Κλαούντιο Αράου

Κλαούντιο Αράου
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Claudio Arrau León (Ισπανικά)
Γέννηση6  Φεβρουαρίου 1903[1][2][3]
Τσιλάν
Θάνατος9  Ιουνίου 1991[1][2][3]
Mürzzuschlag
Τόπος ταφήςCementerio de Chillán
ΚατοικίαDouglaston
Χώρα πολιτογράφησηςΧιλή
Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (από 1979)
ΘρησκείαCatholic
Εκπαίδευση και γλώσσες
Μητρική γλώσσαΙσπανικά
Ομιλούμενες γλώσσεςΙσπανικά[4]
Γερμανικά
Αγγλικά
ΣπουδέςΠανεπιστήμιο Τεχνών του Βερολίνου
Ωδείο του Στερν
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταπιανίστας
Οικογένεια
ΣύζυγοςErika Burkewitch (1929–1933)
Ruth Schneider (1937–1989)
ΓονείςCarlos Arrau Ojeda[5] και Lucrecia León y Bravo de Villalba[5]
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΒραβεύσειςΜεγαλόσταυρος του Τάγματος της Αξίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας
χρυσό μετάλλιο της Βασιλικής Φιλαρμονικής Εταιρείας (1990)
Ταξιάρχης της Λεγεώνας της Τιμής
Hans von Bülow Medal (1978)[6]
Ιππότης του Τάγματος των Τεχνών και των Γραμμάτων[7]
National Prize of Art of Chile (1983)
Ιστότοπος
arrauhouse.org
Υπογραφή
Θυρεός
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Ο Κλαούντιο Αράου το 1974

Ο Κλαούντιο Αράου Λεόν (Claudio Arrau León, Τσιλάν, 6 Φεβρουαρίου 1903 – Μύρτσουσλαγκ, 9 Ιουνίου 1991) ήταν Χιλιανός πιανίστας του 20ού αιώνα, εγκατεστημένος από το 1941 στη Νέα Υόρκη. Υπήρξε από τους πιο διάσημους δεξιοτέχνες της εποχής του, με ρεπερτόριο που ξεκινούσε από την περίοδο μπαρόκ και έφθανε μέχρι τους ύστερους ρομαντικούς. Ωστόσο, θεωρείται αυθεντία στην εκτέλεση έργων για πιάνο του Μπετόβεν.[8]

Βιογραφικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αράου γεννημένος στο Τσιλάν (Chillán) της Χιλής, ήταν γιος του Κάρλος, οφθαλμιάτρου που πέθανε όταν ο Κλαούντιο ήταν μόνον ενός (1) έτους, και της Λουκρητίας δε Βιγιάλμπα (Lucrecia León Bravo de Villalba), δασκάλας πιάνου. Ανήκε σε παλιά, εξέχουσα οικογένεια της νότιας Χιλής. Ο πρόγονος του Λορέντσο (Lorenzo de Arrau), ισπανός μηχανικός, στάλθηκε στη Χιλή από τον βασιλιά Κάρλος Γ’. Από την πλευρά της γιαγιάς του Μαρίας (María del Carmen Daroch del Solar), ο Αράου ήταν απόγονος των Κάμπελ του Γκλένορκι (Campbells of Glenorchy), μιας σκωτσέζικης οικογένειας ευγενών.[9] Ο Κλαούντιο ανατράφηκε ως καθολικός, αλλά αποκήρυξε το θρήσκευμά του στα τέλη της εφηβείας του.[10]

Ο Αράου υπήρξε παιδί-θαύμα και ήταν σε θέση να διαβάζει νότες προτού μάθει ανάγνωση, αλλά σε αντίθεση με πολλούς βιρτουόζους, ποτέ δεν υπήρξε κάποιος επαγγελματίας μουσικός στην οικογένειά του. Η μητέρα του, πάντως, ήταν ερασιτέχνις πιανίστα και τον εισήγαγε στο όργανο. Σε ηλικία 4 ετών μελετούσε τις σονάτες του Μπετόβεν, δίνοντας το πρώτο του ρεσιτάλ ένα χρόνο αργότερα.[11] Όταν έγινε 6 ετών, έπαιξε μπροστά σε αρκετούς χιλιανούς πολιτικούς και τον Πρόεδρο Π. Μοντ (Pedro Montt), ο οποίος έμεινε τόσο εντυπωσιασμένος που άρχισε να διευθετεί τη μελλοντική εκπαίδευσή του. Σε ηλικία 8 ετών, στάλθηκε με υποτροφία δέκα χρόνων από τη χιλιανή κυβέρνηση για να σπουδάσει στη Γερμανία, ταξιδεύοντας με τη μητέρα και την αδελφή του. Είχε εισαχθεί στο Ωδείο Τζούλιους Στερν του Βερολίνου όπου, τελικά, έγινε μαθητής του Μάρτιν Κράουζε, ο οποίος είχε σπουδάσει με τον Λιστ. Σε ηλικία 11 ετών, ήταν σε θέση να παίζει τις Σπουδές Υπερβατικής Δεξιοτεχνίας του Λιστ, ένα από τα πιο δύσκολα έργα για πιάνο, καθώς και τις Παραλλαγές Παγκανίνι του Γιοχάνες Μπραμς. Οι πρώτες ηχογραφήσεις του Αράου έγιναν σε ρολό προγραμματισμένης πιανόλας Aeolian Duo-Art. Ο Κράουζε, πέθανε στο πέμπτο έτος διδασκαλίας, αφήνοντας τον 15χρονο σπουδαστή του συντετριμμένο από την απώλεια του μέντορά του· έκτοτε, ο Κλαούντιο δεν συνέχισε, επίσημα, να μελετάει ξανά.[11]

Το 1935, ο Αράου ερμήνευσε το σύνολο των έργων για πληκτροφόρα του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, σε μια σειρά, με περισσότερα από 12 ρεσιτάλ. Το 1936, επανέλαβε το εγχείρημα, με έργα του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ αυτή τη φορά (πάνω από 5 ρεσιτάλ), για να ακολουθήσουν έργα σε πλήρεις κύκλους των Σούμπερτ και Βέμπερ. Το 1938, για πρώτη φορά, ερμήνευσε όλες τις σονάτες και τα κοντσέρτα για πιάνο του Μπετόβεν στην Πόλη του Μεξικού. Ο Αράου επανέλαβε αρκετές φορές στη ζωή του τον συγκεκριμένο κύκλο έργων για πιάνο του μεγάλου Γερμανού συνθέτη, όπως στη Νέα Υόρκη και το Λονδίνο. Έτσι, έγινε μία από τις κορυφαίες αυθεντίες στον πιανιστικό Μπετόβεν, του 20ού αιώνα.[8][11]

Ο Κλαούντιο Αράου, το 1929

Το 1929, ο Αράου νυμφεύθηκε τη λυρική σοπράνο Έρικα Μπούρκεβιτς (Erika Burkewitch 1909-1997), τραγουδίστρια με λετονική υπηκοότητα. Απέκτησαν ένα παιδί τον Κλαούντιο (1929-1949) και, το 1935, χώρισαν. Ο γιος τους πέθανε σε σοβιετικό στρατόπεδο φυλακών στο Μπάουτσεν (Bautzen) της Ανατολικής Γερμανίας. [εκκρεμεί παραπομπή] Το 1937, νυμφεύτηκε τη μέτζο σοπράνο Ρουθ Σνάιντερ (Ruth Schneider, 1908-1989), Γερμανίδα υπήκοο, με την οποία απέκτησεν τρία παιδιά: την Κάρμεν (Carmen, 1938-2006), τον Μάριο (Mario, 1940-1988) και τον Κρίστοφερ (Christopher, 1959-). Το 1941 η οικογένεια Αράου μετανάστευσε από τη Γερμανία στις Ηνωμένες Πολιτείες, και εγκαταστάθηκε στο Douglaston του Queens, όπου πέρασε τα υπόλοιπα χρόνια. Έγινε διπλός υπήκοος ΗΠΑ-Χιλής το 1979.[12] Έπαιξε με αρχιμουσικούς όπως οι Νίκις, Μένγκελμπεργκ και Φουρτβένγκλερ.[13]

Ο Αράου πέθανε στις 9 Ιουνίου 1991, σε ηλικία 88 ετών, στο Μύρτσουσλαγκ (Mürzzuschlag) της Αυστρίας, από επιπλοκές επείγουσας χειρουργικής επέμβασης στην οποία υποβλήθηκε, στις 8 Ιουνίου, για να αποκατασταθεί δυσλειτουργία του εντέρου. Ενταφιάστηκε στη γενέτειρά του, Τσιλάν.

Ερμηνευτική προσέγγιση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ είπε ότι, ο Κλαούντιο Αράου είχε έναν ιδιαίτερο ήχο με δύο χαρακτηριστικά: «όγκο» -πλούσιο και ορχηστρικό-, και ένα απολύτως ξεχωριστό ηχόχρωμα, αρκετά σαγηνευτικό. Ο σερ Κόλιν Ντέιβις (Colin Davis) είπε: «Ο ήχος του είναι εκπληκτικός και εξ ολοκλήρου δικός του ... ουδείς άλλος τον παράγει ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Η προσήλωσή του στον Λιστ είναι εξαιρετική. Εξευγενίζει τη μουσική με τέτοιο τρόπο που, κανένας άλλος στον κόσμο δεν μπορεί». Σύμφωνα με τον αμερικανό κριτικό Χ. Σέμνπεργκ (Harold C. Schonberg), ο Αράου έβαζε πάντοτε «έναν αποφασιστικά ρομαντικό πιανιστικό τόνο στις ερμηνείες του».[14] Γενικότερα, θεωρείται νηφάλιος και κλασικής καθαρότητας στο παίξιμό του.[13]

Ο Αράου ήταν πνευματικός και με βαθιά επιρροή ερμηνευτής. Μελετούσε πολύ όταν ταξίδευε και, παρά την έλλειψη επίσημης εκπαίδευσης, εκτός της μουσικής του κατάρτισης, έμαθε αγγλικά, ιταλικά, γερμανικά και γαλλικά εκτός από τη μητρική του γλώσσα, τα ισπανικά. Εξοικειώθηκε με την ψυχολογία του Γιουνγκ στα 20 του χρόνια.[15] Η αντιμετώπιση της μουσικής από τον Αράου ήταν πολύ ιδιαίτερη. Υποστήριζε πίστη στην παρτιτούρα, αλλά και χρήση της φαντασίας. Παρόλο που, συχνά, έπαιζε σε βραδύτερη και πιο «απελευθερωμένη» ρυθμική αγωγή από τότε που έγινε μεσήλικας, είχε τη φήμη ενός εκπληκτικού βιρτουόζου από μικρή ηλικία στην καριέρα του, μια φήμη που δικαιολογείται απόλυτα στις ηχογραφήσεις που έκανε τότε, όπως στο Ισλαμέι (Islamey) του Μίλι Μπαλάκιρεφ και τις Σπουδές Παγκανίνι (Paganini études) του Λιστ. Ωστόσο, ακόμα και αργά στην καριέρα του, συχνά, έτεινε να παίζει με λιγότερο «αυτοπεριορισμό» στις ζωντανές συναυλίες, παρά στις ηχογραφήσεις στούντιο. Υπήρξε αξιοθαύμαστος ερμηνευτής, ακόμη και προς το τέλος της ζωής του. Προγραμμάτιζε, πάντα, πολύ μεγάλες και απαιτητικές συναυλίες, συμπεριλαμβανομένων έργων όπως το «Αυτοκρατορικό Κοντσέρτο» του Μπετόβεν και το Κοντσέρτο αριθ. 1 για πιάνο του Μπραμς.[8]

«Το μόνο που ήθελα ήταν η μουσική. Μάλιστα, με τάιζαν στο πιάνο, αλλιώς, φαίνεται ότι δεν θα έτρωγα καθόλου. Έπαιζα με το στόμα μου ανοιχτό και η μητέρα μου έβαζε φαγητό σε αυτό..... Προσπαθώ να παίζω με τον τρόπο που πηδάει η γάτα. Πρέπει να είναι απολύτως φυσικός. Έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι, όταν θα αρχίσω να αισθάνομαι ένα είδος ρουτίνας να μπαίνει στο παίξιμό μου, θα σταματήσω. Τώρα, όταν παίζω, είμαι σχεδόν σε έκσταση, μια δημιουργική έκσταση, την οποία δεν αλλάζω με τίποτα. Αυτό είναι για το οποίο ζω» (Κλαούντιο Αράου [8]).

Ο Αράου υπήρξε πολύ μεγάλος ερμηνευτής: από την ηλικία των 40 έως 60 ετών έφτανε, κατά μέσο όρο, τις 120 συναυλίες σε κάθε σεζόν, με πολύ μεγάλο ρεπερτόριο. Ανά χρονικές περιόδους, εκτελούσε το σύνολο των έργων για πιάνο των Μπαχ, Μότσαρτ, Μπετόβεν και Σοπέν. Αλλά ερμήνευε και συνθέτες όχι τόσο γνωστούς, όπως τους Αλκάν και Μπουζόνι, ενώ φώτιζε «σκοτεινές γωνίες» του ρεπερτορίου του Λιστ. Ακόμη και, λίγο πριν φύγει, σε ηλικία 88 ετών, προγραμμάτιζε σε μια ευρωπαϊκή περιοδεία ρεσιτάλ να παίξει το σύνολο των έργων του Μπαχ για πληκτροφόρο, κάποια κομμάτια των Χάιντν, Μέντελσον, Ρέγκερ και Μπουζόνι, καθώς και την τρίτη σονάτα για πιάνο του Μπουλέζ. Εκτιμάται ότι, το συνολικό ρεπερτόριο έργων για σόλο πιάνο του Αράου, θα τον έκανε να παίζει για 76 μεγάλες σε διάρκεια βραδιές (ενν. με ξεχωριστό ρεπερτόριο κάθε βράδυ), χωρίς να υπολογιστούν τα 60 έργα για πιάνο και ορχήστρα που γνώριζε, επίσης.[11] Η Εταιρία Ρόμπερτ Σούμαν (Robert Schumann Society) καθιέρωσε το Μετάλλιο Αράου (Medal Arrau), το 1991. Έχει, ήδη, απονεμηθεί στους Αντράς Σιφ (András Schiff), Μάρθα Άργκεριχ (Martha Argerich) και Μάρει Περάχια (Murray Perahia).

Αξιόλογες ηχογραφήσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Γ. Σ. Μπαχ: Παραλλαγές Goldberg (1945), παρτίτες 1,2,3 και 5 (1991)
  • Λ. βαν Μπετόβεν: όλα τα κοντσέρτα για πιάνο ( τα ηχογράφησε τρεις φορές) και σονάτες για πιάνο
  • Γ. Μπραμς: όλα τα κοντσέρτα για πιάνο, σονάτες 2 και 3 για πιάνο
  • Φ. Σοπέν: όλες οι σπουδές, νυκτερινά, πρελούδια και κοντσέρτα για πιάνο
  • Κ. Ντεμπισί: όλα τα πρελούδια και οι εικόνες, σουίτα Μπεργκαμάσκ
  • Φ. Λιστ: Σονάτα για πιάνο σε Σι ελάσσονα, Σπουδές Υπαρβατικής Δεξιοτεχνίας
  • Β. Α. Μότσαρτ: όλες οι σονάτες για πιάνο
  • Α. Σένμπεργκ: Κομμάτια πιάνου, έργο 11
  • Φ. Σούμπερτ: τελευταίες σονάτες για πιάνο, Impromptus, Κομμάτι για πιάνο D. 946
  • Ρ. Σούμαν: σονάτα για πιάνο σε Φα# ελάσσονα, Καρναβάλι, Φαντασία σε Ντο μείζονα, Κοντσέρτο για πιάνο σε Λα ελάσσονα (το ηχογράφησε τέσσερις φορές)
  • Κ. Μ. φον Βέμπερ: Σονάτα πιάνου σε Ντο μείζονα, Κομμάτι για πιάνο έργο 79
  1. 1,0 1,1 1,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 26  Απριλίου 2014.
  2. 2,0 2,1 2,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. 13890903b. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  3. 3,0 3,1 3,2 (Αγγλικά) SNAC. w6k64t0m. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  4. CONOR.SI. 33520739.
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 Leo van de Pas: (Αγγλικά) Genealogics. 2003.
  6. Ανακτήθηκε στις 19  Νοεμβρίου 2018.
  7. Ανακτήθηκε στις 1  Φεβρουαρίου 2019.
  8. 8,0 8,1 8,2 8,3 http://www.nytimes.com/1991/06/10/obituaries/claudio-arrau-pianist-is-dead-at-88.html
  9. http://www.bach-cantatas.com/Bio/Arrau-Claudio.htm
  10. Joseph Horowitz, Arrau on Music and Performance, p. 182
  11. 11,0 11,1 11,2 11,3 http://www.princeton.edu/~gpmenos/C_Arrau_at_60.html
  12. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Μαρτίου 2017. Ανακτήθηκε στις 9 Ιουνίου 2017. 
  13. 13,0 13,1 Λεωτσάκος
  14. Schonberg
  15. Horowitz
  • «Λεξικό Μουσικής και Μουσικών» (Dictionary of Music and Musicians) του George Grove, D.C.L (Oxford, 1880)
  • Baker’s biographical dictionary of musicians, on line
  • Kennedy, Michael Λεξικό Μουσικής της Οξφόρδης (Oxford University Press Αθήνα: Γιαλλέλης, 1989) ISBN 960-85226-1-7
  • Γιώργος Λεωτσάκος, επιμέλεια λήμματος στην εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα», έκδοση 1981, τόμος 10, σ. 299
  • Enciclopedia Bompiani-Musica, Milano (εκδ. ΑΛΚΥΩΝ, 1985)
  • Eric Blom The New Everyman Dictionary of Music (Grove Weidenfeld, N. York, 1988)
  • Harold C. Schonberg, The Great Pianists from Mozart to the Present, Simon & Schuster, Second Edition (1987)
  • Horowitz, J. (1999), Arrau on music and performance. Courier Dover Publications.