Το κατά κεφαλήν εισόδημα μετράει το μέσο εισόδημα ανά άτομο σε μια συγκεκριμένη περιοχή (χώρα, πόλη, περιφέρεια κτλ) σε ένα συγκεκριμένο χρόνο. Υπολογίζεται διαιρώντας το συνολικό εισόδημα της περιοχής με τον συνολικό πληθυσμό.[1][2]
Οι επικριτές υποστηρίζουν ότι το κατά κεφαλήν εισόδημα έχει πολλές αδυναμίες στην μέτρηση της ευμάρειας:[3]
Συγκρίσεις του κατά κεφαλήν εισοδήματος σε διαφορετικές εποχές πρέπει να λάβουν υπόψιν τον πληθωρισμό. Χωρίς προσαρμογή για τον πληθωρισμό, το εισόδημα φαίνεται να αυξάνει περισσότερο από την πραγματικότητα
Διακρατικές συγκρίσεις μπορεί να στρεβλωθούν από διαφορές στο κόστος ζωής που δεν αντικατοπτρίζονται στις οικονομικές ανταλλαγές. Όταν στόχος είναι η σύγκριση του επίπεδου ζωής ανάμεσα σε δύο χώρες, η προσαρμογή των αλλαγών της ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης αντικατοπτρίζει καλύτερα τι μπορεί να αγοράσει ο πληθυσμός με τα χρήματά του.
Η μέση τιμή δεν αντικατοπτρίζει τις εισοδηματικές ανισότητες. Όταν η ανισότητα είναι έντονη, μια μικρή τάξη πλουσίων αυξάνει σημαντικά το κατά κεφαλήν εισόδημα. Σε αυτή την περίπτωση το διάμεσο εισόδημα είναι καλύτερος δείκτης ευμάρειας, καθώς επηρεάζεται λιγότερο από τις ακραίες τιμές.
Δραστηριότητες που δεν αποδίδουν χρήματα, όπως για παράδειγμα υπηρεσίες εντός της οικογένειας, συνήθως δεν υπολογίζονται. Η σημασία αυτών των δραστηριοτήτων διαφέρει σημαντικά σε διαφορές κοινωνίες.