Ο καταλανικός γοτθικός ρυθμός είναι καλλιτεχνική τεχνοτροπία, με πρωτότυπα χαρακτηριστικά ιδιαιτέρως στον χώρο της αρχιτεκτονικής, ο οποίος παρατηρήθηκε στην Καταλονία από τον 13ο έως τον 15ο αιώνα, δηλαδή κατά το τέλος της γοτθικής περιόδου της Ευρώπης, από την οποία και λαμβάνει την ονομασία του, και στις αρχές της αναγεννησιακής περιόδου. Η ονομασία «καταλανικός γοτθικός» περιορίζεται κυρίως στη Βαρκελώνη και στις περιοχές επιρροής της (παλιά Επαρχία της Βαρκελώνης), για αυτό και προσλαμβάνει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Παρά την ονομασία του, ο καταλανικός γοτθικός ρυθμός διαφέρει από τον γοτθικό ρυθμό άλλων περιοχών της Ευρώπης. Στην αρχιτεκτονική, για παράδειγμα, δεν αποβλέπει στο υπερβολικό ύψος ούτε ξεχωρίζει για τις μετέωρες τοξωτές αντηρίδες του, αλλά για τη μεγάλη αυστηρότητά του στη διακόσμηση.
Η τεχνοτροπία του γοτθικού καταλανικού ρυθμού ξεκινά χάρη στον πλούτο που παράγεται με την επέκταση του Στέμματος της Αραγονίας, πρώτα στο Λανγκντόκ και έπειτα μέσω της Μεσογείου έως τη Σαρδηνία, τη Σικελία, το Βασίλειο της Νάπολης και το Δουκάτο των Αθηνών. Η κοινωνία της εποχής απαιτεί μια ανανέωση των παλιών, ρομανικού ρυθμού κτιρίων, όπως επίσης και την κατασκευή νέων δημόσιων κτιρίων για νέους θεσμούς και υπηρεσίες.
Φτάνει στο απόγειό του κατά τον 15ο αιώνα, παρά την ένωση των Στεμμάτων της Καστίλλης και της Αραγονίας από τους Καθολικούς Μονάρχες, από την οποία ζημιώθηκε η δεύτερη, καθώς αρχικά της απαγορεύτηκε το εμπόριο με την Αμερική, εκτός κι αν πραγματοποιούνταν μέσω του λιμανιού της Σεβίλλης[1].
Γίνεται λόγος για «γοτθική τεχνοτροπία» και «γοτθική πόλη» σε σχέση με τη χρονική περίοδο. Δεν πρέπει όμως να συγχέεται αυτή η τεχνοτροπία με τον γοτθικό ρυθμό που παρατηρήθηκε στη Γαλλία, στην Ισπανία, στη Γερμανία ή αλλού, καθώς αν και παρουσιάζει παρόμοια στοιχεία όσον αφορά στις πιο σύγχρονες τεχνολογίες που ήταν διαθέσιμες εκείνη την εποχή (αιχμηρή αψίδα, ρόδακας[2], μετέωρες τοξωτές αντηρίδες), οι διαφορές είναι πολλές.
Έτσι, ο καταλανικός γοτθικός ρυθμός δεν ψάχνει το υπερβολικό ύψος, αλλά τείνει να εξισώνει τις διαστάσεις του ύψους και του πλάτους, χρησιμοποιεί σχεδόν επίπεδες στέγες σε αντίθεση με τις πανύψηλες κεκλιμμένες, χαρακτηριστικές της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης. Επίσης δεν χρησιμοποιεί μεγάλα παράθυρα αφού το φως της Μεσογείου είναι πολύ πιο ισχυρό από ότι στην υπόλοιπη Ευρώπη, ούτε τεράστιες μετέωρες τοξωτές αντηρίδες, αφού τα κλίτη είναι σχεδόν ισοϋψή. Δεν διακοσμεί τις κολόνες με απεικονίσεις ούτε ξεχωρίζει για την πολυπλοκότητα των θόλων του.
Οι ναοί τείνουν προς τη χωρική ενοποίηση, η οποία επιτυγχάνεται με δύο μεθόδους: είτε με ψηλές και λεπτές κολώνες σε αρκετή απόσταση η μία από την άλλη ώστε να μην εμποδίζουν τη θέαση οποιουδήποτε κλίτους, όταν αυτά είναι τρία, είτε με την κατασκευή ενός μόνο κεντρικού κλίτους με πολύ φως. Οι πύργοι, συνήθως ένας ή δύο, ξεχωρίζουν επειδή είναι επίπεδα πολύγωνα πρίσματα (με 6 ή 8 πλευρές), και δεν υπάρχουν εγκάρσια κλίτη. Διαφορετικές είναι οι εκκλησίες των Ναϊτών Ιπποτών στις οποίες χρησιμοποιούνται κατόψεις σε σχήμα ελληνικού σταυρού.
Οι αντηρίδες εκτός από την υποστήριξη των τοίχων, εκτελούν άλλες δύο λειτουργίες. Διαιρούν τα παρεκκλήσια στην κάτοψη έτσι ώστε οι προβολές του κτιρίου να είναι συνεχείς και επίπεδες εξωτερικά, στο ύψος ενός ανθρώπου. Επίσης, όταν εμφανίζονται στην κύρια πρόσοψη, δημιουργούν ένα ορθογώνιο, το οποίο περιβάλλει την είσοδο, και μερικές φορές, έναν ρόδακα.
Η έπαυλη, που διαθέτει μεγαλύτερη επιφάνεια πρόσοψης από ότι άλλες κατοικίες, είναι χαρακτηριστική των αστικών χώρων του 15ου αιώνα όπως η οδός Μοντκάδα στη Βαρκελώνη. Χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη εσωτερικής αυλής στην οποία έχει κανείς πρόσβαση μέσω της κεντρικής πύλης, και η οποία αποτελεί το κέντρο της κατοικίας στο οποίο βρίσκεται η κύρια σκάλα, υπαίθρια ή ημισκεπαστή.
Στο ισόγειο βρίσκονται οι χώροι της επιχείρησης των ιδιοκτητών, με το γραφείο στον ημιόροφο, εφόσον υπάρχει. Ο πρώτος όροφος προορίζεται για την κατοικία, της οποίας το κεντρικό σαλόνι, βρίσκεται στην πλευρά της πρόσοψης, κάποιες φορές καταλαμβάνοντας την ολόκληρη. Οι υπόλοιποι όροφοι περιέχουν τα δωμάτια του προσωπικού και τους βοηθητικούς χώρους. Μερικές επαύλεις έχουν μικρούς πύργους απ' όπου μπορεί κανείς να δει την πόλη πάνω από τις στέγες.