Κλεμπσιέλλα της πνευμονίας | ||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
K. pneumoniae σε τρυβλίο καλλιέργειας με άγαρ τύπου MacConkey
| ||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||
| ||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||
Κλεμπσιέλλα της πνευμονίας (Klebsiella pneumoniae) (Schroeter 1886) Trevisan 1887 | ||||||||||||||
Υποείδη | ||||||||||||||
|
Η κλεμπσιέλλα, ή αλλιώς κλεμπσιέλλα της πνευμονίας (Klebsiella pneumoniae),[1] είναι αρνητικό κατά Γκραμ, μη κινητικό, ελυτροφόρο, ζυμωτικό στη λακτόζη, αναερόβιο βακτήριο σε σχήμα ράβδου. Εμφανίζεται ως βλεννογόνος ζυμωτήρας λακτόζης στο άγαρ τύπου MacConkey.
Αν και βρίσκεται στη φυσιολογική χλωρίδα του στόματος, του δέρματος και των εντέρων,[2] μπορεί να προκαλέσει καταστροφικές αλλαγές στους πνεύμονες του ανθρώπου και των ζώων εάν αναρροφηθεί, ιδίως στις κυψελίδες με αποτέλεσμα αιματηρά, καφέ ή κίτρινα πτύελα που ομοιάζουν με ζελέ. Σε κλινικό περιβάλλον, είναι το πιο σημαντικό μέλος του γένους Klebsiella των εντεροβακτηριοειδών. Τα είδη K. oxytoca και K. rhinoscleromatis έχουν επίσης ανευρεθεί σε ανθρώπινα κλινικά δείγματα και τα τελευταία χρόνια, τα είδη Klebsiella έχουν γίνει σημαντικά και θανατηφόρα παθογόνα σε ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις, ιδίως στην Ελλάδα.[3]
Εμφανίζεται με φυσικό τρόπο και στο έδαφος και περίπου το 30% των στελεχών μπορεί να σταθεροποιήσει το άζωτο σε αναερόβιες συνθήκες.[4] Ως διαζότροφο που ζει ελεύθερα, το σύστημα δέσμευσης αζώτου του έχει μελετηθεί πολύ και παρουσιάζει γεωργικό ενδιαφέρον, καθώς το K. pneumoniae έχει αποδειχθεί ότι αυξάνει τις αποδόσεις των καλλιεργειών σε γεωργικές συνθήκες.[5]
Σχετίζεται στενά με το βακτήριο K. oxytoca από το οποίο διακρίνεται από το ότι είναι αρνητικό στη δοκιμή ινδολίου και από την ικανότητά του να αναπτύσσεται σε μελεζιτόζη αλλά όχι σε 3-υδροξυβουτυρικό.
Το βακτήριο Klebsiella pneumoniae (Κλεμπσιέλλα της πνευμονίας) είναι ένα μη κινητικό βακτήριο με σχήμα ράβδου και ανήκει στην οικογένεια Enterobacteriaceae (Εντεροβακτηριοειδή). Το βακτήριο είναι αρνητικό κατά Γκραμ, με διαστάσεις περίπου 2 μm x 0,5 μm. Διαθέτει πυκνό πολυσακχαριδικό έλυτρο, γνωστό ως «αντιγόνο Κ», με μέγεθος περίπου 160 nm. Σε συνδυασμό με τον λιποπολυσακχαρίτη («αντιγόνο Ο»), αυτά συμβάλλουν στην παθογονικότητα της Klebsiella pneumoniae. Το γονιδίωμά της έχει μέγεθος περίπου 5 Mbp και είναι οργανωμένο σε έναν κυκλικό χρωμόσωμα.
Απαντάται φυσιολογικά στο γαστρεντερικό σωλήνα του ανθρώπου, αποτελώντας μέρος της φυσιολογικής χλωρίδας. Το πολυσακχαριδικό έλυτρο προστατεύει το βακτήριο από τη φαγοκυττάρωση από τα κοκκιοκύτταρα πολυμορφοπύρηνα του ξενιστή και του παρέχει προστασία από τη βακτηριοκτόνο δράση του ορού του ξενιστή.[1]
Το γένος Klebsiella πήρε το όνομά του από τον Γερμανό μικροβιολόγο Έντβιν Κλεμπς (Edwin Klebs) (1834–1913). Είναι επίσης γνωστό ως βάκιλλος του Friedlander προς τιμήν του Carl Friedländer, ενός Γερμανού παθολόγου, ο οποίος πρότεινε ότι αυτό το βακτήριο ήταν ο αιτιολογικός παράγοντας για την πνευμονία που παρατηρείται ειδικά σε ανοσοκατεσταλμένα άτομα, όπως άτομα με χρόνιες ασθένειες ή αλκοολικούς.
Πνευμονία που προκαλείται από Klebsiella pneumoniae μπορεί περιστασιακά να ονομαστεί πνευμονία Friedländer.[6]
Από το θανατηφόρο βακτήριο επηρεάζονται συχνότερα μεσήλικες και ηλικιωμένοι άνδρες, πιο συχνά από τις γυναίκες με εξουθενωτικές ασθένειες. Αυτός ο πληθυσμός ασθενών πιστεύεται ότι έχει εξασθενημένη άμυνα του αναπνευστικού ξενιστή, συμπεριλαμβανομένων ατόμων με διαβήτη, αλκοολισμό, κακοήθεια, ηπατική νόσο, χρόνιες αποφρακτικές πνευμονοπάθειες, θεραπεία με γλυκοκορτικοειδή, νεφρική ανεπάρκεια. Πολλές από αυτές τις λοιμώξεις λαμβάνονται όταν ένα άτομο βρίσκεται στο νοσοκομείο για άλλο λόγο (νοσοκομειακή λοίμωξη).
Εκτός από την πνευμονία, το βακτήριο Klebsiella μπορεί επίσης να προκαλέσει λοιμώξεις στο ουροποιητικό σύστημα, στην κατώτερη χοληφόρο οδό και στα σημεία χειρουργικών τραυμάτων.
Το φάσμα των κλινικών ασθενειών περιλαμβάνει πνευμονία, θρομβοφλεβίτιδα, ουρολοίμωξη, χολοκυστίτιδα, διάρροια, λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος, μόλυνση τραύματος, οστεομυελίτιδα, μηνιγγίτιδα και βακτηριαιμία και σήψη . Για τους ασθενείς με μια επεμβατική συσκευή στο σώμα τους, η μόλυνση της συσκευής αποτελεί κίνδυνο. Οι συσκευές του θαλάμου νεογνών, ο εξοπλισμός αναπνευστικής υποστήριξης και οι ουροποιητικοί καθετήρες θέτουν τους ασθενείς σε αυξημένο κίνδυνο. Επίσης, η χρήση αντιβιοτικών μπορεί να είναι ένας παράγοντας που αυξάνει τον κίνδυνο νοσοκομειακής μόλυνσης με βακτήρια Klebsiella. Η σηψαιμία και το σηπτικό σοκ μπορεί να ακολουθήσουν μετά την είσοδο των βακτηρίων στο αίμα.
Η πιο κοινή παθολογική κατάσταση που προκαλείται από το βακτήριο Klebsiella εκτός νοσοκομείου είναι η πνευμονία, συνήθως με τη μορφή βρογχοπνευμονίας και επίσης βρογχίτιδας. Αυτοί οι ασθενείς έχουν αυξημένη τάση να αναπτύξουν πνευμονικά αποστήματα, εμπύημα και υπεζωκοτικές συμφύσεις. Έχει ποσοστό θνησιμότητας γύρω στο 50%, ακόμη και με αντιμικροβιακή θεραπεία.[7]
Το βακτήριο K. pneumoniae μπορεί να αντιμετωπιστεί με αντιβιοτικά εάν οι λοιμώξεις δεν είναι ανθεκτικές στα φάρμακα. Οι λοιμώξεις από K. pneumoniae μπορεί να είναι δύσκολο να αντιμετωπιστούν επειδή λιγότερα αντιβιοτικά είναι αποτελεσματικά εναντίον τους.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, ένα μικροβιολογικό εργαστήριο πρέπει να διεξάγει εξετάσεις για να καθορίσει ποια αντιβιοτικά θα αντιμετωπίσουν τη λοίμωξη. Για λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος με πολυανθεκτικά είδη Klebsiella, έχει προταθεί συνδυαστική θεραπεία με αμικασίνη και μεροπενέμη.[8]