Καρπάτσιο με παρμεζάνα | |
Προέλευση | |
---|---|
Τόπος προέλευσης | Ιταλία |
Δημιουργός/οι | Τζουζέππε Τσιπριάνι |
Πληροφορίες | |
Πιάτο | Ορεκτικό |
Κύρια συστατικά | Νωπό κρέας ή ψάρι (βοδινό, άλογο, μοσχάρι, ελάφι, σολομός ή τόνος), χυμός λεμονιού ή ξύδι, ελαιόλαδο, παρμεζάνα, αλάτι και αλεσμένο πιπέρι |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα (π) |
Το καρπάτσιο (ιταλικά: Carpaccio) είναι πιάτο με κρέας ή ψάρι[1] (όπως βοδινό, μοσχάρι, ελάφι, σολομό ή τόνο), κομμένο σε λεπτές φέτες το οποίο σερβίρεται ωμό, συνήθως ως ορεκτικό. Εφευρέθηκε το 1950 από τον Τζουζέπε Τσιπριάνι από το Harry’s Bar στη Βενετία και έγινε δημοφιλές κατά το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα.[2] Αρχικά ήταν βόειο κρέας που σερβίρονταν με λεμόνι, ελαιόλαδο και λευκή τρούφα ή παρμεζάνα. Αργότερα, ο όρος επεκτάθηκε σε πιάτα που περιέχουν άλλα ωμά κρέατα ή ψάρια, σε λεπτές φέτες και σερβίρονται με λεμόνι ή ξίδι, ελαιόλαδο, αλάτι και αλεσμένο πιπέρι.
Δεδομένου ότι είναι ένα πιάτο που πρέπει να σερβίρεται ωμό, το κρέας πρέπει να είναι πάντα φρεσκότατο και ποτέ αποψυγμένο.
Το μοσχαρίσιο κόντρα φιλέτο, όντας προηγουμένως στο ψυγείο για αρκετή ώρα, κόβεται σε φέτες με μαχαίρι. Οι πολύ λεπτές φέτες απλώνονται σε ένα πιάτο, αλατοπιπερώνονται και τοποθετούνται στο ψυγείο για λίγα λεπτά. Πριν από το σερβίρισμα, το καρπάτσιο διακοσμείται με τη λεγόμενη σάλτσα γενικής χρήσης Τσιπριάνι, που παρασκευάζεται με ανάμειξη μαγιονέζας (κρόκοι αυγών, ελαιόλαδο, χυμός λεμονιού, αλάτι και λευκό πιπέρι) με την προσθήκη φρέσκιας κρέμας γάλακτος, μουστάρδας, σάλτσας Γούστερσερ και μπράντυ.[3]
Το πιάτο, βασισμένο στην σπεσιαλιτέ του Πεδεμόντιου carne cruda all'albese, εφευρέθηκε το 1950[2] από τον Τζουζέπε Τσιπριάνι, ιδρυτή του Harry's Bar στη Βενετία. Αρχικά ετοίμασε το πιάτο για την κόμισσα Αμαλία Νάνι Μοτσένιγκο[4] όταν έμαθε ότι οι γιατροί είχαν συστήσει να τρώει ωμό κρέας.[5] Το πιάτο ονομάστηκε καρπάτσιο από τον Βιττόρε Καρπάτσο, Ενετό ζωγράφο, γνωστό για τους χαρακτηριστικούς κόκκινους και λευκούς τόνους των έργων του.[4]