Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές.Βοηθήστε συνδέοντας το κείμενο με τις πηγές χρησιμοποιώντας παραπομπές, ώστε να είναι επαληθεύσιμο.
Το πρότυπο τοποθετήθηκε χωρίς ημερομηνία. Για τη σημερινή ημερομηνία χρησιμοποιήστε: {{χωρίς παραπομπές|14|11|2024}}
Η κινολίνη απομονώθηκε από τη λιθανθρακόπισσα για πρώτη φορά το 1834 από τον Φρίντλιμπ Ρούνγκε (Friedlieb Ferdinand Runge). Η λιθανθρακόπισσα εξακολουθεί να παραμένει η σημαντικότερη βιομηχανική πηγή παραγωγής αν και, επειδή δεν υπάρχει ιδιαίτερο εμπορικό ενδιαφέρον, η κινολίνη παρασκευάζεται κυρίως συνθετικά.
Παράγωγα της κινολίνης μπορούν να συντεθούν με πολλούς τρόπους με πρώτη ύλη κυρίως ανιλίνη (Ph-NH2) :
Σύνθεση Combes: Μη-υποκατεστημένη ανιλίνη συμπυκνώνεται με β-δικετόνες με ενδιάμεσο σχηματισμό μιας βάσης του Schiff.
Σύνθεση Conrad-Limpach: Η ανιλίνη αντιδρά με β-κετοεστέρες οπότε παράγεται 4-υδροξυ-κινολίνη με ενδιάμεσο σχηματισμό βάσης του Schiff.
Αντίδραση Doebner-Miller, όπου ανιλίνη αντιδρά με α,β-ακόρεστες καρβονυλικές ενώσεις. Έτσι παράγονται 2-υποκατεστημένα παράγωγα κινολίνης. Η μέθοδος είναι γνωστή και ως σύνθεση Skraup-Doebner-Von Miller και αν οι καρβονυλικές ενώσεις παράγονται in situ (με αλδολική συμπύκνωση), ονομάζεται και μέθοδος Beyer.
Σύνθεση Friedländer, κατά την οποία κετόνες αντιδρούν με 2-αμινο-βενζαλδεΰδη.
Σύνθεση Camps: Η αντίδραση είναι γνωστή και ως κυκλοποίηση Camps και σ'αυτή η ο-ακυλο-αμινο-ακετοφαινόνη αντιδρά με ιόντα ΟΗ- και μετατρέπεται σε δύο ισομερείς υδροξυ-κινολίνες με τα υδροξύλια σε θέσεις 2- και 4-.
Αντίδραση Gould-Jacobs: Η ανιλίνη ή κάποιο παράγωγό της πρώτα αντιδρά με μηλονικό οξύ οπότε παράγεται προϊόν από αντικατάσταση της αιθοξυ-ομάδας από άζωτο. Στη συνέχεια με κυκλοποίηση, θέρμανση, υδρόλυση με NaOH και αποκαρβοξυλίωση, προκύπτει τελικά 4-υδροξυ-κινολίνη.
Η κινολίνη παρασκευάζεται κυρίως με τη σύνθεση Skraup : Η ανιλίνη θερμαίνεται με θειικό οξύ, γλυκερόλη και οξειδωτικά μέσα, όπως το νιτροβενζόλιο. Η συνήθως βίαιη αυτή αντίδραση μετριάζεται με την προσθήκη FeSO4.
Το γενικό σχήμα είναι :
Τα επιμέρους στάδια του μηχανισμού είναι :
Αφυδάτωση της γλυκερόλης (Ι) προς ακρολεΐνη (προπενάλη, ΙΙ)
Προσθήκη τύπου Michael
Κλείσιμο του δακτυλίου με προσβολή του ηλεκτρονιόφιλου καρβονυλικού άνθρακα στον αρωματικό δακτύλιο και σε θέση ορθο- ως προς το δότη ηλεκτρονίων -ΝΗ. Η 2οταγής αλκοόλη που σχηματίζεται αφυδατώνεται προς 1,2-διϋδροκινολίνη (ΙΙΙ) με τη βοήθεια του ισχυρού οξέος.
Το νιτροβενζόλιο (ArNO2) οξειδώνει τη διϋδροκινολίνη προς κινολίνη που είναι αρωματική ένωση. Το ArNO2 ανάγεται προς ανιλίνη (ArNH2), η οποία στη συνέχεια αντιδρά με άλλη ακρολεΐνη.
Το νιτροβενζόλιο συχνά αντικαθίσταται ως οξειδωτικό αντιδραστήριο από το αρσενικικό οξύ, H3As3O4, το οποίο συνήθως δίνει μια λιγότερο έντονη αντίδραση. Μερικές φορές προστίθεται ως καταλύτης πεντοξείδιο του βαναδίου (V2O5). Το θειικό οξύ μπορεί να αντικατασταθεί από φωσφορικό οξύ ή άλλα οξέα.
Είναι υγρό υγροσκοπικό, άχρωμο με έντονη οσμή. Παλιά δείγματα, αν εκτεθούν στο φως, γίνονται πρώτα κίτρινα και μετά καφέ. Η κινολίνης διαλύεται εύκολα σε ζεστό νερό και σε οργανικούς διαλύτες.
Η κινολίνη έχει βασικές ιδιότητες αφού το Ν έχει ασύζευκτο ζεύγος ηλεκτρονίων.
Οξειδώνεται από KMnO4 με θέρμανση προς κινολινικό οξύ :
Υδρογονώνεται καταλυτικά (καταλύτης Ni-Raney) προς 1,2,3,4-τετραϋδροκινολίνη :
Αντιδρά με ΗΝΟ3 παρουσία Η2SO4 στους 0 °C προς ισομοριακό μίγμα 5-νιτροκινολίνης και 8-νιτροκινολίνης :
Αντιδρά με NaNH2 ή ΚΝΗ2 δίνοντας μίγμα 2-αμινο- και 4-αμινοκινολίνη. Όπως και η πυριδίνη, έτσι και η κινολίνη υφίσταται πυρηνόφιλη υποκατάσταση στις θέσεις 2- και 4- :
Αντιδρά με ArLi δίνοντας 2-φαινυλοκινολίνη :
Βρωμιώνεται με 1 mol Br2 οπότε προκύπτει μίγμα 5- και 8-βρωμοκινολίνης. Ο βενζολικός δακτύλιος είναι δραστικότερος και υφίσταται προσβολή από το ηλεκτρονιόφιλο σε α-θέση :
Η κινολίνη χρησιμοποιείται κυρίως για την παρασκευή άλλων χημικών ενώσεων και κυρίως της 8-υδροξυ-κινολίνης η οποία αποτελεί χηλικό παράγοντα και χρησιμοποιείται ως φυτοφάρμακο. Αποτελεί επίσης ενδιάμεση ένωση στις μεταλλουργικές διεργασίες και σε βαφές. Το 2-μεθυλο-παράγωγο (κιναλδίνη) και το 4-μεθυλο-παράγωγο (λεπιδίνη) της κινολίνης αποτελούν τις πρόδρομες ενώσεις για τις βαφές κυανίνης. Η οξείδωση της κινολίνης οδηγεί στο σχηματισμό του κινολινικού οξέος που χρησιμοποιείται για την παρασκευή ζιζανιοκτόνων.
Η κινολίνη είναι τοξική ένωση. Ακόμα και έκθεση για μικρό χρονικό διάστημα σε ατμούς της, προκαλεί ερεθισμό της μύτης, των ματιών και του λαιμού καθώς και ζάλη και ναυτία. Μακροχρόνιες εκθέσεις σε ατμούς κινολίνης έχουν συνδεθεί με ηπατικές βλάβες και ενδεχομένως καρκινογόνα και μεταλλαξιογόνα αποτελέσματα.