Συντεταγμένες: 40°32′9″N 21°28′10″E / 40.53583°N 21.46944°E
Κλεισούρα | |
---|---|
Χάρτης | |
Διοίκηση | |
Χώρα | Ελλάδα |
Περιφέρεια | Δυτική Μακεδονία |
Περιφερειακή Ενότητα | Καστοριάς |
Δήμος | Καστοριάς |
Δημοτική Ενότητα | Κλεισούρας |
Γεωγραφία | |
Γεωγραφικό διαμέρισμα | Μακεδονία |
Υψόμετρο | 1.172 μέτρα |
Πληθυσμός | |
Μόνιμος | 217 |
Έτος απογραφής | 2021 |
Πληροφορίες | |
Ταχ. κώδικας | 520 54 |
Σχετικά πολυμέσα | |
Η Κλεισούρα (ή Βλαχοκλεισούρα, εναλλακτική ονομασία παλαιότερα) είναι οικισμός στη Περιφερειακή Ενότητα Καστοριάς της Μακεδονίας.[1]
Η Κλεισούρα αποτελεί μια ιστορική και σημαντική κωμοπόλη του βλάχικου ελληνισμού που ανέδειξε πολλά ιστορικά πρόσωπα κατά την εποχή της ακμής της. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο της περιφερειακής ενότητας, στην είσοδο των ομώνυμων στενών, 34 χλμ. ανατολικά της Καστοριάς. Βρίσκεται χτισμένη σε υψόμετρο 1.150 μ.[1] στους πρόποδες του όρους Μουρίκι, ορεινού όγκου του Ασκιού, σε στρατηγική θέση και σε κατάφυτη περιοχή.[2] Ο σημερινός οικισμός, αισθητά μειωμένος σε σχέση με το παρελθόν που άγγιζε τους 3.200 κάτοικους στις αρχές του 20ου αιώνα,[3] φτάνει σύμφωνα με την απογραφή του 2011 τους 257 κατοίκους.[4]
Η Κλεισούρα υπήρξε μία από τις περιοχές της Ελλάδας που βίωσαν με τον σκληρότερο τρόπο τα γερμανικά αντίποινα κατά τη διάρκεια της κατοχής. Οι επιπτώσεις της Σφαγής της Κλεισούρας, όπως ονομάστηκε η ανθρώπινη αυτή τραγωδία, σε συνάρτηση με την μεταβολή των εμπορικών δρόμων που ξεκίνησε στις αρχές του 20ου αιώνα με την ανάπτυξη του σιδηροδρόμου, προκάλεσαν την παρακμή της κωμόπολης.
Η ετυμολογία της λέξης Κλεισούρα προέρχεται την λατινική λέξη clausura, που σημαίνει στενό πέρασμα.[5][6] Ο ερευνητής Σωκράτης Ν. Λιάκος αναφέρει ότι η κωμόπολη μνημονεύεται από το 1325 με τον λανθασμένο όνομα Ανακλίσουρον, χωρίς όμως να αναφέρει την πηγή.[7] Η ονομασία της κωμόπολης Βλαχοκλεισούρα χρησιμοποιούνταν παράλληλα σε ιστορικές πηγές και σε οθωμανικές απογραφές, ενώ η πρώτη αναφορά του ονόματος γίνεται σε κοινοτική σφραγίδα σε τόμο με τα ιστορικά αρχεία της κωμόπολης.[8] Το 1806, επισκέπτεται την περιοχή ο Γάλλος περιηγητής Φρανσουά Πουκεβίλ και την αναφέρει επαινετικά ως Κοσμόπολη.[9]α[›]
Ιστορικά η περιοχή ανήκει στην Ορεστίδα της Άνω Μακεδονίας του Μακεδονικού Βασιλείου.[10] Την Ρωμαϊκή περίοδο και στο πρώιμο Βυζάντιο, ανήκει στην επαρχία της Μακεδονίας για να ενταχθεί αργότερα στην επαρχία της Θεσσαλίας. Αργότερα κυριεύεται από τους Βούλγαρους,[εκκρεμεί παραπομπή] τους Νορμανδούς,[11] εντάσσεται στην επαρχία της Θεσσαλονίκης την περίοδο του λατινικού Βασιλείου της Θεσσαλονίκης στην Φραγκοκρατία, ενώ στην Τουρκοκρατία στο βιλαέτι του Μοναστηρίου, και στην διοικητική περιφέρεια του καζά της Καστοριάς του σαντζακιού της Κορυτσάς.[12][13] Η περιοχή μετά την προσχώρηση της Μακεδονίας στο ελληνικό κράτος το 1913, ανήκει στην επαρχία Καστοριάς του νομού Φλωρίνης.[14]
Το 1918 συστήνεται για πρώτη φορά η κοινότητα Κλεισούρας με έδρα τον οικισμό Κλεισούρα, ενώ αναγνωρίζεται ως οικισμός η Μονή Παναγιάς και προσαρτάται στην κοινότητα, το 1940. Το 1941, η κοινότητα υπάγεται στον δημιουργηθέντα Νομό Καστοριάς. Το 1942, υπάγεται στον Νομό Φλωρίνης μέχρι την οριστική ένταξή του στον Νομό Καστοριάς το 1950. Με την διοικητική μεταρρύθμιση του σχεδίου Καποδίστρια του 1994, γίνεται δήμος με δημοτικό διαμέρισμα την Μονή της Παναγίας Κλεισούρας.[14] Με την διοικητική μεταρρύθμιση του σχεδίου Καλλικράτης το 2011, αποτελεί έδρα δημοτικής ενότητας και εντάσσεται στον διευρυμένο Δήμο Καστοριάς.[15]
Στην πρώτη απογραφή του Ελληνικού Κράτους το 1913, ο πληθυσμός της κωμόπολης είναι 3.200 κάτοικοι. Με εξαίρεση την απογραφή του 2011 που παρουσιάζεται ο μόνιμος πληθυσμός του οικισμού σύμφωνα με την αναπροσαρμογή της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, παρουσιάζεται ο πραγματικός πληθυσμός του από τις αρχές του 20ου αιώνα. Ο μόνιμος πληθυσμός της Κλεισούρας, σύμφωνα με την απογραφή του 2011 είναι 257 κάτοικοι, ενώ στην Μονή Γενέθλιου της Παναγίας απογράφηκαν δυο μοναχές.[16][17][18][19]
Έτος Απογραφής | 1900 | 1905 | 1913 | 1920 | 1928 | 1940 | 1951 | 1961 | 1971 | 1981 | 1991 | 2001 | 2011 |
Πραγματικός πληθυσμός | 3.400 | 3.800 | 3.200 | 1.477 | 1.346 | 1.194 | 757 | 700 | 504 | 508 | 583 | 576 | 295 |
Μόνιμος πληθυσμός | 503 | 449 | 257 |
Το κλίμα της περιοχής χαρακτηρίζεται από χαμηλές θερμοκρασίες τον χειμώνα με αραιές χιονοπτώσεις, συχνές βροχοπτώσεις ιδιαίτερα το φθινόπωρο, μέτρια ηλιοφάνεια, χαμηλή νέφωση και ομιχλώδες συχνά τοπίο.[2] Κλιματολογικά δεδομένα για την περιοχή δεν υπήρχαν, μέχρι την εγκατάσταση μετεωρολογικού σταθμού από το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών στις 29 Απριλίου του 2010 εντός του οικισμού και σε υψόμετρο 1.160 μέτρων.[20] Από τα αποτελέσματα που καταγράφονται μέχρι το τέλος του 2011, προκύπτουν οι παρακάτω μετρήσεις:[21]
Μήνας | Ιαν | Φεβ | Μαρ | Απρ | Μάι | Ιουν | Ιουλ | Αυγ | Σεπ | Οκτ | Νοε | Δεκ |
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Μέγιστη θερμοκρασία (°C) | 12,7 | 11,8 | 21,1 | 19.3 | 22,3 | 28,7 | 34,7 | 31,3 | 27,5 | 18,6 | 16,5 | 15,8 |
Ελάχιστη θερμοκρασία (°C) | -9,4 | -5,7 | -8,1 | -1,1 | 3,3 | 8,1 | 10,2 | 11,5 | 7,2 | -2,1 | -2,7 | -10,4 |
Βροχόπτωση (mm) | 42,6 | 60,8 | 51,0 | 41,2 | 137,6 | 32,8 | 27,4 | 24,7 | 63,1 | 106,6 | 60,1 | 111,0 |
Η κωμόπολη δημιουργήθηκε περίπου τον 15ο αιώνα με την συνένωση τεσσάρων ή πέντε οικισμών[22][23]. Τα παλαιότερα γραπτά κείμενα που αναφέρονται σ' αυτήν είναι:[7][24]
Η Κλεισούρα είναι από τις πιο ακμαίες ελληνικές πόλεις κατά την Οθωμανοκρατία. Οι κάτοικοί της μιλούνε βλάχικα, αλλά για της εμπορικές συναλλαγές τους χρησιμοποιούν την ελληνική γλώσσα.[25][26] Ο Γάλλος μελετητής Αλ. Συνβέτ αναφέρει ότι η Βλαχοκλεισούρα είχε 7.000 χριστιανοί ορθόδοξοι κατοίκους, αριθμός που θεωρήθηκε υπερβολικός από άλλους μελετητές που αναφέρουν ότι ο πληθυσμός κυμαινόταν στα τέλη του 19ου αιώνα πάνω από 3.500 κατοίκους.[27]
Κλεισουριώτες όπως ο Ιωάννης Αναστασίου Σιμώτας, συμμετέχουν στην Ελληνική Επανάσταση, που εκδηλώθηκε σε όλη την Ελλάδα και στις παραδουνάβιες ηγεμονίες.[28] Το 1821, η Μονή Παναγίας Κλεισούρας παρέχει ασφάλεια στον Ναουσαίο οπλαρχηγό Ζαφειράκη ενώ τρία μέλη της οικογένειας του Γεώργιου (Γκίκα) Χατζημάσιου μυήθηκαν το 1818 στην Φιλική Εταιρία.[7]
Κατά την Μακεδονική επανάσταση του 1878, η Κλεισούρα λεηλατείται από ληστρικές επιθέσεις των Τουρκαλβανών του Ισμαήλ Αγά για να εκδιωχθούν αργότερα στις 5 Σεπτεμβρίου 1878 από τους βλαχόφωνους οπλαρχηγούς Ηλία Φαρμάκη απ' το Μπλάτσι(Βλάστη), Ναούμ Σπανό από τη Χρούπιστα (Άργος Ορεστικό) και Νικόλαο Βλάχο.[29][30]
Ιδρύεται η Νέα Φιλική Εταιρία (αρχικά Εθνική Επιτροπή) το 1867, στην οποία συμμετέχουν Κλειρουσιώτες Βλάχοι. Το 1886, μια επιστολή του Αναστάσιου Τσιρλή από την Νεβέσκα προς τον γιατρό Κλεισουριώτη Ιωάννη Αργυρόπουλο, σχετικά με την προμήθεια πενήντα όπλων, πέφτει στα χέρια των οθωμανικών αρχών και ακολουθεί κύμα συλλήψεων μελών της οργάνωσης σε πολλές πόλεις, μεταξύ αυτών και Κλεισουριωτών. Μετά από δυο χρόνια, το 1888, γίνεται στο Μοναστήρι η δίκη των 15 Κλεισουριωτών και άλλων από 40 Καστοριανών από την πόλη της Καστοριάς και τα χωριά της περιοχής.[30][31]
Οι κάτοικοι της Κλεισούρας μιλούν την βλάχικη-αρωμανική γλώσσα. Κύρια επαγγέλματά τους την πρώτη περίοδο είναι η κτηνοτροφία, το εμπόριο, η βιοτεχνία γουναρικών, η γεωργία, ενώ αρκετοί είναι αγωγιάτες (κυρατζήδες). Η κωμόπολη αναδεικνύεται σε κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου και εμπορικό κέντρο, λόγω της γεωγραφικής της θέσης. Η ανάπτυξη του εμπορίου αλλάζει την οικονομική ζωή της πόλης. Τα εμπορικά καταστήματα, οι τράπεζες και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα δείχνουν την οικονομική ευμάρεια των κατοίκων της. Η αρχιτεκτονική των σπιτιών, των εκκλησιών, των δημόσιων κτηρίων και ιδιαίτερα των αρχοντικών, τα οποία συχνά είναι διώροφα και τριώροφα, αντικατοπτρίζουν την σημασία της βλάχικης κωμόπολης.[7] Υπάρχει αναφορά από τον Τούρκο περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή ότι οι κάτοικοι της ασχολούνταν και με την παραγωγή και το εμπόριο γούνινων παλτών.[32]
Η εμπορική και πνευματική αυτή δραστηριότητα προσέλκυσε πολλούς κατοίκους από την Μακεδονία, την Θεσσαλία και την Ήπειρο, κυρίως από πόλεις όπως η Μοσχόπολη, ο Γράμος, η Σιάτιστα, η Φούρκα, η Σμίξη, η Αβδέλλα, η Σαμαρίνα, το Νυμφαίο, την Βλάστη, τα Νάματα κ.ά. Ο πληθυσμός της Κλεισούρας ανέρχονταν σύμφωνα με την οθωμανική απογραφή του 1870 στους 6.400 κατοίκους, κάνοντας την δεύτερη μεγαλύτερη πόλη στον καζά Καστοριάς.[7] Πολύ αργότερα, το 1911, ο Άγγλος Άλαν Γουέις (Alan Wace), αρχαιολόγος, και Μορίς Τόμσον (Maurice Thompson), συγγραφέας, επισκεπτόμενοι την περιοχή αναφέρουν για τα καλοφτιαγμένα αρχοντικά της κωμόπολης:[33]
Στα καλύτερα σπίτια, τόσο στην Κλεισούρα όσο και στη Νέβεσκα [σημ. Νυμφαίο], μπορεί να ιδεί κανείς μια περίεργη τοπική μέθοδο διακόσμησης. Το επάνω μέρος των τοίχων διακοσμείται από ένα διάζωμα με θεούς και θεές της αρχαίας Ελλάδος.
Το 1700 περίπου, κτίζεται το πρώτο σχολείο, και από το 1775, λειτουργούν η Αστική σχολή (Αρρεναγωγείο),[7] το Ελληνικό σχολείο (ημιγυμνάσιο)[23] και το Αλληλοδιδακτικό σχολείο, το λεγόμενο Ελληνομουσείο Κλεισούρας. Μέγας δωρητής της σχολής ήταν ο αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος Μπαρτζουλάς, ο οποίος κατέβαλε 34 χιλιάδες άσπρα. Το 1866, κάηκε το Ελληνομουσείο Κλεισούρας και μαζί με τη βιβλιοθήκη του, που αριθμούσε περίπου 2000 τόμους βιβλίων.[23] Τα κτίρια αυτά ξανακτίστηκαν αργότερα, ενώ λειτούργησε και παρθεναγωγείο. Δάσκαλος από το 1862, είχε διετελέσει ο Αναστάσιος Πηχιών, όπου συνδέθηκε με τον γιατρό Ιωάννη Αργυρόπουλο.[34]
Το 1868 ανοίγει ρουμάνικο Αρρεναγωγείο με την ονομασία Δημοτικό Σχολείο της Βλαχοκλεισούρας (Ρουμάνικα: Scοala Primara din Vlaho-Clisura), καθώς και Παρθεναγωγείο το 1881, τα οποία κάηκαν το Φεβρουάριο του 1943.[35] Το έργο των ελληνικών σχολείων βοηθούσαν τοπικοί φιλεκπαιδευτικοί σύλλογοι:[7]
Σημαντική ήταν η συνεισφορά των αδερφών Δάρδαρη Δήμητριου[36] και Πέτρου στην εκπαίδευση της κωμόπολης αλλά και στην έκδοση βιβλίων για τον ελληνισμό και την εκκλησία. Ο Μιχαήλ Παρτζουλάς, συγγραφέας γαλλικών βοηθημάτων.[37] Παρακάτω, παρατίθεται ένα απόσπασμα που αναφέρεται στην εκπαίδευση της εποχής εκείνης:[38]
Έν Κλεισούρα, τα γράμματα εκαλλιεργούντο θερμώς δια τον φιλέλμπορον των κατοίκων. Αυτόθεν κατήγοντο οι Δαρβάρεις Δημήτριος και Πέτρος (1800), ελληνισταί αξιόλογοι, συγγραφείς και εκδόται βιβλίων φιλογενέστατοι, ο γαλλοδιδάσκαλος Μιχαήλ Π. Π. Στεφάνου Παρτζούλας (1814) και έτεροι...Εν Βιέννην...εδίδασκε...[οι Δαρβάρεις]...και πλείστοι έτεροι. Αυτόθι εξεδίδοτο και η πλείστου λόγου αξία φιλολογική εφημερίς ο "Λόγιος Ερμής" (1811-1821)
Η πίστη των κατοίκων στην Ορθόδοξη Εκκλησία αντικατροπτίζεται από τις καλαίσθητες εκκλησίες αλλά και από το γεγονός ότι οι απόδημοι Κλεισουριώτες διατηρούσαν την πίστη τους και συνέδραμαν στο χρήσιμο εκκλησιών.[εκκρεμεί παραπομπή] Όμως ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα, λόγω κυρίως της αντίθεσης μέρους των κατοίκων στην επιρροή του Μητροπολίτη Καστοριάς σε θέματα του τοπικού συμβουλίου, σημειώνεται διαχωρισμός των κατοίκων σε αυτούς που υποστήριζαν ότι ο τοπικός μητροπολίτης μπορούσε να παρεμβαίνει στα ζητήματα της κοινότητας και των υπολοίπων που έβλεπαν με συμπάθεια την ρουμανική επιρροή στα εκκλησιαστικά και εκπαιδευτικά πράγματα της κωμόπολης.[39] Η δεύτερη ομάδα ονομάζονται στην ιστοριογραφία ως «ρουμανίζοντες» και αυτή η ένταση των δυο ομάδων του πληθυσμού διατηρείται μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα.
Σε μια ταραχώδη περίοδο πριν τον Α' Βαλκανικό Πόλεμο, η ρουμανική κατά πρώτον, και η βουλγαρική προπαγάνδα κατά δεύτερον, προσπαθούσαν να προσεταιρίσουν τον βλαχόφωνο πληθυσμό συχνά χωρίς μεγάλο αποτέλεσμα.[40][41] Σημαντικός παράγοντας της ρουμανικής διείσδυσης ήταν ο Απόστολος Μαργαρίτης,β[›] δάσκαλος και κάτοικος της κωμόπολης, καθώς και ο ιερέας Ν. Ποπέσκου της Κλεισούρας. Μια περίοδος εντάσεων παρατηρείται τα έτη 1890-91 σε Νυμφαίο και Κλεισούρα λόγω της προσπάθειας των ρουμανιζόντων να λειτουργήσουν σε εκκλησίες. Ο Απόστολος Μαργαρίτης μετά τις καταγγελίες της πλειοψηφίας των κατοίκων φυλακίζεται για κάποιο διάστημα.[34]
Μετά το 1902, οργανώνεται ένοπλη ομάδα από το Προξενείο Μοναστηρίου, η Άμυνα με το τμήμα της Κλεισούρας να αποτελείται από τους Ιωάννη Αργυρόπουλο, Γεώργιο Κιάντο, Γεώργιο Πάτσα και Κωνσταντίνο Βούτση.[42] Στις 22 Ιουλίου 1903, η Κλεισούρα δέχεται, μαζί με το Κρούσοβο και το Νυμφαίο την επίθεση των κομιτατζήδων της Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση στην Εξέγερση του Ίλιντεν[29] και βρίσκεται υπό των ανταρτών για περίοδο 23 ημερών.[43] και επέβαλαν βαριά φορολογία.[44] Την κωμόπολη είχε υπερασπιστεί, μαζί με την τοπική οθωμανική φρουρά, ο Ευάγγελος Νάτσης από τα Ασπρόγεια Φλώρινας , ο Αλέξανδρος Καραλίβανος από το Προσήλιο Κοζάνης[44] και ο Γεώργιος Σεϊμένης από την Ανώπολη Σφακίων, που σκοτώνεται και θεωρείται ο πρώτος νεκρός Μακεδονομάχος από την νότια Ελλάδα.[45] Αποχωρώντας οι κομιτατζήδες, έκαψαν γειτονικά χωριά ως αντιπερισπασμό προς τις τουρκικές δυνάμεις που κατάφθαναν. Στις 27 Ιουλίου μπαίνει ο τουρκικός στρατός στην κωμόπολη.[44] Ο μακεδονομάχος Τσόντος Βάρδας οργάνωσε την επιτροπή αγώνα με υπολοίπους αρχηγούς τους Ανδρέα Παναγιωτόπουλο (καπετάν Τζήκα), τον Δημήτριο Στάγκα και με πρόεδρο τον γιατρό Ιωάννη Αργυρόπουλο, γραμματέα τον Γεώργιο Κιάντο και ταμία τον Γ. Πάτσιου.[46]
Η οικονομική ανάπτυξη που γνώρισε η κωμόπολη, άρχισε να φθίνει από τα τέλη του 19ου αιώνα. Οι κυριότεροι λόγοι ήταν η ανάπτυξη του σιδηροδρομικού δικτύου και των σιδηροδρομικών μεταφορών χωρίς την χρήση ιππηλατών άμαξων, η αύξηση των ληστρικών επιθέσεων εις βάρος των πλούσιων οικογενειών, η ρουμανική προπαγάνδα που δίχασε τους κατοίκους της περιοχής, οι διώξεις από την αποκάλυψη της ίδρυσης της Νέας Φιλικής Εταιρίας το 1886. Παράλληλα αρχίζει να παρατηρείται σημαντική μείωση του πληθυσμού για να φτάσει τους 3.000 κατοίκους το 1912.[47]
Με την κήρυξη του ελληνοτουρκικού πολέμου το 1912, οι Κλεισουριώτες ύψωσαν την ελληνική σημαία στο καμπαναριό του ναού του Αγίου Νικολάου. Στις 2 Νοεμβρίου 1912, η κωμόπολη πυρπολείται και λεηλατείται από τους Οθωμανούς και καίγονται αρκετά αρχοντικά σπίτια και εμπορικά καταστήματα κατά την αποχώρησή τους από την Μακεδονία.[29][48] Πυρπολείται επίσης ο ναός του Αγίου Νικολάου με το περίφημο ξυλόγλυπτο τέμπλο, ενώ σκοτώνονται στη συνέχεια δέκα εναπομείναντες γέροντες, όταν ο υπόλοιπος πληθυσμός είχε καταφύγει σε διπλανές ορεινές περιοχές.[7]
Μετά την διάσπαση του μετώπου στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα δόθηκε μία από τις τελευταίες μάχες, πριν την συνθηκολόγηση της Ελλάδας. Τα γερμανικά στρατεύματα, μετά την κατάληψη του μεγαλύτερου μέρους της Μακεδονίας, μαζί με την Θεσσαλονίκη, προωθούνταν προς τα δυτικά ώστε να ελέγξουν τις διαβάσεις που οδηγούσαν στα υπόλοιπα ελεύθερα εδάφη. Η Καστοριά αποτελούσε σημαντική βάση πολλών ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων που είχαν στρατεύματα στην Ελληνοαλβανική μεθόριο. Σκοπός της επιχείρησης των ναζιστικών δυνάμεων ήταν ο έλεγχος του περάσματος που συνδέει οδικά την Καστοριά με την υπόλοιπη Μακεδονία, καθώς ήταν ο κύριος οδικός άξονας εκείνη την εποχή.
Οι Γερμανοί, αφού κατέλαβαν την Εορδαία, προχωρούσαν προς τα δυτικά ώστε να καταλάβουν την στρατηγική για αυτούς διάβαση της Κλεισούρας.[49] Η επίθεση άρχισε στις 13 Απριλίου 1941,[50] αλλά σύντομα αποκόπτεται καθώς συναντά σθεναρή αντίστασηγ[›] στην προέλασή του μετά την Μάχη της Βεύης. Η ελληνική 20η μεραρχία ήταν καλά εδραιωμένη τόσο στην κωμόπολη και στα ορεινά σημεία. Μία από τις χαρακτηριστικές ιστορίες πάνω στην μάχη είναι αυτής του αξιωματικού του Τάγματος Αντιχνευτών Κουρτ Μάγιερ (Kurt Meyer). Ο Μάγιερ είχε οργάνωσει το τάγμα του σε τρεις ομάδες επίθεσης, με επικεφαλής τον ίδιο και τους αξιωματικούς Κράας (Kraas) και Γιούντσε (Wünsche). Η σφοδρή επίθεση είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί τέτοια ανάγκη οπισθοχώρησης, επειδή οι άνδρες του δεν υπάκουαν σε αλλεπάλληλες διαταγές του να επιτεθούν, που ο Γερμανός αξιωματικός προκειμένου να τους εξαναγκάσει να προχωρήσουν, να εκσφενδονίσει μία χειροβομβίδα. Έως το απόγευμα της 14ης Απριλίου[51], η κωμόπολη της Κλεισούρας και οι γύρω ορεινές περιοχές είχαν καταλυφθεί και ο δρόμος προς Καστοριά ήταν ανοιχτός. Η μάχη κατέληξε σε κατάληψη της Κλεισούρας, με 600 στρατιώτες αιχμαλώτους από τις γερμανικές δυνάμεις και με απώλειες ενός αξιωματικού και έξι οπλιτών, ενός γερμανού χωροφύλακα, και 17 συνολικά τραυματιών. Για τις ενέργειες αυτές, απονεμήθηκε στον Μάγιερ ο Σταυρός των Ιπποτών του Σιδηρού Σταυρού στις 18 Μαΐου του 1941.
Τα αίτια της ήττας της 20ης Μεραρχίας οφείλονταν στην σύνθεσή της. Τα περισσότερα ελληνικά τμήματα μετά την Μάχη της Βεύης και της πτώσης της γραμμής του Βερμίου, ήταν καταπονημένα, ήρθαν εσπευσμένα, ήταν κατάκοπα, μειωμένα σε έμψυχο και υλικό δυναμικό, καθώς τα τμήματα είχαν χάσει αρκετούς και τα πολεμοφόδια ήταν λίγα. Αλλά η άμυνα ήταν πολύ σημαντική, καθώς είχε εξασφαλίσει 24 ώρες προετοιμασίας για τις άλλες ελληνικές δυνάμεις πεζικού και βρετανικές δυνάμεις τεθωρακισμένων, ώστε να περάσουν στα δυτικά του Αλιάκμονα και να αποφύγουν το βέβαιο εγκλωβισμό. Παράλληλα δόθηκε πολύτιμος χρόνος ώστε να συμπτηχθούν και να προετοιμαστούν με ασφάλεια οι ελληνικές δυνάμεις της Ηπείρου.[εκκρεμεί παραπομπή]
Στις 5 Απριλίου 1944, η Κλεισούρα δέχεται ακόμη ένα πλήγμα. Αντάρτες του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ που δρούσαν στην περιοχή, με αρχηγό τον Σιατιστινό Αλέξη Ρόσιο (Καπετάν Υψηλάντη), επιτίθενται σε γερμανική στρατιωτική φάλαγγα στην θέση Νταούλι, όπου σκοτώνουν τρεις προπομπούς στρατιώτες μοτοσικλετιστές. Οι άνδρες κάτοικοι, φοβούμενοι αντίποινα κρύβονται σε ορεινές περιοχές.
Γερμανικές δυνάμεις με διοικητή τον Καρλ Σύμερς (Karl Schümers), διοικητή του 7ου Συντάγματος της 4ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας των SS, καταφθάνουν στην κωμόπολη, συγκεντρώνει τα γυναικόπαιδα και τους γέροντες στην πλατεία του χωριού, χωρίς να δείξει τις κακές του προθέσεις. Τότε μια άλλη ομάδα στρατιωτών, ορμάει με τα πολυβόλα όπλα και βάλλει κατά των συγκεντρωμένων, ενάντια στον άμαχο πληθυσμό. Έπειτα κατευθύνονται προς τα σπίτια, παραβιάζουν τις θύρες των σπιτιών, βάζουν φωτιά και σκοτώνουν όσους απέμειναν. Συνολικά σκοτώθηκαν 270 κάτοικοι ενώ περίπου 35 κάτοικοι, κυρίως γυναικόπαιδα γλύτωσαν από το εκτελεστικό απόσπασμα την τελευταία στιγμή, όταν ο δάσκαλος του χωριού προέτρεψε την μαθήτρια του τότε ρουμάνικου σχολείου, Ευδοξία Γκίκαρνα το γένος Φαρσαλιώτη 8 ετών, να απαγγείλει ένα ρουμάνικο τραγούδι, αυτό έφερε αποτέλεσμα και έτσι γλύτωσαν από την εκτέλεση εκείνα τα γυναικόπαιδα. Στην θηριωδία συμμετείχαν και Βούλγαροι που ήταν στην γερμανική πολιτοφυλακή, με αρχηγό τον Άντον Κάλτσεφ.[29][52][53][54]
Μεταπολεμικά, η Κλεισούρα τιμήθηκε με Πολεμικό Σταυρό Α’ Τάξεως και συμπεριλήφθηκε στο Δίκτυο Μαρτυρικών Πόλεων & Χωριών της Ελλάδας 1940-45. Κάθε χρόνο τελείται μνημόσυνο εις μνήμην των θυμάτων του Ολοκαυτώματος της Κλεισούρας στο μεγαλοπρεπές μνημείο που στήθηκε, δίπλα στο ναό του Αγίου Δημητρίου.[55]
Η μετανάστευση από τα μεταπολεμικά χρόνια, τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό, στην Καστοριά και σε άλλες μεγάλες ελληνικές πόλεις, έχει οδηγήσει σε μεγάλη μείωση του πληθυσμού. Οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνται κυρίως με την κτηνοτροφία, καθώς και με την βιοτεχνία της γούνας, αν και τα τελευταία χρόνια η δραστηριότητα αυτή βρίσκεται σε σημαντική κάμψη.[εκκρεμεί παραπομπή] Το 2011 έκλεισαν το νηπιαγωγείο και το δημοτικό σχολείο Κλεισούρας μετά την απόφαση του Υπουργείου Παιδείας.[56] Στη κωμόπολη λειτουργεί Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών,[57] υποθηκοφυλακείο, συμβολαιογραφείο, και ορισμένες ημέρες του χρόνου Ειρηνοδικείο,[58] κάποιες μέρες την εβδομάδα υπάρχει αγροτικός ιατρός, ενώ από το έτος 2003 υλοποιείται το πρόγραμμα Βοήθεια στο Σπίτι.[59]
Τα παλαιά αρχοντικά, τα γραφικά σοκάκια, οι εκκλησίες και τα αρχοντικά σπίτια, θυμίζουν το ένδοξο παρελθόν στον επισκέπτη. Εκδηλώσεις μνήμης για την Θηριωδία της Κλεισούρας, γίνονται την πρώτη Κυριακή μετά της 5 Απριλίου, με εκπροσώπους της πολιτείας και πλήθος κόσμου. Τα τελευταία χρόνια, ξενοδοχειακές μονάδες έχουν ανοίξει στην περιοχή, με προοπτική να αναδείξουν την Κλεισούρα, σε ταξιδιωτικό προορισμό. Η θέση της ιστορικής κωμόπολης, κοντά σε ταξιδιωτικούς προορισμούς, μπορεί να αποτελέσει βάση για εξορμήσεις όπως το Νυμφαίο, η Καστοριά, οι Πρέσπες, τα χιονοδρομικά κέντρα του Βόρα και του Βέρνου.
Η Μονή της Παναγίας είναι αφιερωμένη στην Γέννηση της Θεοτόκου. Ιδρύθηκε το 1813 ως ανδρώα μονή, σε προϋπάρχουσα θέση, από τον κλεισουριώτη μοναχό Ησαΐα Πήστα. Η εκκλησιαστική παράδοση παραθέτει, ότι ο μοναχός Ησαΐας, είδε ένα όραμα όταν όταν εγκαταβιούσε στην Μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους και τον οδήγησε στην ανασύσταση της μονής. Βρίσκεται χτισμένη σε μια εύφορη κοιλάδα, κάτω από την Κλεισούρα. Αποτελεί σημαντικό θρησκευτικό προσκύνημα για την περιοχή.
Το συγκρότημα, με τον φρουριακό του χαρακτήρα, σώζεται στο σύνολο του. Τα υπάρχοντα κτίσματα είναι του 18ου και 19ου αιώνα. Αποτέλεσε χώρο κρησφύγετου την εποχή της Επανάστασης του 1821 και του Μακεδονικού Αγώνα, όπου φιλοξενήθηκε ο Παύλος Μελάς και οι συναγωνιστές του. Στο μέσον της εσωτερικής αυλής βρίσκεται το καθολικό, στο οποίο υπάρχει επιγραφή όπου ιστορείται η Μονή. Η εκκλησία είναι τρίκλιτη τρουλαία βασιλική με νάρθηκα και ανακαινίστηκε το 1813 με δαπάνες του μοναχού Ησαΐα και της τοπικής μητρόπολης, επί Μητροπολίτη Καστοριάς Νεοφύτου. Οι αγιογραφίες που ολοκληρώθηκαν το 1813, αποτελούν ένα ποιοτικό έργο του Γεωργίου από τους Χιονάδες της Ηπείρου, με μια πρωτότυπη θεματολογία από την δημιουργία του κόσμου.[60]
Αξιόλογο είναι ξυλόγλυπτο τέμπλο του καθολικού, που είναι επιχρυσωμένο από τον Λινοτοπίτη χρυσοχόο Κωνσταντίνου το 1772 επί ηγουμενίας του μοναχού Παϊσίου. Η επίχρωσή του πρέπει να έγινε δεκαπέντε χρόνια μετά την τοποθέτηση του τέμπλου, από την χρονολογία 1757 που αναγράφεται στον Τίμιο Σταυρό στην κορυφή του. Έχει ανάγλυφες παραστάσεις από την Παλαιά Διαθήκη και την Καινή Διαθήκη. Το τέμπλο έχει καταπληκτική ομοιότητα με την εκκλησία της Παναγίας στο Λάμποβο της Δρόπολης στην Αλβανία. Στα νεότερα χρόνια, το μοναστήρι εγκαταλήφθηκε, για να λειτουργήσει ως γυναικεία κοινοβιακή μονή το 1993.[61] Το 1996, το καθολικό και το μοναστηριακό συγκρότημα εντάχθηκε στον κατάλογο του Υπουργείου Πολιτισμού ιστορικών και διατηρητέων μνημείων των μεταβυζαντινών εκκλησιών της Δυτικής Μακεδονίας.[62] Σήμερα στην μονή εγκαταβιούν πέντε μοναχές.[63]
Την 1η Ιουλίου 2012 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος παρέστει στις εορταστικές εκδηλώσεις αγιοκατατάξεως της Οσίας Σοφίας, της «εν τη Ιερά Μονή Παναγίας Θεοτόκου Κλεισούρας ασκησάσης», η μνήμη της οποίας τιμάται από την Ορθόδοξη εκκλησία στις 6 Μαΐου.[64]
Το Εθνολογικό Λαογραφικό Μουσείο της Κλεισούρας φιλοξενεί ιστορικά κειμήλια και φωτογραφικό υλικό από της διάφορες περιόδους της ιστορίας της ιστορικής κωμόπολης. Ιδρύθηκε από τον Φιλανθρωπικό Σύλλογο των Απανταχού Κλεισουριέων Ο Άγιος Μάρκος Θεσσαλονίκης. Στεγάζεται σε αίθουσα κτηρίου που παραχωρήθηκε από τον Κλεισουριώτη Ιωάννη Κεχαγιά, ενώ με την τελευταία διοικητική μεταρρύθμιση η διαχείρισή του εντάσσεται στον Δήμο Καστοριάς.
Οι δύο σημαντικότερες εκκλησίες της ιστορικής κωμόπολης, είναι ο Άγιος Νικόλαος, που βρίσκεται στην κεντρική πλατεία της Κλεισούρας και ορίζει την μία ενορία, και ο Άγιος Δημήτριος, που βρίσκεται στην κάτω γειτονιά, και αποτελεί την άλλη ενορία.
Η υπάρχουσα εκκλησία κτίστηκε στην θέση παλαιότερης εκκλησίας που χτίστηκε το 1700. Η οικοδόμηση της τοποθετείται στα έτη 1846 με 1856 με ρυθμό ξυλόστεγης τρίκλιτης βασιλικής. Το κωδωνοστάσιο της εκκλησίας με τετράγωνη κάτοψη, κατασκευάστηκε το 1858 και αναπαλαιώθηκε πρόσφατα από την 11η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Αξιόλογης τέχνης είναι το ξυλόγλυπτο τέμπλο, ενώ ιστορικής αξίας θεωρούνται η φορητή εικόνα του Αγίου Δημητρίου με χρονολογία την 30η Μαΐου 1733, καθώς και ο δεσποτικός θρόνος και το προσκυνητάρι με χρονολογία την 25η Μαρτίου 1820. Οι τοιχογραφίες φέρονται να δημιουργήθηκαν από Σαμαρινιώτες και Κλεισουριώτες αγιογράφους, ενώ οι φορητές εικόνες του ναού είναι μεταβυζαντινής τέχνης. Στα θρησκευτικά κειμήλια της εκκλησίας, σημαντικότερο θεωρείται η ασημένια λειψανοθήκη του 1870 που φιλοξενεί τα λείψανα του Αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτου.[65]
Δίπλα από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, βρισκόταν σε μεγαλόπρεπο κτήριο στο περίβολο του ναού, το Ελληνόμουσο Κλεισούρας (ή Ελληνική Σχολή με την περίφημη βιβλιοθήκη του και το οποίο ήταν κέντρο των φιλόμουσων της εποχής. Δίπλα υπήρχε και το Αλληλοδιδακτικό.[εκκρεμεί παραπομπή] Η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου έχει ενταχθεί ως μνημείο στον Κατάλογος των Αρχαιολογικών Χώρων και Μνημείων της Ελλάδος από το Υπουργείο Πολιτισμού.[66]
Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου, οικοδομήθηκε το 1839. Είναι ρυθμού τρίκλιτης βασιλικής με ξύλινη στέγη. Πυρπολήθηκε από τους Τούρκους στις 2 Νοεμβρίου 1912, κατά την αποχώρησή τους από την περιοχή. Στην πυρκαγιά καταστράφηκε το περίτεχνο τέμπλο του ναού. Ανοικοδομήθηκε στα 1920 με 1922 με την συνδρομή των μελών του Συλλόγου Απανταχού Κλεισουριωτών "Ο Άγιος Μάρκος". Ο ναός είχε ένα εξαγωνικό κωδωνοστάσιο, που χτίστηκε το 1856 αλλά μετά τους βομβαρδισμούς της μάχης της στενωπού της Κλεισούρας το 1941, πήρε επικίνδυνη κλίση και ανοικοδομήθηκε το 1959. Η γιορτή του Αγίου Νικολάου στις 6 Δεκεμβρίου γιορτάζονταν με ιδιαίτερη λαμπρότητα στο παρελθόν. Το διάστημα μεταξύ της γιορτής και της γιορτής του Αγίου Σπυρίδωνα, ο μητροπολίτης Καστοριάς, έμενε για μια εβδομάδα στην κωμόπολη για να λειτουργηθεί και να επιθεωρήσει την συντήρηση των εκκλησιών, των εγγράφων και των εκκλησιαστικών βιβλίων και της βιβλιοθήκης, να ασχοληθεί με τα κοινοτικά ζητήματα, και την ημέρα του Αγίου Σπυρίδωνα, τοπική σχολική εορτή, να επισκεφτεί τις εκπαιδευτικές μονάδες της Κλεισούρας.[67]
Άλλες εκκλησίες της ιστορικής Κλεισούρας όπως ο Άγιος Αντώνιος, ο Προφήτης Ηλίας, ο Άγιος Μάρκος και ο Άγιος Αθανάσιος, κοιμητηριακός ναός, στον οποίο υπήρχε μέχρι πρόσφατα, μανουάλι που δωρίθηκε από Κλεισουριώτες αποδήμους της Κωνσταντινούπολης το 1901.[68]
Η τοπική κατανάλωση συμβάλλει στην ανάπτυξη της αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής της κωμόπολης. Πολλά προϊόντα που στο παρελθόν περιορίζονταν αποκλειστικά για οικιακή χρήση, τα τελευταία χρόνια εμφανίζονται σε τοπικά καταστήματα και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας. Στη Κλεισούρα υπάρχει μια μονάδα παραγωγής τυροκομικών προϊόντων, με σημαντικότερο το ομώνυμο προϊόν της Φέτα Κλεισούρας. Εκτός από τα αγροτικά προϊόντα, όπως τα κάστανα, τα καρύδια, οι πατάτες και τα φασόλια, τα υψώματα της περιοχής προσφέρουν μεγάλη ποικιλία από αρωματικά φυτά, όπως τσάι του βουνού, ρίγανη, φλαμούρι, μέντα, ζουμπούχου και σαλέπι.[69]
Πολλά τυποποιημένα προϊόντα από την τοπική παραδοσιακή κουζίνα διατίθεται στους επισκέπτες της όπως γλυκά του κουταλιού (κυδώνι πελτέ και στο ρεντέ, κολοκύθι, κεράσι, βύσσινο, καρύδι, πορτοκάλι), ζυμαρικά (τραχανάς και χυλοπίτες), λικέρ (βατόμουρο, καρύδι, βύσσινο, κράνα), καθώς και τσίπουρο και κρασί από τα αμπέλια της περιοχής. Κάποια τοπικά φαγητά είναι οι αλμυρές και οι γλυκές πίτες, φασόλια ή κρέας ή κοτόπουλο με λάχανο τουρσί, λαχανοντολμάδες με λάχανο τουρσί και άλλα.[69]
Τα Αραγκουτσάρια είναι το παραδοσιακό καρναβάλι της Κλεισούρας, που συντελείται την ημέρα του Άι Γιάννη στις 6 Ιανουαρίου κάθε έτους. Ντυμένοι καρναβαλιστές με δέρματα ζώων και κουδούνες, περιφέρονται στα σοκάκια της κωμόπολης με την συνοδεία μουσικής και επισκέπτονται τα σπίτια των κατοίκων για να κεραστούν.[70] Το Μπισνακού είναι ένα καλοκαιρινό έθιμο που δεν διατηρείται σήμερα. Ανήμερα της εορτής της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, στις 6 Αυγούστου, νιόπαντρες και ανύπαντρες κοπέλες, πήγαιναν στην τοποθεσία Μπιλιάνη και χόρευαν με τους γονείς και τις πεθερές τους.[71]
Η Γκαλιάτα, γνωστό και ως Κλήδωνας σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, είναι ένα ακόμα έθιμο της το σαββατοκύριακο του Γενεθλίου του Ιωάννη του Προδρόμου στις 23 με 24 Ιουνίου. Οι κοπέλες της Κλεισούρας, μάζευαν λουλούδια και στόλιζαν ένα γκιούμι το οποίο γέμιζαν με νερό από τις τρεις κρήνες της πόλης, τη Φαντάνα ντι Σούπρου, τη Μπουχουρήτου και τη Ρούγκο. Αφού γέμιζαν το γκιούμι με νερό από την τελευταία κρήνη, οι κοπέλες, που σήμερα φορούν τις παραδοσιακές στολές τους, χόρευαν παραδοσιακούς βλάχικους χορούς.[72]
Το δρώμενο του Βαλμά είναι μια θεατρικό δρώμενο σε συνδυασμό με μια στιχομυθία μεταξύ ενός αφεντικού και ενός αλογοβοσκού, του βαλμά, και αναπαριστάται μετά το τέλος του τρανού χορού, ενός βλάχικου χορευτικού τραγουδιού. Το βλάχικο αυτό δρώμενο εξιστορείται επίσης στο έργο του συγγραφέα Αριστοτέλη Βαλαωρίτη Δημώδης περί βαλμά θρύλος που συνέγραψε το 1878.[73]
Πολιτιστικοί σύλλογοι
Έντυπος Τύπος
Από την Αθήνα απέχει 603 χιλιόμετρα και από την Θεσσαλονίκη 166 χιλιόμετρα (Εγνατία Οδός & A27 έως την Πτολεμαΐδα μέσω Βαρικού). Από την Καστοριά απέχει 31 χιλιόμετρα, από την Έδεσσα 79 χιλιόμετρα και από τα Γρεβενά 85 χιλιόμετρα (Εγνατία Οδός & A29 έως το Δισπηλιό μέσω Κορησού).
Εκτελούνται δρομολόγια ΚΤΕΛ από την Καστοριά προς Αμύνταιο μέσω Κλεισούρας, μία φορά την ημέρα ανά κατεύθυνση.[85] Ο κοντινότερος σιδηροδρομικός σταθμός είναι ο Σ.Σ. Αμυνταίου που απέχει 35 χιλιόμετρα[86] και το κοντινότερο αεροδρόμιο είναι το Αεροδρόμιο Καστοριάς που απέχει 30 χιλιόμετρα (30 λεπτά).
Λόγιοι και συγγραφείς
|
Μακεδονομάχοι
|
Άλλα πρόσωπα
|
Ιστορικά πρόσωπα
|
^ α: Απόσπασμα:"Η πόλη αυτή επονομάστηκε από τους Έλληνες Κοσμόπολη (Cosmopolis), κι εδώ κατοικούν πεντακόσιες οικογένειες Βλάχων Δασσαριτών (Valaques Dassarets), οι περισσότεροι από τους οποίους είναι πρόσφυγες από τη Μοσχόπολη. Οι κάτοικοί της ισχυρίζονται, ότι οι έποικοι από τους οποίους ιδρύθηκε αυτή, εμφανίστηκαν πάνω στα υψώματα του όρους Σαρακίνα, στο δέκατο πέμπτο αιώνα, μια εποχή κατά την οποία οι Τούρκοι λεηλατούσαν την Μακεδονία. έκαναν τους Χριστιανούς να αποτραβηχτούν πάνω στα απρόσιτα βουνά, ώστε να γλυτώσουν από τον εξανδραποδισμό ή και από τον θάνατο. Έκτοτε, στον πληθυσμό της προστέθηκε κι ένας μεγάλος αριθμός Βλάχων" (Πηγή: Φρανσουά Πουκεβίλ, Ιστορία και περιγραφή της Ελλάδος, 1826)
^ β: Αρκετοί ερευνητές θεωρούν ότι ο Απόστολος Μαργαρίτης (1832-1903), το εκτελεστικό όργανο της ρουμανικής προπαγάνδας στον βλαχόφωνο πληθυσμό της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, κατάγεται από την κωμόπολη (σσ. Ε. Αβέρωφ, Α. Κολτσίδας, Ε. Νικολαϊδου, Μ. Τρίτος κ.ά.). Σύμφωνα όμως με τα κοινοτικά βιβλία, ο Α. Μαργαρίτης προέρχεται από την Αβδέλλα Γρεβενών, σύμφωνα με τον Κοινοτικό Κώδικα σ. 23-24 (σ. 25-27),Τόμος 18, εγγραφή 475 Οδηγίαι κοινωνικής συμπεριφοράς και βιβλίον ισολογισμών-Χειρόγραφα πρακτικών Δημογερόντων Κλεισούρας (1868-1880), που βρίσκεται στην Σχολική Βιβλιοθήκη Κλεισούρας. (Πηγή: Νικ. Δ. Σιώκης, Η ιστορία και τα κειμήλια των Ιερών Ναών Αγίου Νικολάου και Αγίου Δημητρίου Κλεισούρας Καστοριάς, έκδοση Συλλόγου των Απανταχού Κλεισουριέων «Ο Άγιος Μάρκος», Θεσσαλονίκη 2001).
^ γ: Απόσπασμα από ελεύθερη μετάφραση: "... Την επόμενη μέρα απόσπασμα του 73ου τμήματος πεζικού συνάντησε ελληνικά στρατεύματα που αποχωρούσαν από την Αλβανία σε όλη την οροσειρά της Πίνδου στη δυτική περιοχή της Καστοριάς. Σκληρές μάχες έλαβαν χώρα σε αυτό [τον τόπο] και την επόμενη ημέρα, ειδικά στο πέρασμα για την Καστοριά, όπου οι Γερμανοί είχαν μπλοκάρει την ελληνική αποχώρηση, η οποία είχε επεκταθεί σε ολόκληρο το αλβανικό μέτωπο, με τους Ιταλούς να τηρούν διστακτική στάση..." (Πηγή:Blau (1953)[91])
Ιστορικά θέματα