Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Η Κατάρριψη πτήσης KAL 007 αφορά την κατάρριψη ενός επιβατηγού νοτιοκορεατικού αεροσκάφους (Korean Air Lines), τύπου Μπόινγκ 747, τζάμπο, που εκτελούσε την πτήση 007, (KAL-007), που σημειώθηκε στις 1 Σεπτεμβρίου του 1983 από σοβιετικά πολεμικά αεροσκάφη αναχαίτισης, όταν αυτό κατά περίεργο τρόπο, ενώ η κατεύθυνσή του ήταν άλλη, εισήλθε στον εθνικό εναέριο χώρο της Σοβιετικής Ένωσης και σε κλειστό απαγορευμένο τομέα.
Στο αεροσκάφος αυτό επέβαιναν συνολικά 269 άτομα, εκ των οποίων, 23 ήταν μέλη του πληρώματος και τα υπόλοιπα 246 επιβάτες, μεταξύ των οποίων ένα μέλος του Κογκρέσου των ΗΠΑ, ο γερουσιαστής Λώρενς ΜακΝτόναλντ καθώς και 22 παιδιά κάτω των 12 ετών. Η κατάρριψη του αεροσκάφους συνέβη πάνω από τη θάλασσα της Ιαπωνίας, δυτικά της νήσου Σαχαλίνης, όπου όλοι οι επιβαίνοντες βρήκαν τραγικό θάνατο.
Η πολύκροτη αυτή υπόθεση εκ του ιδιαίτερου χαρακτήρα της είχε ως συνέπεια να συνταράξει τις τότε διεθνείς σχέσεις κατά το υφιστάμενο διεθνές αεροπορικό δίκαιο, με μια γενική δυσφορία και κατακραυγή, αλλά και ανησυχία με πολλά ερωτηματικά, τόσο από πλευράς αιτίας κατάρριψης, με τον χαρακτήρα που είχε το αεροσκάφος, του επιβατηγού, όσο και από πλευράς της απόκλισης της πτήσης του.
Το επιβατηγό αεροσκάφος αυτό, τύπου Μπόινγκ 747 (Τζάμπο), ανήκε στις νοτιοκορεατικές αερογραμμές (Korean Air Lines) και εκτελούσε τη γραμμή Νέα Υόρκη – Σεούλ, με κωδικό πτήσης ΚΕ 007 ή ΚΑΕ 007. Αρχικά απογειώθηκε από το Διεθνές Αεροδρόμιο Τζον Κέννεντυ με μισή ώρα περίπου καθυστέρηση, στις 23.50 της 30 Αυγούστου, (ανατολική ώρα ζώνης ΗΠΑ, ή 03:50 UTC /31 Αυγούστου), με ενδιάμεσο προορισμό το αεροδρόμιο Ανκορέιτζ της Αλάσκας για ανεφοδιασμό.
Από το αεροδρόμιο αυτό απογειώθηκε στις 04:00 τοπική ώρα, ή 13:00 UTC /31 Αυγούστου με κυβερνήτη του τμήματος της διαδρομής αυτής τον Κορεάτη Τσουν Μπιγιούγκ-ιν ο οποίος και έλαβε εντολή από τον έλεγχο εναέριας κυκλοφορίας να ακολουθήσει πορεία 220 μοίρες προς Μπέθελ προκειμένου από εκεί να ακολουθήσει τον αεροδιάδρομο NOPAC για το διεθνές αεροδρόμιο Γκίμπο της Σεούλ, ο οποίος διέρχεται περί τα 17 - 18 ναυτικά μίλια ανατολικότερα του εναέριου χώρου της ρωσικής ακτής της Καμτσάτκα.
Παρά ταύτα, από το πρώτο κιόλας δεκάλεπτο, μετά την απογείωση, το αεροσκάφος φέρονταν να παρεκκλίνει της πορείας του σιγά - σιγά ακολουθώντας πορεία 245 μοίρες αντί 220 επί περίπου 5,5 ώρες χωρίς αυτό να γίνει αντιληπτό από τους χειριστές. Λίγα λεπτά αργότερα το αεροπλάνο πέρασε τη διεθνή γραμμή ημερομηνίας (31 Αυγούστου / 1 Σεπτεμβρίου) συνεχίζοντας την αυξανόμενη απόκλιση που είχε φθάσει τα 60 μίλια, (110 χλμ.), δυτικά από τη προβλεπόμενη πορεία. Έτσι σύμφωνα με τις σοβιετικές πηγές στις 15:51 UTC το αεροπλάνο (με περίπου απόκλιση τα 160 μίλια δυτικότερα) εισήλθε στον απαγορευμένο σοβιετικό εναέριο χώρο όπου και σήμανε αμέσως συναγερμός.
Τέσσερα σοβιετικά πολεμικά αεροσκάφη, ένα MiG-23 από την αεροπορική βάση Σμιρνίκχ και τρία Su-15 από την αεροπορική βάση Σοκόλ, απογειώθηκαν αμέσως προκειμένου να αναχαιτίσουν τον εισβολέα στόχο. Ενημερωθείς σχετικά ο Σοβιετικός πτέραρχος των σοβιετικών αεροπορικών δυνάμεων της Άπω Ανατολής Βαλερί Καμένσκι φέρεται να έδωσε εντολή για κατάρριψη ακόμα και πάνω από διεθνή ύδατα εφόσον όμως γίνει προηγουμένως αναγνώριση του «εισβολέα στόχου», σε αντίθεση με τον υφιστάμενό του διοικητή της αεροπορικής βάσης Σοκόλ, Ανατόλι Κορμούκοβ που επέμενε την κατάρριψη ακόμα και χωρίς απαραίτητη αναγνώριση με δεδομένα ότι αφενός στην εν λόγω περιοχή δεν διέρχονται αεροσκάφη πολιτικής αεροπορίας, αφετέρου ότι ο εισβολέας υπερίπταται του εναέριου χώρου της χερσονήσου Καμτσάτκα, ερχόμενος από ωκεανό, καταλήγοντας έτσι στην εκτέλεση της άποψής του.
Λίγα λεπτά πριν την αναχαίτιση το KAL-007 επικοινωνώντας με το FIR του Τόκιο ανέλαβε υψηλότερο επίπεδο πτήσης από 330 σε 350, για λόγους οικονομίας μειώνοντας έτσι την ταχύτητά του σε περίπου 400 χλμ την ώρα, χωρίς φαίνεται κανείς μέχρι τότε να έχει πλήρη επίγνωση της κατάστασης, που αντίθετα, η αλλαγή αυτή θεωρήθηκε από τους σοβιετικούς πιλότους ως αεροπορικός ελιγμός. Έτσι περί ώρα 18:25 UTC και ενώ τα σοβιετικά αεροσκάφη αναχαίτισης βρίσκονταν σε οπτική επαφή δίδεται η εντολή της καταστροφής του στόχου την οποία και εκτέλεσε το ένα από τα τρία Su-15 εξαπολύοντας δύο πυραύλους αέρος – αέρος, παρότι ο πιλότος αντελήφθη ότι πρόκειται για επιβατηγό αεροσκάφος με όλα τα φώτα αναμμένα. Τη στιγμή της επίθεσης το τζάμπο πετούσε σε ύψος 35.000 πόδια (11.000 μ.) όπου μετά από κάποιες ταλαντώσεις ακολουθώντας μια τοξοειδή καθοδική σπειροειδή πορεία συνολικής διάρκειας περίπου 10 λεπτών κατέπεσε στη θάλασσα, σε διεθνή ύδατα, παρασύροντας όλους τους επιβαίνοντες στο θάνατο.