Η Καταλανική Εταιρεία ή Μεγάλη Καταλανική Κομπανία (καταλανικά: Companyia Catalana d'Orient, Λατινική: Societas Catallanorum) ήταν ένα μισθοφορικό σώμα Καταλανών που έδρασε τον 14ο αιώνα στη Σικελία, στις μικρασιατικές και ευρωπαϊκές περιοχές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και στις φραγκοκρατούμενες περιοχές της Ελλάδας.
Η Κομπανία δημιουργήθηκε από τον Ροζέ ντε Φλορ (Roger de Flor, Rutger von Blum) γιο Γερμανού στρατιώτη και Ιταλίδας από το Μπρίντεζι [1]. Ο Ροζέ ντε Φλορ αρχικά ήταν μέλος του τάγματος των Ναϊτών αλλά κατηγορήθηκε από αυτούς για υπεξαίρεση και, αφού διέφυγε, έφτιαξε μισθοφορικό σώμα από Καταλανούς και Αραγωνέζους (Αλμογάβαρους), προσφέροντας τις υπηρεσίες του στον βασιλιά της Σικελίας, Φρειδερίκο Β'. Όμως , μετά την ειρήνη της Καλταμπελότα (31 Αυγούστου 1302), ο Ροζέ και οι μισθοφόροι του έμειναν χωρίς αντικείμενο, ενώ οι Ναΐτες συνέχιζαν να τον καταζητούν. Έτσι αυτός ήρθε σε συνεννόηση με τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο που υπέφερε από έλλειψη αποτελεσματικού στρατού για την αντιμετώπιση της ολοένα διογκούμενης απειλής των Τούρκων στη Μικρά Ασία, ιδιαίτερα μετά την ήττα των Βυζαντινών στη μάχη του Βαφέως. Έτσι, παρ' όλο που το θησαυροφυλάκιο της αυτοκρατορίας δεν διέθετε τους πόρους για την πληρωμή των μισθοφόρων Καταλανών, η απελπιστική θέση του Ανδρόνικου τον ανάγκασε να έρθει σε συμφωνία μαζί τους.[2] Ταυτόχρονα, ο Φρειδερίκος, ικανοποιημένος που έφευγαν, τους παρείχε ναυτικά μέσα για να φτάσουν στον νέο προορισμό τους. Η Κομπανία, αποπλέοντας το καλοκαίρι του 1303 από τη Σικελία, αριθμούσε, σύμφωνα με τον Καταλανό χρονογράφο της Ραμόν Μουντανέρ, 1.500 ιππότες, 4.000 ελαφρά οπλισμένους πεζούς και άλλους 1.000 πεζούς στρατιώτες με τους ακολούθους τους. Ο στρατός αυτός αποτελούνταν από Καταλανούς, Αραγωνέζους, νότιους Ιταλούς και Σικελούς. Τον Σεπτέμβριο του 1303 κατέπλευσαν στην Κωνσταντινούπολη.[3]
Ακολούθως οι Καταλανοί πέρασαν στη μικρασιατική όχθη, στρατοπεδεύοντας στην Κύζικο. Το 1304 σημείωσαν ορισμένες επιτυχίες εναντίον των Τούρκων και ο Ροζέ ντε Φλόρ άρχισε να σχεδιάζει τη δημιουργία δικού του πριγκηπάτου στη Μικρά Ασία, στα πλαίσια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Όμως ταυτόχρονα οι Καταλανοί προέβησαν σε λεηλασίες και βιαιότητες σε βάρος των υπηκόων της αυτοκρατορίας, καθώς ο Ανδρόνικος αδυνατούσε να εκπληρώσει τους οικονομικούς όρους της συμφωνίας με την Εταιρεία. Κατά τον ίδιο χρόνο, αυξήθηκαν οι υποψίες των Γενοβέζων της συνοικίας του Πέραν, μέσω των οποίων επηρεάστηκε και η αυτοκρατορική αυλή, για πιθανή συμμετοχή των Καταλανών σε σχεδιαζόμενη εκστρατεία ανάκτησης της Κωνσταντινούπολης από τον Φρειδερίκο Γ' της Σικελίας.[3]
Το 1305, οι Καταλανοί επέδραμαν στην περιοχή της Καλλίπολης όπου είχαν ήδη εγκατασταθεί, προκειμένου να αναγκάσουν τον Ανδρόνικο να καταβάλει τους μισθούς που τους όφειλε. Ο Ανδρόνικος απένειμε στον Ροζέ ντε Φλορ τον τίτλο του Καίσαρα ο οποίος μάλιστα παντρεύτηκε Ελληνίδα, τη Μαρία. Στις 30 Απριλίου 1305, ο Ροζέ ντε Φλορ δολοφονήθηκε στο στρατόπεδο του Μιχαήλ Θ', από Αλανούς μισθοφόρους του Ανδρόνικου. Πάντως σήμερα η επικρατέστερη άποψη για το κίνητρο της δολοφονίας θεωρείται πως ήταν η ζήλεια και όχι η εξουδετέρωση του αρχηγού της Εταιρείας με σκοπό την αποδυνάμωσή της.[3] Μετά από αυτό το γεγονός, οι Καταλανοί άρχισαν τη λεγόμενη «καταλανική εκδίκηση»[4], με επιδρομές στη Θράκη (Μακεδονία και Θεσσαλία). Επιτέθηκαν μάλιστα και εναντίον των μοναστηριών στον Άθω.[5], συγκεκριμένα κατά της Μονής Χιλανδαρίου. Το γεγονός έχει καταγραφεί από τους Ραμόν Μουντανέρ και Νικηφόρο Γρηγορά, τον μοναχό Σάββα τον Β' από τη Μονή Βατοπεδίου και τον μοναχό Δανιήλ τον Β' από τη Μονή Χιλανδαρίου. Με τη Θράκη ερημωμένη, αποφάσισαν να επιτεθούν στη Θεσσαλονίκη αλλά απέτυχαν. Την Θεσσαλονίκη υπερασπιζόταν ο Βυζαντινός δούκας και στρατηγός Ανδρέας Χανδρηνός, ο οποίος απομάκρυνε τους Καταλανούς από τα εδάφη της Μακεδονίας[εκκρεμεί παραπομπή].
Ο Δούκας των Αθηνών, Γκωτιέ Ε΄ του Μπριέν, απέστειλε τον Ροζέ Ντελόρ, Καταλανό ιππότη στην υπηρεσία του, ζητώντας να τους προσλάβει στην υπηρεσία του με σκοπό την καθυπόταξη της Θεσσαλίας. Πράγματι, οι Καταλανοί μπήκαν στην υπηρεσία του και κατέλαβαν ορισμένα φρούρια αλλά ανέκυψαν χρηματικές διαφορές που κατέληξαν σε σύγκρουση, στη Μάχη του Αλμυρού το 1311, κατά την οποία εξολοθρεύτηκε ο στρατός του Δούκα. Ο Πάπας τους ζήτησε να επιστρέψουν τα εδάφη που κατέλαβαν αλλά αυτοί αρνήθηκαν και έτσι το 1318 τους αφόρισε. Κατά την περίοδο που ακολούθησε, οι Καταλανοί κατέλαβαν και το Δουκάτο Νέων Πατρών (Neopatria, δηλαδή τα θεσσαλικά εδάφη που άφησε πεθαίνοντας ο Δούκας της Θεσσαλίας, δίχως να αφήσει απογόνους). Η Εταιρεία ζήτησε τελικά να υπαχθεί στην επικυριαρχία του Βασιλείου της Αραγωνίας. Μέχρι και σήμερα, ο βασιλιάς της Ισπανίας έχει τον εθιμικό τίτλο «Δούκας της Αθήνας και Νέων Πατρών»[εκκρεμεί παραπομπή].
Το Δουκάτο των Αθηνών είχε πρωτεύουσα τη Θήβα, ενώ το βόρειο δουκάτο (Δουκάτο των Νεοπατρών) είχε πρωτεύουσα την ομώνυμη πόλη (σημ. Υπάτη). Η Καταλανική καθιερώθηκε ως επίσημη γλώσσα του κράτους, αν και τα Λατινικά δεν έπαψαν να χρησιμοποιούνται, ενώ η νομοθεσία που καθόρισε τις σχέσεις ανάμεσα στους κατακτητές και τον γηγενή πληθυσμό στηρίχθηκε στις «συνήθειες» (εθιμικό δίκαιο) της Βαρκελώνης.[6] Το μόνο δημόσιο αξίωμα που μπορούσαν να ασκήσουν αυτόχθονες ήταν εκείνο του νοταρίου (συμβολαιογράφου), όπως και επί Φράγκων,[7] ενώ τους απαγορευόταν να αγοράζουν, πωλούν ή διαθέτουν την περιουσία τους όπως ήθελαν ή να συνάπτουν μικτούς γάμους.[8]
Η αρχή του τέλους για το καταλανικό Δουκάτο ήρθε το 1379-1380, όταν η Εταιρεία των Ναβαρέζων μισθοφόρων κατέλαβε τη Θήβα και τη Λιβαδειά. Το Δουκάτο καταλύθηκε οριστικά το 1388, όταν πέρασε στα χέρια του Ιταλού Νέριο Ατσαγιόλι. Η επικυριαρχία του Στέμματος της Αραγωνίας πάνω στα εδάφη αυτά κράτησε μέχρι το 1391[εκκρεμεί παραπομπή].
Ο Δημήτριος Πασχάλης, στην Ιστορία της Νήσου Άνδρου[9], μετά την καταστροφή του νησιού από τον Αραγωνέζο ναύαρχο της Καταλανικής Κομπανίας, Ρουτζέρο ντι Λαούρια, αναφέρει πως"«έκτοτε δ¨εν Άνδρω το όνομα Καταλάνος δηλοί τον πονηρόν και σκληρόν και προς τα κακουργήματα ρέποντα».