Κλεάνθης | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 331 π.Χ.[1][2][3] Άσσος[4][5] |
Θάνατος | 232 π.Χ.[1] Αθήνα |
Συνθήκες θανάτου | αυτοκτονία |
Χώρα πολιτογράφησης | Άσσος |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | αρχαία ελληνικά |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | φιλόσοφος pugilist συγγραφέας[2] |
Αξιοσημείωτο έργο | Ύμνος εις Δία |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | σχολάρχης της Στωϊκής σχολής (262 π.Χ.–230 π.Χ.) |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Κλεάνθης ο Άσσιος (από την Άσσο της Τρωάδος, 330 π.Χ. - 232 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας στωικός φιλόσοφος. Υιός του Φανίου, υπήρξε μαθητής, επί 19 ολόκληρα έτη, και, εν τέλει, διάδοχος του Ζήνωνα, ως ο δεύτερος κατά σειρά δάσκαλος της Αρχαίας Στοάς. Πρώην πυγμάχος αθλητής, έφθασε στην Αθήνα γύρω στο έτος 282, με μόνον 4 δραχμές στο πουγκί του, όπου σπούδασε Φιλοσοφία υπό τον κυνικό Κράτητα αλλά κυρίως υπό τον Ζήνωνα επί 14 πλήρη έτη, όντας υποχρεωμένος, κατά την παράδοση, να κερδίζει τα προς το ζην με νυκτερινή εργασία αρτεργάτου ή άντληση ύδατος για λογαριασμό ενός κηπουρού. Λέγεται ότι οι Αθηναίοι πολίτες, παρατηρώντας ότι ήταν υγιής και δυνατός και παρευρίσκετο ανελλιπώς στις παραδόσεις του Ζήνωνος, παρά το ότι δεν είχε φανερούς οικονομικούς πόρους, τον παρέπεμψαν στον Άρειο Πάγο, κατά τα νόμιμα της πόλεως, ώστε να εξηγήσει από πού αντλούσε τα προς το ζην. Όταν κατέθεσαν υπέρ του ο κηπουρός για λογαριασμό του οποίου αντλούσε νερό και η γυναίκα στον αλευρόμυλο και φούρνο της οποίας εργαζόταν, οι δικαστές συγκινήθηκαν σε τέτοιον βαθμό για την αφοσίωσή του στη Φιλοσοφία, ώστε ψήφισαν να του χορηγηθούν τιμής ένεκεν δέκα μναι από το ταμείο της πόλεως (ο Ζήνων, δεν του επέτρεψε ωστόσο να δεχθεί το χρηματικό βραβείο).
Ο Κλεάνθης ήταν άνθρωπος μεγάλης σωματικής ρώμης (κάποιοι τον αποκαλούσαν «Δεύτερο Ηρακλέα») και εξαιρετικά πνευματώδης (απάντησε κάποτε σε κάποιον που τον είχε αποκαλέσει «γάιδαρο» ότι μόνον αυτός θα μπορούσε να σηκώσει το... σαμάρι του Ζήνωνος). Υπήρξε μία αξιοσέβαστη προσωπικότητα πλήρους πνευματικότητας, και, λέγεται μάλιστα ότι, στα βαθιά του γεράματα, σε ηλικία 99 ετών, ήταν αυτός ο ίδιος που έδωσε τέλος στη ζωή του, παύοντας να λαμβάνει οποιαδήποτε τροφή όπως πιθανόν και ο δάσκαλός του, Ζήνων (πολύ αργότερα, η Ρωμαϊκή Σύγκλητος έστησε προς τιμήν του φιλοσόφου αυτού, ένα άγαλμά του στην ιδιαιτέρα πατρίδα του, Άσσο). Τον διαδέχτηκε μετά από 32ετή σχολαρχεία ο μαθητής του Χρύσιππος από τους Σόλους.
Η φιλοσοφική δραστηριότητα του Κλεάνθους είχε συντηρητικά χαρακτηριστικά, καθώς δεν ανέπτυξε τις διδασκαλίες του Ζήνωνος, αλλά απλώς τις διαφύλαξε πιστά. Ο διάδοχος του Ζήνωνος δημιουργεί απλώς υποκατηγορίες στην στωική τριχοτόμηση της Φιλοσοφίας, θέτοντας τη Διαλεκτική και Ρητορική υπό τη Λογική και απλώνοντας την Ηθική με την πρόσθεση της Πολιτικής (μελέτη των Ηθικών Αρχών του βίου και των συντακτικών Αρχών της Πολιτείας) και την Φυσική με την πρόσθεση της Θεολογίας. Ο Κλεάνθης προσυπογράφει τις θέσεις του δασκάλου του, ότι το κάθε ανθρώπινο ον οφείλει να έχει στη ζωή του τον ίδιο ανώτερο και ηθικό προορισμό, να επιδιώκει τον ίδιο σκοπό του «ομολογουμένως ζην» και να λαμβάνει την ίδια αμοιβή, απλώς τα μέσα και οι διαδρομές προς την επίτευξη του σκοπού είναι διαφορετικά από άνθρωπο σε άνθρωπο, αν και από την Φύση έχουν διανεμηθεί κατά δίκαιο και αμερόληπτο τρόπο. Η Φύση δεν κάνει διακρίσεις, παραγκωνισμούς και αδικίες αλλά για όλους ισχύουν οι ίδιοι νόμοι και όλοι είναι τέκνα της ιδίας Αρχής. Δικό του δρόμο ο Κλεάνθης ακολούθησε μόνο στην αξιολόγηση του Ηλίου (αντί του Αιθέρος) ως Ηγεμονικού του Κόσμου, στην Κοσμογονία και την Ηθική του. Σε αυτόν ανάγεται η (διευρυμένη εν σχέσει προς τον Ζήνωνα) διατύπωση - έκφραση για το «Τέλος», κατά την οποία ο στωικός πρέπει να ζει σε απόλυτη εσωτερική συμφωνία (ομολογία) προς την Φύση, προσέθεσε δε στον όρο του Ζήνωνος το «τήι Φύσει», βελτιώνοντάς τον σε «ομολογουμένως τήι Φύσει ζήν».
Ο Πλούταρχος αφηγείται ότι:
«Ο βασιλιάς Αντίγονος όταν μετά από καιρό είδε κάποτε στην Αθήνα τον Κλεάνθη και τον ρώτησε: «Αλέθεις ακόμα «Κλεάνθη;» «Αλέθω, βασιλιά», του απάντησε εκείνος «και το κάνω» για να μη χάσω τη διδασκαλία του Ζήνωνα και τη φιλοσοφία». Πόσο σπουδαίο φρόνημα είχε ο άνθρωπος που άλεθε το σιτάρι με το χέρι του και έψηνε το ψωμί έγραφε για τους θεούς, για τη σελήνη, για τα άστρα και για τον ήλιο.[6]
Ο Διογένης ο Λαέρτιος, διασώζει έναν κατάλογο 50 έργων του, που από τον Χανς Φον Άρνιμ μελετήθηκαν σε 57 στο σύνολο, στην πλειονότητά τους ηθικού περιεχομένου (ανάμεσά τους και ερμηνευτικά έργα στον Όμηρο και στον Ηράκλειτο τον Εφέσιο): «Περί Χρόνου», «Περί της του Ζήνωνος φυσιολογίας», «Ερωτική Τέχνη», «Αρχαιολογία», «Περί Ευβουλίας», «Ηρακλείτου Εξηγήσεις», «Περί Αισθήσεως», «Περί Τέχνης», «Περί Αρετών», «Περί Ελευθερίας», «Περί Νόμων», «Περί Επιστήμης», «Περί του ότι η αυτή Αρετή Ανδρός και Γυναικός», «Περί Διαλεκτικής» κ.ά. Από όλα του τα έργα, διασώθηκε από τον Στοβαίο μόνον ο «Ύμνος εις Δία», μία προσπάθεια να τεθεί η ποίηση στην υπηρεσία της φιλοσοφικής γνώσεως.