Κηφισός | |
---|---|
Πηγές | Πεντέλη |
Εκβολές | Φαληρικός Όρμος |
Ελλάδα | Ελλάδα |
Ετυμολογία | Κηφισός |
Μήκος | 27 km |
Παραπόταμοι | Ποδονίφτης και Ιλισός |
wikidata ( ) |
Ο Κηφισός είναι ο μεγαλύτερος ποταμός της Αττικής, με μήκος 27 χιλιόμετρα.[1] Πηγάζει από τον φυσικό κόμβο της Πεντέλης δυτικά της Εκάλης και ανατολικά των Θρακομακεδόνων και της Πάρνηθας, και διχοτομεί την πρωτεύουσα μέχρι την εκβολή του στον Φαληρικό όρμο, στον Σαρωνικό. Πριν την εκβολή του στον Φαληρικό όρμο συναντάται με τον Ιλισό.
Στη θέση του σημερινού σταθμού μετρό του Ελαιώνα υπήρχε τοξωτή γέφυρα στο σημείο που η Ιερά Οδός συναντούσε τον Κηφισό. Όπως αναφέρει η σχετική ταμπέλα της αρχαιολογικής υπηρεσίας στο σημείο, "ο ποταμός Κηφισός απεικονίζεται στο αριστερό άκρο του δυτικού αετώματος του Παρθενώνα ως εύρωστος νέος άντρας ξαπλωμένος στο βραχώδες έδαφος με τον κορμό του σε συστροφή, στάση που υποδηλώνει την κινητικότητα του ποταμού. Οι γεφυρισμοί, τα σκωπτικά πειράγματα των Αθηναίων προς τους αξιωματούχους και τους μύστες των Ελευσίνιων Μυστηρίων κατά την επιστροφή τους από την Ελευσίνα προς την Αθήνα διά της Ιερά Οδού, που αναφέρονται από τους αρχαίους συγγραφείς, λάμβαναν χώρα στη γέφυρα του αθηναϊκού Κηφισού".
Ο ποταμός είχε αξιοποιηθεί για πρώτη φορά στην εποχή του Αδριανού, όταν κατά μήκος του κατασκευάστηκε επί ρωμαϊκών χρόνων το πρώτο οργανωμένο υδρευτικό σύστημα για την Αθήνα. Η δεξαμενή ενισχυόταν από διάφορα ρέματα του Πεντελικού και της Πάρνηθας, με αφετηρία τη ζώνη δεξαμενής στη σημερινή Νέα Πεντέλη και διέλευση από το Χαλάνδρι, τον Κοκκιναρά (Κηφισιά) και το Μονομάτι (Τατόι). Η έξοδος υδραγωγείου βρισκόταν στη σημερινή Πλατεία Δεξαμενής στο Κολωνάκι.
Ο Κηφισός χάρισε το όνομά του σε μία περιοχή κοντά στις ανατολικές πηγές του, την Κηφισιά.
Στη νεότερη ιστορία, και κυρίως τη μεταπολεμική περίοδο, το νοτιοδυτικό τμήμα του ποταμού εγκλωβίστηκε στη βιομηχανική ζώνη της Αττικής. Αμφίπλευρα του Κηφισού εγκαταστάθηκαν με γοργούς ρυθμούς εργοστάσια, βιομηχανίες και βιοτεχνίες βαρέος τύπου επιχειρηματικής δραστηριότητας, σε ένα άναρχο και άτυπο βιομηχανικό πάρκο. Ταυτόχρονα, δεν υπήρχε σχέδιο διευθέτησης των εκτάσεων, ούτε και σχέδιο απορροής των βιομηχανικών αποβλήτων που κατέληγαν στον ποταμό.[2] Στις όχθες του Κηφισού ανεγέρθηκε ακόμη πληθώρα από παραπήγματα, στις Αχαρνές μέχρι το Περιστέρι (Άγιος Ιωάννης Θεολόγος και Τσαλαβούτα) και τον Ταύρο.
Μέχρι και το 2000, η έλλειψη σχεδιασμού και υλοποίησης κατάλληλων υποδομών αντιπλημμυρικής προστασίας, σε συνδυασμό με την έντονη ανοικοδόμηση εκατέρωθεν της κοίτης, διατηρούσαν σε υψηλά επίπεδα τον κίνδυνο πρόκλησης πλημμυρών κάθε φορά που σημειώνονταν έντονες βροχοπτώσεις, οι οποίες είχαν ποικίλες επιπτώσεις στους κατοίκους των γύρω περιοχών και στις περιουσίες τους.
Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, και στο πλαίσιο των μεγάλων τεχνικών έργων που προωθήθηκαν εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας του 2004, προχώρησε ο εγκιβωτισμός του Κηφισού σε μήκος 13 χιλιομέτρων, δηλαδή η κατασκευή μεγάλου αγωγού από οπλισμένο σκυρόδεμα (μπετόν αρμέ) για τη διοχέτευση των νερών από το ύψος της Νέας Φιλαδέλφειας μέχρι τις εκβολές του στον Φαληρικό όρμο. Το τεχνικό αυτό έργο εξυπηρετούσε και την κατασκευή αυτοκινητόδρομου (τμήματος της Εθνικής Οδού Αθηνών - Λαμίας) πάνω από τον ποταμό. Το έργο αυτό επέλυσε μεν το ζήτημα των πλημμυρών, αλλά είχε τεράστιες περιβαλλοντικές επιπτώσεις, καθώς αφάνισε την φυσική κοίτη και τα πρανή του ποταμού σε μεγάλο μέρος της συνολικής του διαδρομής, και συνεπώς κατέστρεψε το οικοσύστημα που υπήρχε στο τμήμα αυτό.
Παρά το γεγονός ότι ψηφίστηκε από το ελληνικό κοινοβούλιο νόμος που απαγορεύει την εγκατάσταση βιομηχανιών κοντά στον ποταμό και τη ρίψη σκουπιδιών, δεν έγιναν αρκετές προσπάθειες εφαρμογής του.[εκκρεμεί παραπομπή]
Μετά από καταστροφές στην ευρύτερη περιοχή, όπως οι πυρκαγιές στην Πάρνηθα το 2007 και οι κατά διαστήματα πλημμύρες, αναθερμάνθηκε το ενδιαφέρον για τον Κηφισό και έγιναν προσπάθειες από εθελοντές να καθαριστούν οι κοίτες και οι άλλες ακάθαρτες απολήξεις του ποταμού στις όχθες του από το 2008 μέχρι και το 2012.
Ο Κηφισός, αν και επιβαρυμένος, συντηρεί ακόμα πληθυσμούς ψαριών και είναι σημαντικός για την επιβίωσή τους και την αποφυγή του κατακερματισμού της ζώνης στην οποία απαντώνται. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στη λεκάνη του Κηφισού έχουν εντοπιστεί πρόσφατα αρκετά είδη ψαριών,[3] ακόμα και ενδημικών στην Ελλάδα, εκ των οποίων ξεχωρίζουν τα χέλια[4] και το αττικόψαρο ή αλλιώς ντάσκα Μαραθώνα. Το τελευταίο θεωρούνταν εξαφανισμένο λόγω της οικιστικής εξάπλωσης και της μόλυνσης, αλλά ανακαλύφθηκε μικρός εναπομείνων πληθυσμός του το 2013.[5]
Επίσης, τμήμα της άνω λεκάνης του διατηρεί τα χαρακτηριστικά της αναλλοίωτα, αποτελώντας πολύτιμο απομεινάρι του φυσικού αττικού τοπίου.