει αναφερθεί ότι στις τελετές των Καρμπονάρων, ο «Μεγάλος Μάστορας των Μεγάλων Εκλεκτών», ο αρχηγός δηλαδή των Καρμπονάρων, έπινε προς τιμή του βασιλιά Φραγκίσκου).
Ως προέκταση των «Καλών Εξαδέλφων», οι Καρμπονάροι ίδρυσαν τις πρώτες στοές τους («αγορές», «venditi», «ventes») στο βασίλειο της Νεάπολης την περίοδο 1808–1809, ανέπτυξαν δημοκρατική και πατριωτική δράση κατά τη βοναπαρτική βασιλεία του Ζοακίμ Μυρά (βασιλεία: 1808–1815), ο οποίος αρχικά εξαπέλυσε εναντίον τους διωγμό με τον στρατηγό του Μανέ, αλλά αργότερα προσπάθησε να τους προσεταιριστεί και παρά το ότι υπέστησαν στην αρχή της δράσης τους το έτος 1813, μία τραυματική διάσπαση (οι αποχωρήσαντες σχημάτισαν τους «Ορειχαλκουργούς» ή «Calderari»-καλντεράρι, που έκτοτε παρέμειναν άσπονδοι εχθροί των πρώην «εξαδέλφων» τους), εξαπλώθηκαν ταχύτατα μέσω των δομών του Ελευθεροτεκτονισμού στην κεντρική και βόρεια Ιταλία, παρά το ότι ήδη από τις 15 Αυγούστου 1814 οι καρδινάλιοι Κονσάλβι και Πάκκα (Consalvi και Pacca) είχαν εκδώσει έδικτο ενάντια στις μυστικές κοινωνίες και ειδικά κατά των Ελευθεροτεκτόνων και των Καρμπονάρων. Με το έδικτο αυτό τιμωρείτο με βαρύτατες ποινές σε όλη την παπική επικράτεια η συμμετοχή στις οργανώσεις τους, η παράσταση στις συγκεντρώσεις τους, αλλά και η απλή παραχώρηση χώρου για τις στοές τους. Ήδη από το 1808 ο δια βίου επαναστάτης Φίλιππος Μπουοναρόττι είχε ιδρύσει τη «φιλαδελφική» επαναστατική στοά «Sublimes Maitres Parfaits», με σκοπό την αιφνιδιαστική επανάσταση ή την ίδρυση μιας ανατρεπτικής μικρής κοινωνίας μέσα στην υπό ανατροπή μεγάλη κοινωνία, την οποία τελικά η πρώτη θα καταστρέψει έπειτα από συστηματική της υπόσκαψη σε όλους τους τομείς.
Οι Καρμπονάροι, με ύπατο συμβούλιό τους τη λεγόμενη «Αρχαία Αγορά» («Alta Vendita»-άλτα βεντίτα), στρατολογούσαν τα μέλη τους κυρίως από τις τάξεις των ευγενών, των φοιτητών, των δημόσιων λειτουργών, των διανοουμένων, των στρατιωτικών και των μικροκτηματιών και ήσαν οργανωμένοι συνωμοτικά σε ολιγάριθμους πυρήνες, με τελετές ένταξης, οργανωτικούς βαθμούς (στους οποίους αντιστοιχούσαν ισάριθμοι τύποι στιλέτων με συνθήματα και σύμβολα επάνω στις λάμες τους, που τα έφεραν πάντοτε επάνω τους οι Καρμπονάροι, είτε μέσα στις «αγορές» για τις διάφορες τελετές, είτε έξω από αυτές ως όπλα), μαθητεία, ψευδώνυμα (ο κάθε καρμπονάρος έπαιρνε ένα ψευδώνυμο, η δε αντιστοίχιση των ψευδωνύμων στα πραγματικά ονόματα γινόταν με εγγραφή σε δύο διαφορετικά βιβλία που φυλάσσονταν ξεχωριστά), συμβολική γλώσσα, σημεία αναγνώρισης (χειρονομίες, αγγίγματα και ειδικές λέξεις) και άκαμπτη ιεραρχία: οι ανώτατοι αξιωματούχοι λέγονταν «Μεγάλα Φώτα» και οι ανώτεροι ονομάζονταν σύμφωνα με τα καθήκοντά τους «ελέγχοντες», «καλύπτοντες», «απέλπιδες», κ.ά. Από τα αρχεία της μυστικής αστυνομίας που τους καταδίωκε, έχουν διασωθεί διάφορα συνθήματα και σημεία της οργάνωσης, όπως λ.χ. οι κωδικές λέξεις Speranza (Ελπίδα), Fede (Πίστη) και Carita (Αγάπη), το σύνθημα εισόδου σε κάποιες «αγορές» («Τιμή, Αλήθεια, Πατρίδα») και το αντισύνθημα «Ελπίδα, Πίστη, Ευσπλαχνία». Ως «σημείο συνεννόησης» έχει διασωθεί η λεγόμενη «Σκάλα»: ο Καρμπονάρος ύψωνε τα χέρια του μέχρι τους ώμους και τα κατέβαζε κάθετα κατά μήκος του σώματος, διαγράφοντας έτσι τους παραστάτες μιας σκάλας και μετά τα ύψωνε μέχρι το ύψος του στομάχου διαγράφοντας ένα σκαλοπάτι.
Οι Καρμπονάροι ορκίζονταν στην Αρετή, την Ελευθερία και την Ισότητα και υπόσχονταν αλληλεγγύη μεταξύ των μελών και αφοσίωση στην οργάνωση (σε σημείο μάλιστα που να περάσει στη λαϊκή γλώσσα της Ιταλίας η φράση «το υπόσχομαι ως Καρμπονάρος»), εχεμύθεια, αλλά και μίσος προς όλους τους τυράννους, τους οποίους όφειλαν να πολεμήσουν ακόμα και με τα όπλα. Διακρίνονταν ιεραρχικά σε «βοηθούς» και «μαστόρους», με υπέρτατη αρχή τον απρόσωπο Θεό (Υπέρτατο Ον) (αν και συχνά, παρά την αποστροφή τους προς τη χριστιανική Θρησκεία, αναφέρονταν κάποιες φορές-«βέβηλα» κατά την παπική «βούλα» «Εcclesiam a Jesu Christo»- στον Ιησού Χριστό ή τον Άγιο Θεοβάλδο, υποτιθέμενο άγιο-προστάτη των καρβουνιάρηδων), αποκαλούσαν τις 20μελείς ομάδες τους «καλύβες» («baracci»-μπαράτσι) και τις στοές τους «αγορές» («venditi», «ventes»-βεντίτι, βέντες), τιμωρούσαν δε με θάνατο τους επίορκους και τους προδότες, καθότι διακυβεύονταν τόσα πολλά και η επιτυχία του σκοπού ήταν άμεσα συνυφασμένη με την ολοκληρωτική εχεμύθεια.
Κατά την παπική «Catholic Encyclopaedia», η προαγωγή από «βοηθό» σε «μάστορα» απαιτούσε μαθητεία τουλάχιστον 6 μηνών αλλά ήταν αυτόματη για όσους ήδη ήσαν τέκτονες, ενώ από άλλες μαρτυρίες (Charles W. Hackethorn) πληροφορούμαστε για 4 βαθμίδες μύησης, 2 για το επίπεδο του «βοηθού» και 2 για το επίπεδο του «μαστόρου». Η πρώτη βαθμίδα μύησης του «βοηθού» περιελάμβανε την παρουσίαση του νεόφυτου, την κατήχησή του στις βασικές ηθικές αρχές και τα σύμβολα της Καρμποναρίας (λ.χ. το κάρβουνο συμβόλιζε την πηγή της φωτιάς, η ιερή φωτιά συμβόλιζε τη φλόγα της ελευθερίας που σύντομα θα φώτιζε όλον τον κόσμο, κ.ο.κ.), καθώς και την ορκωμοσία του στην υποχρέωση της αφοσίωσης και της μυστικότητας, ενώ η δεύτερη περιελάμβανε μία αναπαράσταση των παθών του Ιησού Χριστού με πρωταγωνιστή τον ίδιο τον μυούμενο. Η πρώτη βαθμίδα μύησης του «μαστόρου» (στην οποία δεν έφθαναν ποτέ οι «stabene», «στατικοί», δηλαδή όσοι μετά από τις δύο πρώτες μυήσεις κρίνονταν ανεπαρκείς από πλευράς ευφυίας ή τόλμης), η «βαθμίδα του Μεγάλου Εκλεκτού», περιελάμβανε την αποκάλυψη του πραγματικού σκοπού της οργάνωσης, δηλαδή της αναγκαιότητας ενός αγώνα για την ελευθερία και την ανατροπή όλων των τυραννιών και τον όρκο του μυούμενου «να αφιερώσει όλη του τη ζωή για τον θρίαμβο των ιδανικών της ελευθερίας, της ισότητας και της προόδου, τα οποία αποτελούν την ψυχή όλων των απόκρυφων και φανερών ενεργειών του Καρμποναρισμού», ενώ όλοι οι παριστάμενοι γονάτιζαν με τα ξιφίδιά τους στραμμένα προς το στήθος τους,
Ο δεύτερος αναβαθμός, η «βαθμίδα του Μεγάλου Μαστόρου των Μεγάλων Εκλεκτών», περιελάμβανε ένα πλούσιο δρώμενο αναπαραστάσεων με θέμα την ανατροπή των τυραννιών και την εγκαθίδρυση της Καρμποναρικής Δημοκρατίας. Ο ισχυρισμός της παπικής προπαγάνδας ότι στην πραγματικότητα υπήρχε δήθεν και μία ακόμη, «ανώτατη» μύηση, το μυστικό της οποίας υποτίθεται πως ήταν η κατάργηση όλων των κυβερνήσεων, ασχέτως εάν ήσαν μοναρχικές ή δημοκρατικές, προφανώς είναι απλή προβοκάτσια των θεοκρατών, αφού ως σχετική πηγή κατατίθεται μόνον η μαρτυρία του περιβόητου Ιωάννη Ντε Βιτ, τον οποίο ο σύγχρονός του ιστορικός Τσέζαρε Καντού θεωρούσε ως εγκάθετο προβοκάτορα.
Αποσκοπώντας στην πραγμάτωση μιας δημοκρατικής, ομοσπονδιακής αλλά και ενιαίας Ιταλίας υπό το αρχαίο λατινικό όνομά της, «Αυσονία» («Ausonia»-Αουσονία λατινικά), με σύνορα «τις 3 θάλασσες και τις Άλπεις» και ένα πολιτικό πρόγραμμα μάλλον «ιακωβινικό» (το οποίο παρεθέτει εν συντομία ο Heckethorn, σελ. 107 – 109), η ιταλική «Καρμποναρία», παρ’ όλο που κυνηγιόταν συστηματικά από τις μοναρχοχριστιανικές οργανώσεις «Sanfedisti» και «Concistoro» και ήδη ο πάπας Πίος ο Ζ' την είχε αναθεματίσει, οργάνωσε την πρώτη της ένοπλη εξέγερση στις 25 Ιουνίου 1817 στην πόλη Ματσεράτα της κεντρικής Ιταλίας, που βρισκόταν υπό την εξουσία του 77χρονου πια πάπα, ο οποίος φημολογείτο ότι πέθαινε. Η εξέγερση όμως κατεστάλη αρκετά εύκολα από τις παπικές δυνάμεις καταστολής και μετά από μυστικές δίκες, οι ένοχοι καταδικάστηκαν τον Οκτώβριο του 1818 σε θάνατο (ποινή που αργότερα μετατράπηκε από τον πάπα σε ισόβια κάθειρξη). Απτόητη ωστόσο η Καρμποναρία, οργάνωσε μετά από μόλις τρία χρόνια, το 1820, νέο ξεσηκωμό στο βασίλειο της Νεάπολης υπό τον αξιωματικό Μορέλλι, που προήλασε από τη Νόλα, και τον καρμπονάρο στρατηγό Γουλιέλμο Πέπε, ενάντια στον βασιλιά Φερδινάνδο τον Α' των Δύο Σικελιών, με αίτημα την παροχή συντάγματος. Στις 7 Ιουλίου 1820 ο βασιλιάς δέχθηκε τελικά να παραχωρήσει σύνταγμα και στις 13 δεσμεύτηκε με όρκο, ενώ από τις 21 του ίδιου μήνα η καρμποναρική σημαία αντικατέστησε τη λευκή των Βουρβόνων σε όλο το βασίλειο. Ο ξεσηκωμός κατεστάλη όμως από τον αυστριακό στρατό μετά από μερικούς μήνες, στις 23 Μαρτίου 1821.
Στην εποχή της μεγάλης δόξας του (1820 -1821), ο Καρμποναρισμός είχε εξαπλωθεί ακόμα και στον γυναικείο πληθυσμό και ιδρύονταν η μία μετά την άλλη αρκετές γυναικείες στοές, τα μέλη των οποίων ονομάζονταν «Κηπεύτριες» («Le Giardiniere»-λε τζαρντινιέρε, ιταλική γλώσσα) και ως ψευδώνυμα έπαιρναν ονόματα λουλουδιών. Σύμφωνα με το «Λεξικό Ελευθερουδάκη» κατά την περίοδο αυτή η Καρμποναρία είχε περίπου 300.000 μέλη, ανησύχησε δε τόσο πολύ την περιβόητη Ιερά Συμμαχία, ώστε αυτή στο συνέδριο της στη Λιουμπλιάνα (το γνωστό Λάιμπαχ των σχολικών βιβλίων) τον Ιανουάριο του 1821, κήρυξε «υπ’ αριθμόν 1 εχθρό της» την Καρμποναρία και όρισε να θανατώνονται τα στελέχη της ως ένοχοι εσχάτης προδοσίας. Τον Μάρτιο του 1821 σημειώθηκε ακόμα ένας ξεσηκωμός, αυτή τη φορά στο Πεδεμόντιο υπό τον Σανταρόζα. Όμως και αυτός ο ξεσηκωμός κατεστάλη από τον αυστριακό στρατό και ο Σανταρόζα μόλις την τελευταία στιγμή κατόρθωσε να διαφύγει στη Γαλλία και αργότερα στο Λονδίνο, από όπου και ήρθε στη συνέχεια στην επαναστατημένη Ελλάδα και πολέμησε πλάι στους αγωνιστές του 1821.
Στα μέσα του Απριλίου 1821 εξαρθρώθηκε από την αστυνομία της Φλωρεντίας η τοπική οργάνωση της Καρμποναρίας και τα περισσότερα στελέχη της κλείστηκαν στις φυλακές, ενώ άλλα κατόρθωσαν να διαφύγουν. Ανάμεσα στους συλληφθέντες ήταν και ο Έλληνας ποιητής Ανδρέας Κάλβος, ο οποίος, καθώς δεν βρέθηκαν ισχυρές εναντίον του αποδείξεις αλλά και λόγω της ξένης υπηκοότητάς του (αγγλικής, ως επτανήσιος, υπό αγγλική τότε αρμοστεία τα Επτάνησα), απελάθηκε στην Ελβετία, ενώ την 1η Μαΐου 1821 ο καταζητούμενος καρμπονάρος ποιητής και ιστορικός από τη Φλωρεντία Φραντσέσκο Μπενεντέττι, φίλος του Ανδρέα Κάλβου, αυτοκτόνησε σ' ένα πανδοχείο με έναν πυροβολισμό στον κρόταφο, μη μπορώντας να διαφύγει.
Ισχυρό ρεύμα Καρμποναρισμού εκδηλώθηκε και στη Λομβαρδία και τη Βενετία, με κύριο στόχο το χτύπημα των κατακτητών Αυστριακών (τότε υπό αυστριακή κατοχή οι ανωτέρω ιταλικές σήμερα περιοχές). Κι εδώ όμως η συνωμοσία κατεστάλη τον Οκτώβριο του 1820 και αρκετοί από τους ηγέτες της, όπως λ.χ. ο κόμης Φεντερίκο Κονφαλονιέρι, ο μουσικός και συγγραφέας Πιέρο Μαροντσέλλι, ο ποιητής, συγγραφέας και δραματουργός Σίλβιο Πέλικο κ.ά., αφού διαπομπεύθηκαν στο Μιλάνο, κατέληξαν στα μπουντρούμια των Αυστριακών.
Με τις εξεγέρσεις τους να έχουν κατασταλεί και τους εντοπισμένους ηγέτες τους είτε στη φυλακή, είτε στο εξωτερικό για να γλιτώσουν τις ζωές τους, αρκετές από τις «υπόγειες» δομές των Καρμπονάρων καταδικάστηκαν να ατροφήσουν ή ακόμα και να καταρρεύσουν, ενώ οι ιδέες τους συκοφαντήθηκαν έντονα και έντεχνα από την προπαγάνδα των ευρωπαϊκών μοναρχιών. Ακόμα και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είχε παρασυρθεί από την άγνοιά του και έλεγε λίγα χρόνια αργότερα το άδικο «κακοί άνθρωποι, καρμπονάροι», ταυτίζοντας ουσιαστικά τον επαναστατικό δημοκρατικό αγώνα της Καρμποναρίας με την ανθρώπινη κακία, παρά το ότι πολλοί φιλέλληνες ήταν Καρμπονάροι (λ.χ. ο προσωπικός φίλος του λόρδου Μπάυρον, Πιέτρο Γκάμπα, που είχε συλληφθεί στις 10 Ιουλίου 1821 μαζί με τον πατέρα του κόμη Ρουτζέρο Γκάμπα και εξοριστεί, και εν συνεχεία είχε συμμετάσχει στην Επανάσταση των Ελλήνων κατά των Οθωμανών, πεθαίνοντας τελικά το 1828 στο στρατόπεδό του Κολοκοτρώνη στα Μέθανα, σε ηλικία μόλις 27 ετών) και επίσης παρά το γεγονός ότι οι δυνάμεις της αντιδραστικής Ιερής Συμμαχίας πίστευαν ότι αυτή η ίδια η Ελληνική Επανάσταση δεν ήταν παρά η τοπική εφαρμογή ενός πανευρωπαϊκού ενιαίου καρμποναρικού σχεδίου.
Στις 13 Σεπτεμβρίου 1821, ο υπέργηρος πάπας Πίος Ζ' είχε εκδώσει εναντίον των Καρμπονάρων τη βούλα του «Εcclesiam a Jesu Christo», με την οποία αφόριζε τόσο τους Ελευθεροτέκτονες όσο και τους Καρμπονάρους για τη μυστική και αντι-εκκλησιαστική δράση τους (όλους όσοι ήσαν μέλη, όλους όσοι δεν τους κατέδιδαν και όλους όσοι με οιονδήποτε τρόπο διέδιδαν καρμποναρικές ιδέες) και εξαπέλυε μία σειρά κατηγοριών ενάντια στην Καρμποναρία: θρησκευτική ουδετερότητα, αντι-εκκλησιαστικές προθέσεις, ανεξιθρησκία (εξίσου κατηγορία προορισμένη να ξεσηκώσει τους φανατικούς καθολικούς θρησκόληπτους), προσβολή του Ιησού Χριστού στις τελετές τους (κάτι που δεν ίσχυε), βέβηλη μίμηση τυπικών της Εκκλησίας, συνωμοσία κατά της πρωτοκαθεδρίας του πάπα.
Διωγμός ιδιαίτερα σκληρός εξαπολύθηκε ακόμα και στη Μόντενα από τον τυραννικό αυστριακό δούκα της πόλης Φραγκίσκο τον Δ' (1779 – 1846), τον οποίο η μητέρα του Μαρία Βεατρίκη είχε συμβουλεύσει «ποτέ να μη συγχωρέσει τους δημοκρατικούς, ποτέ να μην ακούει τις διαμαρτυρίες των υπηκόων του, τους οποίους τίποτε δεν ικανοποιεί και όσο πιο φτωχοί είναι, τόσο πιο ήσυχα κάθονται», παρόλο που στην πόλη δεν είχε εκδηλωθεί εξέγερση: περισσότεροι από 350 άνθρωποι συνελήφθησαν και υποβλήθηκαν σε βασανιστήρια, και τελικώς 25 στάλθηκαν στα κάτεργα και 56 καταδικάστηκαν σε θάνατο, ενώ δεκάδες άλλοι είχαν διαφύγει στο εξωτερικό (ανάμεσά τους και ο μετέπειτα διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου Αντόνιο Πανίτσι. Σε αντίποινα, οι Καρμπονάροι εκτέλεσαν αργότερα (τον Μάιο του 1822) τον αρχηγό της αστυνομίας Τζούλιο Μπεζίνι, που είχε συντονίσει τον διωγμό.
«Ωστόσο», όπως γράφει ο Χόμπσμπαουμ (σελ. 158), «ο Καρμποναρισμός (με τη γενική του έννοια) παρέμεινε η κύρια μορφή επαναστατικής οργάνωσης, και η διάθεσή του να συμβάλει στην Ελληνική απελευθέρωση τον βοήθησε να διατηρήσει τη συνοχή του… ενώ οι πολιτικοί πρόσφυγες από την Πολωνία (η Πολωνία αν και πανίσχυρο κράτος τον Μεσαίωνα, είχε διαμοιρασθεί τότε μεταξύ Πρωσίας, Ρωσίας και Αυστρίας) και την Ιταλία τον διέδωσαν ακόμα πιο μακριά». Τον Ιούλιο του 1823 μάλιστα ιδρύθηκε και στην Ελβετία, με βοήθεια από τον Ιωάννη Καποδίστρια που ιδιώτευε τότε στη Γενεύη μετά την παραίτησή του από Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας και διατηρούσε επαφές με τους Καρμπονάρους για την υποστήριξη της Ελληνικής Επανάστασης, η επαναστατική καρμποναρική στοά «Γαλάτες Αναμορφωτές» («Reformateurs Gaulois»).
Από την άλλη μια καινούργια καταδίκη των Καρμπονάρων ήλθε το 1825 από τον αδίστακτο πάπα Λέοντα τον ΙΒ', ο οποίος άλλωστε είχε επιβάλει ένα σκληρό θεοκρατικό καθεστώς στην παπική επικράτεια, περιορίζοντας ξανά τους Εβραίους σε γκέτο και ορίζοντας σκληρότατες ποινές ακόμη και για «εγκλήματα κατά της πίστης», όπως λ.χ. η κατανάλωση κρέατος τις Παρασκευές.
Το γαλλικό τμήμα της Καρμποναρίας, η «Σαρμπονερί» («Charbonnerie»), φαίνεται να συγκροτήθηκε στη Γαλλία γύρω στο 1815 με πρωτοβουλία των Ζουμπέρ και Ντυζιέ, δύο επαναστατών που είχαν αγωνιστεί με τους Καρμπονάρους στην Ιταλία και είχε κύριο σκοπό της να αντισταθεί στη μοναρχική παλινόρθωση (1814-1830). Μετά από μία διετή σχεδόν προπαγάνδα κατά της μοναρχίας, μέσα από την εφημερίδα της πόλης Γκρενόμπλ «Ελεύθερη Εφημερίδα της Ιζέρ» («Journal Libre de l’ Isère») αλλά και τη σκληρότερη διάδοχό της «Η Ηχώ των Άλπεων» («L’ Echo des Alpes», που σφραγίστηκε από την αστυνομία), αλλά και μέσα από τη μυστική οργάνωση του Ζοζέφ Ρεΐ «Η Φιλελεύθερη Ένωση» («L' Union Libérale»), ακολούθησε μία αποτυχημένη προσπάθεια για στρατιωτική στάση κατά της μοναρχίας στις 20 Αυγούστου 1820, που κόστισε σε τρεις από τους πρωταγωνιστές (μεταξύ των οποίων ήταν και ο Ρεΐ) την ερήμην καταδίκη τους εις θάνατον. Οι πιο αφοσιωμένοι στην υπόθεση συσπειρώθηκαν είτε γύρω από την παρισινή «αγορά» «Οι Φίλοι της Αλήθειας» («Les Amis de La Vérité») που είχαν ιδρύσει την 1η Μαΐου 1821 τρεις ενθουσιώδεις νέοι (οι Φιλίπ Μπουσέ, Σαιν-Αμάν Μπαζάρ και Ζακ-Τομά Φλοτάρ), είτε γύρω από τον ηλικιωμένο πια μαρκήσιο Λαφαγιέτ και έλαβαν μέρος σε αρκετές απόπειρες λαϊκής εξέγερσης και στάσης του στρατού κατά το έτος 1821.
Την επόμενη χρονιά, στις 24 Φεβρουαρίου 1822, ο πρώην στρατηγός Ωγκύστ Μπερτόν και μέλος της καρμποναρικής στοάς «Ιππότες της Ελευθερίας» («Chevaliers de la Liberté») επιχείρησε ανεπιτυχώς να καταλάβει το Σομύρ. Η επιχείρηση κατέληξε στη σύλληψη 37 επαναστατών, από τους οποίους 6 (οι Μπερτόν, Ζαγκλέν, Καφφέ, Σανσώ, Σωζ και Φραντέν) καταδικάστηκαν σε θάνατο στις 12 Σεπτεμβρίου 1822 από δικαστήριο του Πουατιέ. Ατάραχος και αξιοπρεπής ο Μπερτόν, καρατομήθηκε στις 6 Οκτωβρίου στην κεντρική πλατεία της πόλης του Πουατιέ, ο Καφφέ αυτοκτόνησε λίγο πριν ξημερώσει η 6η Οκτωβρίου, ημέρα και της δικής του καρατόμησης, οι Ζαγκλέν και Σωζ καρατομήθηκαν στις 7 Οκτωβρίου στην πλατεία Σαιν–Μεντάρ φωνάζοντας το «Vive la Liberté!» (Ζήτω η Ελευθερία!) τη στιγμή που έπεφτε η λεπίδα, ενώ η ποινή των Σανσώ και Φραντέν μετατράπηκε τελικά σε κάθειρξη 15 και 20 ετών αντίστοιχα.
Τα συντονισμένα «κυνήγια μαγισσών» που εξαπέλυσαν μετά από όλα αυτά οι καθεστωτικοί, απέδωσαν μετά από εκατοντάδες συλλήψεις από τη μυστική αστυνομία, 10 ακόμη θανατικές καταδίκες και εκτελέσεις μαρτύρων της ελευθερίας. Ανάμεσα στους εκτελεσθέντες ήταν και οι υποδειγματικά γενναίοι «Τέσσερις Λοχίες της Λα Ροσέλ» («Les Quatre Sergents de La Rochelle») Μπορίς, Γκουμπέν, Πομιέ και Ραούλ. Οι τέσσερις νεαροί Καρμπονάροι καταδόθηκαν από τον φοβικό συνεργάτη τους Γκουπιγιόν, φυλακίστηκαν στην φυλακή Λαντέρν, και επειδή κανείς τους δεν κατέδωσε άλλους συντρόφους τους, καταδικάστηκαν για παραδειγματισμό σε θάνατο και τελικώς καρατομήθηκαν δημόσια στην πλατεία ντε Γκρεβ του Παρισιού στις 21 Σεπτεμβρίου 1822, φωνάζοντας «Vive la Liberté!» («Ζήτω η Ελευθερία!»).
Εν συνεχεία τα ίχνη της Σαρμπονερί χάθηκαν, ενώ εξίσου βραχύβια υπήρξε η δράση του πορτογαλικού και ισπανικού αντιστοίχου της, που ιδρύθηκε το 1819, λίγο πριν την αρχή της λεγόμενης «Φιλελεύθερης Τριετίας» («Trienio Liberal», 1820-1823) του Ραφαέλ ντελ Ριέγο υ Νούνιεθ (Rafael del Riego y Nuñez, 1784 - 1823), αλλά χάθηκε μετά από μόλις 3–4 έτη (όταν η ευρωπαϊκή αντίδραση ανέτρεψε το εκεί φιλελεύθερο καθεστώς που στις 9 Μαρτίου 1820 είχε αποσπάσει σύνταγμα από τον βασιλιά της Ισπανίας Φερδινάνδο τον Ζ'), αφού όμως, όπως παρατηρεί ο Χόμπσμπαουμ (σελ. 159), «η επανάσταση ανακάλυψε εκεί την πιο αποτελεσματική της φόρμουλα, το στρατιωτικό pronunciamento (πραξικόπημα), στο οποίο φιλελεύθεροι συνταγματάρχες, οργανωμένοι στις δικές τους στρατιωτικές μυστικές αδελφότητες, έδιναν εντολή στα συντάγματά τους να τους ακολουθήσουν στην επανάσταση και αυτά το έκαναν… Οι αδελφότητες των αξιωματικών και το pronunciamento (προνουνθιαμέντο) έγιναν στο εξής συνήθη φαινόμενα στην πολιτική σκηνή της Ιβηρικής χερσονήσου και της Λατινικής Αμερικής, και απετέλεσαν ένα από τα πιο σταθερά και αμφιλεγόμενα πολιτικά αποκτήματα της περιόδου των Καρμπονάρων».
Το 1830, η Σαρμπονερί έκανε μια σύντομη επανεμφάνισή της στο πολιτικό προσκήνιο της Γαλλίας, με συμμετοχή γνωστών στελεχών της στην προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση της Ιουλιανής Επανάστασης του Παρισιού (27–29 Ιουλίου 1830), δύο αφορμές της οποίας υπήρξαν η φίμωση του Τύπου και η πρόθεση του γάλλου βασιλιά Καρόλου του Ι' να μετατρέψει σε κακούργημα τιμωρούμενο με θάνατο, την κλοπή από την Εκκλησία. Από εκεί και πέρα όμως, οι διαδρομές των στελεχών της θα υπάρξουν εντυπωσιακά αποκλίνουσες: ενώ κάποιοι από αυτούς (Υλίς Τρελά, Ζυλ Μπαστίντ, Εζέν Καβενιάκ, κ.ά.) θα γίνουν ακόμα και υπουργοί σε επόμενες κυβερνήσεις, άλλοι (Λουί Ωγκύστ Μπλανκί, Ετιέν Αραγκό, κ.ά.) θα μετακινούνται την ίδια εποχή από φυλακή σε φυλακή, πληρώνοντας το τίμημα του αδιάλλακτου και πιστού ως το τέλος στις αρχές του, επαναστάτη.
Όπως προαναφέραμε, η γαλλική πλευρά της Καρμποναρίας έκανε ξανά την εμφάνισή της στο πολιτικό προσκήνιο το 1830 στο Παρίσι, με συμμετοχή της στην Ιουλιανή Επανάσταση του 1830, γεγονός που ανανέωσε τις ελπίδες για μία επανάληψη της επιτυχίας, αυτή τη φορά σε ιταλικό έδαφος. Άλλωστε μία καρμποναρική στοά είχε τώρα ιδρυθεί ακόμα και μέσα στη Ρώμη, ενώ το κίνημα ενισχυόταν από εντάξεις ολοένα και πιο σημαντικών προσωπικοτήτων, όπως λ.χ. του πρίγκιπα Καρόλου Λουδοβίκου, μετέπειτα αυτοκράτορος της Γαλλίας ως Ναπολέων Γ' και του αδελφού του Ναπολέοντος Λουδοβίκου. Αμέσως λοιπόν μετά από μία αποτυχημένη εξέγερση στη Μόντενα στις 5 Φεβρουαρίου 1831 ενάντια στον τυραννικό αυστριακό δούκα της πόλης, Φραγκίσκο τον Δ', η οποία έληξε με σύλληψη 44 Καρμπονάρων («οι συνωμότες είναι στα χέρια μου, στείλε μου τον δήμιο» λέγεται πως ήταν το μήνυμα του δούκα προς τον κυβερνήτη του Ρέτζιο), αρκετές πόλεις της παπικής επικράτειας (Μπολόνια, Ρομάνια, Φερράρα, κ.ά.) αποστάτησαν, ύψωσαν την τρίχρωμη σημαία της Καρμποναρίας (με τρεις οριζόντιες γραμμές, μία κυανή στο επάνω μέρος, μία κόκκινη στο μεσαίο και μία μαύρη στο κάτω, αναπαράσταση του καιγόμενου κάρβουνου), αφόπλισαν τα παπικά στρατεύματα, συγκρότησαν προσωρινή κυβέρνηση στην πόλη Μόντενα, η οποία διακήρυξε ότι «η Ιταλία είναι μία και ενιαία», καθώς επίσης και στρατό εθελοντών, ο οποίος κινήθηκε κατά της Ρώμης αλλά κατατροπώθηκε από τα αυστριακά στρατεύματα που είχε καλέσει ο πάπας Γρηγόριος ο ΙΣΤ' για να τον σώσουν.
Μετά την καταστολή αυτού του τελευταίου ξεσηκωμού της ιταλικής Καρμποναρίας, οι τοπικές αρχές των διαφόρων ιταλικών πόλεων προχώρησαν σε συστηματική εξόντωση όλων των πυρήνων της, με τη βοήθεια της μυστικής τους αστυνομίας. Εκατοντάδες φυλακίστηκαν και δεκάδες εκτελέστηκαν με απαγχονισμό (ανάμεσά τους και ο ηγέτης των Καρμπονάρων της Μόντενα Τσίρο Μενόττι, μυημένος στην οργάνωση από 19 ετών, το 1817). Μέχρι τις αρχές του 1832 χάθηκαν και τα τελευταία φανερά ίχνη της ηρωικής οργάνωσης της Καρμποναρίας, αν και πολλά μέλη της προσχώρησαν στο καινούργιο επαναστατικό πατριωτικό κίνημα «Νεαρή Ιταλία» («Giovane Italia») του μέχρι τότε Καρμπονάρου Τζιουζέπε Ματσίνι. Στις 11 Σεπτεμβρίου 1846 η Εκκλησία έκανε την τελευταία της επίθεση κατά της Καρμποναρίας, με την παπική εγκύκλιο «Qui Pluribus» του πάπα Πίου του Θ', στην οποία εδέχοντο δριμύτατη επίθεση τόσο η άποψη ότι η λογική πρέπει να είναι υπεράνω της πίστης, όσο και ο πολιτικός φιλελευθερισμός και η θρησκευτική ουδετερότητα που προωθούσαν οι Καρμπονάροι.