Κλεομένης Α΄ | |
---|---|
Βασιλιάς των Λακεδαιμονίων (16ος από τον οίκο των Αγιαδών) | |
Περίοδος εξουσίας | |
519 π.Χ. - 490/489 π.Χ. | |
Προκάτοχος | Αναξανδρίδας |
Διάδοχος | Λεωνίδας Α΄ |
Εθνικότητα | Έλληνας, Σπαρτιάτης |
Οίκος/Γενεά | Αγιάδες |
Πατέρας | Αναξανδρίδας |
Μητέρα | ανώνυμη κόρη του Πρινητάδη |
Θάνατος | 490 ή 489 π.Χ., Σπάρτη |
Σύζυγος | άγνωστη |
Επίγονοι | Γοργώ |
Ο Κλεομένης Α΄ ήταν βασιλιάς της Σπάρτης στο διάστημα 519-490 ή 489 π.Χ.. Ήταν γιος του βασιλιά Αναξανδρίδα και ετεροθαλής αδελφός του Λεωνίδα Α΄ των Θερμοπυλών. Ο Κλεομένης ισχυροποίησε[1] τη Σπάρτη δίνοντας σάρκα και οστά στην Πελοποννησιακή Συμμαχία και συντρίβοντας τον πιο υπολογίσιμο εχθρό της πόλης του στην Πελοπόννησο, το Άργος. Ανεξάρτητα των κινήτρων του ανέτρεψε την τυραννίδα της Αθήνας του Ιππία, ενώ αργότερα βοήθησε την εγκαθίδρυση των αρίστων του Ισαγόρα κατά του Κλεισθένη, γόνου τυράννου της Σικυώνας που στην Αθήνα προσποιούνταν τον δημοκράτη, εξορίζοντας 700 οικογένειες φίλια προσκείμενες του Κλεισθένη. Όταν πήγε να καταργήσει και τη Γερουσία, οι Αθηναίοι εξεγέρθηκαν με συνέπεια να καταφύγει και να κλειστεί μαζί με τον Ισαγόρα ικέτης στην Ακρόπολη. Τελικά οι Αθηναίοι τον άφησαν να φύγει μαζί με τον στρατό του ενώ ακολούθησε η καταδίκη σε θάνατο όλων των Αθηναίων οπαδών του. Εκτός των παραπάνω εξουδετέρωσε την δικαιολογημένη εκ της αθηναϊκής τακτικής φιλοπερσική μερίδα της Αίγινας, η τυχόν υποστήριξη της οποίας προς τους Πέρσες λίγο αργότερα, στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, θα μπορούσε να αποβεί και καθοριστικής σημασίας, αφού δεν θα ήξεραν που να καταφύγουν τότε οι Αθηναίοι, οι μόνοι που εγκατέλειψαν την πόλη τους, στους Περσικούς πολέμους. Τελικά όμως θεωρήθηκε παρανοϊκός, εξορίστηκε και φυλακίστηκε. Κατηγορήθηκε συγκεκριμένα ότι εκθρόνισε, δωροδοκώντας το Μαντείο των Δελφών, τον συμβασιλέα του Δημάρατο των Ευρυποντιδών, ότι συγκέντρωσε στρατό Αρκάδων με στόχο να ανατρέψει την κυβέρνηση της Σπάρτης και ότι τελικά ήταν παράφρων και επικίνδυνος. Όταν βρέθηκε νεκρός στη φυλακή, η επίσημη εκδοχή ήταν πως «αυτοκτόνησε μέσα στην τρέλα του», αλλά σύγχρονοι ιστορικοί δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο να δολοφονήθηκε.[2]
Ο Κλεομένης Α΄ ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Αναξανδρίδα, αλλά ήταν παιδί της δεύτερης κατά σειρά συζύγου, γεγονός που του δημιούργησε μακροπρόθεσμα προσωπικά και πολιτικά προβλήματα με τα τρία ετεροθαλή αδέλφια του. Συγκεκριμένα ο πατέρας του επί χρόνια δεν είχε αποκτήσει γιο με την πρώτη του γυναίκα και για να γεννηθεί διάδοχος, προχώρησε σε δεύτερο γάμο,[3] χωρίς όμως να λύσει τον πρώτο. Μόλις γεννήθηκε ο Κλεομένης από τη δεύτερη σύζυγο,[4] έμεινε κατά παράξενη σύμπτωση έγκυος και η πρώτη, που μέχρι τότε εθεωρείτο στείρα. Η πρώτη[5] γέννησε τρεις γιους, τον Δωριέα, τον Λεωνίδα που θα σκοτωνόταν αργότερα στις Θερμοπύλες και τον Κλεόμβροτο. Η σπαρτιατική κοινωνία άρχισε να μιλά για συγκάλυψη υιοθεσιών – ότι επρόκειτο δηλαδή για ψευτοεγκυμοσύνες - και οι Έφοροι απαίτησαν να παρίστανται οι ίδιοι στον τοκετό του Δωριέα ώστε να βεβαιωθούν ότι επρόκειτο για πραγματική γέννα και όχι για υιοθεσία. Δεν είναι γνωστό αν πράγματι παρέστησαν, πάντως η φημολογία περί υιοθεσιών δεν έπαυσε τελείως.
(οι βασιλείς με κίτρινη σκίαση)
Λέων βασ. της Σπάρτης | |||||||||||||||||||||||||||||||||
1η σύζυγος | Αναξανδρίδας Β΄ βασ. της Σπάρτης | 2η σύζυγος | |||||||||||||||||||||||||||||||
Δωριέας | Λεωνίδας Α´ βασ. της Σπάρτης | Κλεόμβροτος αντιβασιλιάς | Κλεομένης Α´ βασ. της Σπάρτης | ||||||||||||||||||||||||||||||
Ευρυάναξ | Πλείσταρχος βασ. της Σπάρτης | Παυσανίας στρατηγός | Γοργώ | ||||||||||||||||||||||||||||||
Πλειστοάνακτας βασ. της Σπάρτης | |||||||||||||||||||||||||||||||||
Η δυναστική διαμάχη και το γεγονός ότι οι δύο σύζυγοι του Αναξανδρίδα ζούσαν σε διαφορετικά σπίτια είχε ως αποτέλεσμα ο Κλεομένης να μην αναπτύξει καθόλου καλές σχέσεις με τα αδέλφια του. Πήραν όλα τους την παιδεία που τους άρμοζε, αλλά φέρεται άριστος μεταξύ τους ο Δωριέας· ο Κλεομένης αντίθετα παρουσιάζεται από τον Ηρόδοτο, αλλά και από μεταγενέστερους ιστορικούς της αρχαιότητας, ως αναρχικός και ανισόρροπος. [6]
Με αυτή την αρνητική περιγραφή του Κλεομένη διαφωνούν σήμερα αρκετοί σύγχρονοι ιστορικοί. Θεωρούν ότι παρά τα πιθανόν υπαρκτά προσωπικά μειονεκτήματά του, ο Κλεομένης είχε σημαντικές αρετές[7] και ότι, ίσως, επειδή προηγείτο της εποχής του, συκοφαντήθηκε ιδιαίτερα από τους πολιτικούς του αντιπάλους, με κατηγορίες που βρήκαν πρόσφορο έδαφος και στο συντηρητισμό της κοινωνίας του. [8]
Όταν περίπου το 520 ή το 519 π.Χ. πέθανε ο Αναξανδρίδας, ο Δωριέας έθεσε ζήτημα διαδοχής, γιατί ναι μεν ο Κλεομένης ήταν πρωτότοκος από τη δεύτερη σύζυγο, αλλά εκείνος από την πρώτη. Ο Δωριέας επικαλέσθηκε επίσης ότι «ήταν κατά κοινή ομολογία σε όλα ικανότερος του Κλεομένη», του οποίου ήδη από κάποιους αμφισβητούνταν η πνευματική διαύγεια. Τελικά οι Σπαρτιάτες έκαναν αυτό που όριζε ο νόμος τους, δηλαδή να θεωρείται πρωτότοκο το πρώτο τέκνο του βασιλιά ανεξαρτήτως του ποια σύζυγος το είχε γεννήσει και ανακήρυξαν βασιλιά τον Κλεομένη.
Ο Δωριέας δήλωσε ότι δεν δέχεται να τον καθοδηγεί ένας «κατώτερός του σε όλα» και έφυγε για να ιδρύσει σπαρτιατική αποικία στη Σικελία· όμως λίγα χρόνια αργότερα σκοτώθηκε. Δεν είναι γνωστό τι ακριβώς έκαναν στη συνέχεια ο Κλεόμβροτος και ο Λεωνίδας, που επίσης είχαν κακές σχέσεις με τον Κλεομένη. Πάντως από τους Αγιάδες βασίλευε πλέον αδιαμφισβήτητα ο Κλεομένης, ενώ από τους Ευρυποντίδες αρχικά ως συμβασιλέας των Σπαρτιατών, βασίλευε ο Αρίστων (μέχρι το 515 π.Χ.) και μετά τον θάνατό του, διάδοχος στον θρόνο των Ευρυποντιδών αναδείχθηκε (515-491 π.Χ.) ο γιος του Δημάρατος. Αυτός ανατράπηκε ουσιαστικά με ενέργειες του Κλεομένη και το 491 π.Χ. συμβασιλέας έγινε ο Λεωτυχίδας ή Λευτυδίχης.
Ο Κλεομένης γύρω στο 515 π.Χ. ασχολήθηκε –αλλά αποφάσισε να μην επέμβει- με τις εξελίξεις στη Μικρά Ασία, στην οποία οι Έλληνες τότε περιελάμβαναν σημειωτέον ακόμη και τα νησιά που ήταν κοντά της, όπως η Σάμος[9] Λίγο μετά την άνοδο του Κλεομένη στην εξουσία, συγκεκριμένα, οι Πέρσες παγίδευσαν και δολοφόνησαν τον ανεξάρτητο τύραννο της Σάμου Πολυκράτη, οπότε για μικρό διάστημα βρέθηκε στην εξουσία ο γραμματέας του τυράννου, Μαιάνδριος του Μαιανδρίου. Αυτός φαίνεται να προσπάθησε να εγκαθιδρύσει ολιγαρχία καταλύοντας την τυραννία, αλλά δεν είχε λαϊκό ή αριστοκρατικό έρεισμα στη Σάμο και όταν οι Πέρσες πολύ σύντομα εμφανίστηκαν για να κάνουν τύραννο τον εγκάθετό τους Συλοσώντα –εξόριστο μέχρι τότε από τον ίδιο του τον αδελφό, τον Πολυκράτη- ο Μαιάνδριος πήρε την υπολογίσιμη περιουσία του και διέφυγε στη Σπάρτη. Στο μεταξύ έγιναν στη Σάμο αιματηρά επεισόδια εναντίον των Περσών αλλά και ευγενών του νησιού, στα οποία φέρεται να πρωταγωνιστούσαν συγγενείς του Μαιάνδριου.
Στη Σπάρτη κατευθύνθηκε γιατί εκείνη και στο πρόσφατο παρελθόν[10] είχε ξαναβοηθήσει –ανεπιτυχώς όμως- εξόριστους Σαμίους στην προσπάθειά τους να ανατρέψουν την τυραννίδα του Πολυκράτη.[11] Όμως τότε η συνδρομή των Λακεδαιμονίων δεν συνεπαγόταν πόλεμο με την Περσία. Επιπλέον ο Μαιάνδριος αν και ο ρόλος του δεν ήταν σαφής[12] στην παγίδα που έστησαν οι Πέρσες για να εξοντώσουν τον Πολυκράτη, υπήρξε επί πολλά χρόνια έμπιστος του τυράννου και άρα όχι φίλος των Σπαρτιατών. Τέλος, ήταν αμφιλεγόμενη προσωπικότητα[13] με αδιαφανή κίνητρα και κάποιοι Σάμιοι όχι μόνον δεν τον συμπαθούσαν ιδιαίτερα, ακόμη και πριν την αιματοχυσία που προκάλεσαν οι συγγενείς του, αλλά ήδη τον θεωρούσαν και καταχραστή δημοσίου χρήματος.
Ο Κλεομένης του επέτρεψε να διαμείνει για ένα διάστημα στη Σπάρτη, αλλά εντυπωσιάστηκε και συνάμα θορυβήθηκε από τους θησαυρούς που αυτός επεδείκνυε.[14] Θεώρησε ότι οι έμμεσες προτάσεις δωροδοκίας που έκανε ο Σάμιος ίσως έπιαναν τόπο και παρέσυραν κάποιους πολιτικούς παράγοντες (πιθανόν τους Εφόρους) να τον συνδράμουν να επανακάμψει στη Σάμο. Έπεισε λοιπόν τους Εφόρους ότι ήταν προς το συμφέρον της Σπάρτης να απελάσουν τον Μαιάνδριο αμέσως ως ανεπιθύμητο πρόσωπο, γεγονός που δείχνει –μεταξύ άλλων- ότι ίσως ο Κλεομένης δεν ήθελε αντιπαράθεση της Σπάρτης με την Περσία, τουλάχιστον όχι για να στηρίξει απλώς τον Μαιάνδριο.
Περίπου την ίδια εποχή ο Δαρείος Α΄ αποφάσιζε να επεκταθεί στην Ευρώπη και διέσχισε τον Βόσπορο γύρω στο 514 π.Χ. Όταν διεκπεραίωσε το στρατό του στην Ευρώπη κινήθηκε στη Θράκη, μετά στη σημερινή Βουλγαρία και Ρουμανία φτάνοντας μέχρι το Δούναβη. Απείλησε πολλούς λαούς της περιοχής εκείνης που οι Έλληνες τότε τους ονόμαζαν γενικά Σκύθες όπως και διάφορες ασιατικές φυλές. Αυτοί έστειλαν πρεσβείες σε διάφορες σημαντικές ελεύθερες πόλεις για να αναζητήσουν συμμαχίες και ο Ηρόδοτος καταγράφει ότι πρεσβεία τους έφτασε και στη Σπάρτη. Γύρω στο 514 ή 513 οι Σκύθες πρέσβεις[15] πρότειναν στον Κλεομένη να συνεργαστούν: ο στρατός τους και ο σπαρτιατικός να εισβάλλουν ταυτόχρονα στην Περσία, εκείνοι από τον ποταμό Φάσι[16] και οι Σπαρτιάτες από την Έφεσο. Στη συνέχεια να συναντηθούν και να προελάσουν ενωμένοι στα ενδότερα της Περσίας.
Είναι άγνωστο αν ο Κλεομένης εξέτασε στα σοβαρά αυτό το σχέδιο, αλλά συζήτησε αρκετά με τους Σκύθες. Ο Δαρείος αποχώρησε σύντομα από το Δούναβη και τη Θράκη, οπότε πιθανά ούτε οι Σκύθες να ενδιαφέρονταν πια να υλοποιήσουν το σχέδιο που είχαν προτείνει. Ο Δαρείος επέστρεψε στην Περσία, αφήνοντας στην περιοχή της σημερινής Ευρωπαϊκής Τουρκίας ή στα βορειοδυτικά της Μικράς Ασίας ισχυρή δύναμη –πιθανόν, 80.000 ανδρών. Η επίσκεψη των Σκυθών δείχνει ότι ο Κλεομένης και η Σπάρτη εκείνη την εποχή είχαν αρκετό κύρος διεθνώς και ότι η σπαρτιατική ηγεσία ήταν πλήρως ενήμερη του περσικού κινδύνου και της απειλής που αυτός συνιστούσε για την Ελλάδα, αφού ήταν πια ολοφάνερο ότι ελάχιστοι αντιστέκονταν στα επεκτατικά σχέδια της Περσίας.
Την ίδια εποχή που ο Κλεομένης διαπίστωνε ότι οι Πέρσες εδραιώνονταν στην Ιωνία και προωθούνταν στο Αιγαίο και στη Μακεδονία, πολλές πόλεις έδειχναν την τάση να μηδίσουν. Τα πράγματα στην Αθήνα ήταν αρκετά περίπλοκα. Κυριαρχούσε η τυραννίδα, με εκπρόσωπό της τον Πεισιστρατίδη Ιππία, που είχε καλές σχέσεις με το Άργος, το μεγάλο εχθρό της Σπάρτης, και παράλληλα ήταν πολιτικά απομονωμένος και άρα επίφοβος να μηδίσει. Οι σχέσεις με τη Σπάρτη ήταν επιφανειακά αδιατάρακτες αλλά οι Πεισιστρατίδες την θεωρούσαν απειλή –είτε για την πόλη των Αθηνών, είτε για τη δυναστεία τους –μάλλον όμως και τα δύο. Είχαν μάλιστα σε κρύπτη της ακρόπολης μια σειρά από χρησμούς που αναφέρονταν σε μελλοντικές συγκρούσεις με τη Σπάρτη. Αυτοί οι χρησμοί πρέπει πολιτικά να οφείλονταν στο γεγονός ότι οι Πεισιστρατίδες είχαν κάκιστες σχέσεις με το Μαντείο των Δελφών, ενώ απεναντίας οι μεγάλοι εχθροί τους, οι Αλκμεωνίδες, είχαν τις καλύτερες. Συγκεκριμένα αυτή η πλούσια και πανίσχυρη οικογένεια είχε εξοριστεί από την Αθήνα για άλλη μία φορά και είχε επενδύσει πολιτικά στην πλουσιοπάροχη ανοικοδόμηση του Μαντείου των Δελφών[17] όπως πιθανόν και σε άμεση δωροδοκία στελεχών του προκειμένου η Πυθία να παροτρύνει διαρκώς τους Σπαρτιάτες να ελευθερώσουν την Αθήνα από την τυραννίδα της.
Ο Κλεομένης δεν γνώριζε τότε τους χρησμούς που είχαν στην κρύπτη τους οι Πεισιστρατίδες –τους πληροφορήθηκε αργότερα- και είναι πολύ αμφίβολο κατά πόσον θα επηρεαζόταν από αυτούς, αφού και ο ίδιος δωροδόκησε στην πορεία το Μαντείο των Δελφών και άρα γνώριζε πολύ καλά πόσο υποβολιμαίοι ήταν οι χρησμοί του. Εντούτοις χρησιμοποίησε τους χρησμούς που είχαν ανακοινωθεί επίσημα, δηλαδή εκείνους που παρότρυναν όλους τους Σπαρτιάτες να ελευθερώσουν την Αθήνα και αποφάσισε να επέμβει στην Αθήνα στρατιωτικά. Οι λόγοι ήταν ίσως ότι φοβόταν τυχόν μηδισμό των Αθηναίων και όσα θα συνεπαγόταν αυτό το ενδεχόμενο για τη Σπάρτη. Παράλληλα ήθελε ίσως και να εγκαταστήσει εκεί ένα καθεστώς πιο φιλικό προς τη Σπάρτη –ολιγαρχικό πιθανόν- και ήταν ευκαιρία να το κάνει τώρα που οι Πεισιστρατίδες είχαν αποδυναμωθεί μετά τον εμφύλιο του 413 π.Χ. στο Λειψύδριο. Παρότι με την ανατροπή της τυραννίδας θα επαναφέρονταν οι Αλκμεωνίδες από την εξορία, ο Κλεομένης πόνταρε κυρίως στον Ισαγόρα, έναν εκπρόσωπο των ολιγαρχικών και όχι σε εκείνους. Ο Ισαγόρας ήταν ένας ισορροπιστής ολιγαρχικός με αρκετή επιρροή, ο οποίος επί Πεισιστρατιδών δεν είχε έρθει σε ανοιχτή σύγκρουση μαζί τους.
Ο Κλεομένης αρχικά έστειλε εναντίον των Αθηνών στρατιωτική δύναμη υπό τον Αγχίμολο, ο οποίος όμως ηττήθηκε γιατί το στρατηγικό του σχέδιο προδόθηκε. Τότε ο Κλεομένης αποφάσισε να εκστρατεύσει ο ίδιος εναντίον της Αθήνας. Οι δυνάμεις του όντως γρήγορα απομόνωσαν τον Ιππία στην Ακρόπολη των Αθηνών και ενώ η κατάσταση ήταν στάσιμη, ο τελευταίος έκανε το λάθος[18] να προσπαθήσει να φυγαδεύσει από το φρούριο της ακρόπολης τους συγγενείς του. Ο Κλεομένης το έμαθε, τους συνέλαβε ως ομήρους, εκβίασε με τη ζωή τους τον Ιππία και αυτός αποχώρησε από την Ακρόπολη, με αντάλλαγμα να αφήσουν εκείνον και την οικογένειά του να φύγουν από την Αττική ζωντανοί. Κατέφυγε τότε στον αδελφό του Ηγησίστρατο, στο Σίγειο, που ήταν πλέον υποτελής των Περσών.
Όταν η δημοκρατία στην Αθήνα αποκαταστάθηκε κυριάρχησε το κόμμα των ολιγαρχικών και αριστοκρατικών υπό τον Ισαγόρα, επειδή ο βασικός του αντίπαλος ήταν ο Κλεισθένης των Αλκμεωνιδών, μιας οικογένειας που πιθανόν και λόγω του Κυλώνειου Άγους δεν ήταν ιδιαίτερα συμπαθής στους Αθηναίους. Ο Κλεισθένης, όμως, μεταμορφώθηκε με εξαιρετική ευελιξία σε ηγέτη των δημοκρατικών [19][20] και εισηγήθηκε ως απλός βουλευτής σημαντικότατες αλλαγές στον εκλογικό και διοικητικό σύστημα της Αθήνας. Ο Ισαγόρας δεν μπόρεσε να εμποδίσει την υπερψήφισή τους από το δήμο και ζήτησε τη βοήθεια των Σπαρτιατών γιατί οι μεταρρυθμίσεις ήταν «ακραία δημοκρατικές». Ο Κλεομένης του την παρείχε, γιατί στόχος του ήταν στην Αθήνα να εδραιωθεί φιλολακωνικό ή έστω ολιγαρχικό καθεστώς. Ο Θουκυδίδης αναφέρει παρεμπιπτόντως ότι ο Κλεομένης δεν συμπαθούσε μόνον τον Ισαγόρα (για πολιτικούς λόγους), αλλά και τη γυναίκα του, την οποία συναντούσε τακτικά.
Ο Σπαρτιάτης βασιλιάς το 508 π.Χ. απαίτησε οι Αθηναίοι να εξορίσουν τους μιαρούς Αλκμεωνίδες –θυμήθηκε δηλαδή το Κυλώνειο Άγος και επικαλέστηκε ότι αυτή η οικογένεια είχε δωροδοκήσει το Μαντείο των Δελφών για να τον παρασύρει να τους αποκαταστήσει στην Αθήνα. Οι Αλκμεωνίδες ξαναπήραν το δρόμο της εξορίας, αλλά ο Ισαγόρας και πάλι δεν μπόρεσε να ελέγξει την πολιτική κατάσταση. Οι δημοκρατικοί τώρα είχαν συμμαχήσει και με ουδέτερους πολίτες ή και με Πεισιστρατικούς[21] και όλοι οι δυσαρεστημένοι μαζί, χρέωναν στον Ισαγόρα την ανάμιξη των Σπαρτιατών. Τότε ο Ισαγόρας έκρινε πως εκεί που είχαν φτάσει τα πράγματα, δεν είχε να χάσει απολύτως τίποτε αν ζητούσε πλέον την ωμή στρατιωτική επέμβαση της Σπάρτης. Όπερ και εγένετο. Ο Κλεομένης εμφανίστηκε στην Αθήνα με μικρή στρατιωτική δύναμη[18] και εξόρισε 70 ή ίσως πολύ περισσότερες αθηναϊκές οικογένειες που του υπέδειξε ο Ισαγόρας βγάζοντάς τις από τα σπίτια τους κυριολεκτικά πόρτα-πόρτα. Όταν όμως πήγε να διαλύσει τη Βουλή των 500 και να την ξανακάνει των 300, ορίζοντας μάλιστα αυτοί οι τριακόσιοι να είναι οπαδοί του Ισαγόρα ο δήμος αντέδρασε σθεναρά[22] και ο Ισαγόρας με τον Κλεομένη βρέθηκαν πολιορκημένοι στην Ακρόπολη.
Ο Κλεομένης προσπάθησε να προσεταιριστεί τους Αθηναίους δηλώνοντας ότι δεν είναι Δωριεύς αλλά Αχαιός, εντούτοις δεν τους έπεισε. Αναγκάστηκε να αποχωρήσει για τη Σπάρτη εγκαταλείποντας τους ολιγαρχικούς στην τύχη τους και οι Αθηναίοι προχώρησαν σε μαζικές δίκες ολιγαρχικών και καταδίκες σε θάνατο. Ο Ισαγόρας διέφυγε. Όμως ο Κλεομένης όσο ήταν στην Ακρόπολη, είχε βρει κάποιους χρησμούς του Μαντείου των Δελφών που ο Ιππίας έκρυβε εκεί[23] και οι οποίοι δημιουργούσαν χάσμα ανάμεσα στη Σπάρτη και την Αθήνα. Τους κράτησε για να τους χρησιμοποιήσει στην αμέσως επόμενη φάση.
Με την εξουδετέρωση των αντιπάλων τους, οι Αλκμεωνίδες επανήλθαν και ο Κλεισθένης ήταν τώρα αρκετά γερά εδραιωμένος. Εντούτοις ένιωθε την απειλή της Σπάρτης και των συμμάχων της, οπότε αναζήτησε την στήριξη των Περσών. Ο Κλεομένης στο μεταξύ έφερε βαρέως την ταπείνωσή του αφού είχε εκδιωχθεί από την Αθήνα. Προσπάθησε να εκστρατεύσει με τους συμμάχους του εναντίον των Αθηνών για να επαναφέρει τον Ισαγόρα –αυτή τη φορά ως τύραννο- κάνοντας πιθανόν το λάθος να μην μπει σε λεπτομέρειες για τα σχέδιά του. Όταν οι σύμμαχοι και ο συμβασιλέας του Δημάρατος έμαθαν ότι θα εγκαθίδρυαν τυραννίδα, ενώ ήδη βρίσκονταν στην Ελευσίνα, έκαναν κυριολεκτικά μεταβολή με πρωτοστατούντες τους Κορίνθιους και ο Κλεομένης, καθώς βρέθηκε μόνος του, εγκαταλελειμμένος ακόμη και από τον συμβασιλέα του, αναγκάστηκε να γυρίσει κι εκείνος πίσω στη Σπάρτη. Είναι πάντως περίεργο να μην γνώριζαν τα αίτια της εκστρατείας και μάλλον στην πορεία θα προέκυψαν διαφωνίες που δεν μπόρεσε να μάθει ο Ηρόδοτος, κύρια πηγή των γεγονότων.
Οι λόγοι που ο Δημάρατος τον αντιπολιτευόταν με τόσο πάθος, είναι άγνωστοι. Πάντως σίγουρα ήταν ασύνηθες ο ένας εκ των δύο βασιλέων να παίρνει το μισό στρατό και να φεύγει εν μέσω εκστρατείας. Από τότε μάλιστα ψηφίστηκε νόμος οι δύο βασιλείς να μην εκστρατεύουν ποτέ μαζί, και ο ένας να μένει πίσω στη Σπάρτη, τόσο για να μη μείνει ακέφαλη η πόλη σε περίπτωση θανάτου του ενός, όσο και για να μην προκύπτουν διχογνωμίες σε κρίσιμες στιγμές μάχης.
Ο Κλεομένης επανήλθε επί του θέματος όμως. Συγκάλεσε νέα συνέλευση της πελοποννησιακής συμμαχίας με την πρόθεση να επιβάλει αυτή τη φορά τον Ιππία, τον οποίο κάλεσε επί τούτου να παραστεί στη συζήτηση. Ο Κλεομένης επέμεινε ότι οι Αθηναίοι ήταν επικίνδυνοι για τη Σπάρτη, επικαλέστηκε τους χρησμούς που βρήκε κρυμμένους στην Ακρόπολη, ανέφερε την κίνηση των Αλκμεωνιδών προς την Περσία και τόνισε ότι στο εξής οι Πεισιστρατίδες θα ήταν πιο φιλικοί προς τη Σπάρτη σε σύγκριση με τον Κλεισθένη και τους δημοκρατικούς. Εντούτοις οι σύμμαχοι αρνήθηκαν και πάλι με πρωτοστατούντες τους Κορίνθιους και έμμεσα υπό τη σκιά της διαφωνία του Δημάρατου, του άλλου βασιλιά της Σπάρτης.[24]
Ανεξαρτήτως των κινήτρων των διαφόρων πλευρών, η προσπάθεια του Κλεομένη να επαναφέρει τον Ιππία απέτυχε και ο τελευταίος κατέφυγε στους Πέρσες. Όταν ο Κλεισθένης έστειλε εκεί αποστολή για να πείσει τον Αρταφέρνη να μη δίνει σημασία «σε εξόριστους των Αθηνών» (δηλαδή στον Ιππία), εκείνος είπε ότι ο μόνος τρόπος οι Αθηναίοι να έχουν την υποστήριξη της Περσίας, ήταν να αποδεχτούν πίσω ως τύραννό τους τον Ιππία.[25] Οι Αθηναίοι αρνήθηκαν και από τότε κάθε διάλογος με την Περσία έπαυσε.
Η περσική απειλή στο Αιγαίο απασχόλησε ξανά τον Κλεομένη όταν εξεγέρθηκαν οι πόλεις της Ιωνίας και εμφανίστηκε το 499 π.Χ. στη Σπάρτη ως εκπρόσωπος τους για να ζητήσει ενισχύσεις ο Αρισταγόρας, τύραννος της Μιλήτου. Ο Κλεομένης αρχικά τον άκουσε με προσοχή, ίσως για να ενημερωθεί αλλά και ίσως γιατί δεν έβλεπε απόλυτα αρνητικά την προοπτική να καταλάβει περσικές πόλεις με πλούσια λάφυρα. Όταν όμως ρώτησε τον Αρισταγόρα πόσο απέχουν τα Σούσα από τη θάλασσα των Ιώνων ή τη Μίλητο και ο τελευταίος απάντησε «τρεις μήνες με τα πόδια», ο Κλεομένης τον αποχαιρέτησε απότομα.
Στο συγκεκριμένο επεισόδιο ο Ηρόδοτος αναφέρει για πρώτη φορά και την 8χρονη τότε Γοργώ, μοναχοκόρη του Κλεομένη. Η μικρή, όταν είδε ότι ο Αρισταγόρας προσπαθούσε να μεταπείσει τον πατέρα της προσφέροντάς του πολλά χρήματα, του είπε «πατέρα, διώξ’ τον γιατί θα σε διαφθείρει». Πάντως ο Κλεομένης, θεώρησε τις προτάσεις του Αρισταγόρα ανεδαφικές ούτως ή άλλως λόγω των τεραστίων αποστάσεων που θα έπρεπε οι Σπαρτιάτες με βαρύ οπλισμό να διανύσουν πεζοί και στη συνέχεια να επανέλθουν στη Σπάρτη. Η απόσταση ήταν εξωπραγματική για τα δεδομένα της εποχής και μάλιστα ειδικά για τον αρκετά εσωστρεφή λαό των Σπαρτιατών. Στην δε οδική απόσταση έπρεπε λογικά να προστεθεί και η θαλάσσια, και μάλιστα σε μια εποχή όπου τα πλοία περιέπλεαν ακτές και δεν ακολουθούσαν ποτέ ευθεία πορεία.
Λίγα χρόνια μετά, γύρω στο 494 π.Χ.,[26] ο Κλεομένης αποφάσισε να επιτεθεί στους Αργείους αφ' ενός για να αυξήσει το κύρος του στη Σπάρτη, αφ' ετέρου για να εξουδετερώσει μια απειλή τόσο κοντά στα σύνορά της. Οι Αργείοι είχαν αυξήσει την επιρροή τους στην περιοχή και μπορούσαν να γίνουν πόλος έλξης για αποσκιρτήσεις από την Πελοποννησιακή Συμμαχία που την εποχή εκείνη έλεγχαν κυρίως οι Σπαρτιάτες και δευτερευόντως οι Κορίνθιοι.
Ο Κλεομένης κατάφερε να μεταφέρει με πλοία το στρατό του στην παραλία του Ναυπλίου και από εκεί πήρε θέση μάχης στη Σήπεια[27] Εκεί, επειδή οι Αργείοι έδειχναν να γνωρίζουν τα μυστικά συνθήματα των Σπαρτιατών για την επίθεση, το φαγητό, την υποχώρηση και άλλα, ο Κλεομένης τους παραπλάνησε, και συνεννοήθηκε με τους άνδρες του να επιτεθούν όταν ακούσουν το σύνθημα για φαγητό. Όντως οι Αργείοι παραπλανήθηκαν και αποσύρθηκαν για να φάνε και εκείνοι, ενώ σε λίγα λεπτά οι Σπαρτιάτες επιτέθηκαν και τους νίκησαν.
Εκατοντάδες κατέφυγαν για άσυλο στο ιερό άλσος του ήρωα Άργου εκεί κοντά, αλλά ο Κλεομένης έμαθε τα ονόματα πολλών από αυτούς και τους καλούσε έναν-έναν έξω λέγοντας ψέματα ότι είχαν πληρωθεί τα λύτρα[28] για να ελευθερωθούν και να τους χαριστεί η ζωή. Οι άνδρες έβγαιναν από το άλσος και λίγο πιο πέρα στο δάσος, οι Σπαρτιάτες τους σκότωναν έναν-έναν, ώσπου κάποιος κατάφερε να ενημερώσει για την παγίδα όσους είχαν μείνει στο ιερό άλσος. Αφού οι άνδρες έπαψαν να βγαίνουν, ο Κλεομένης[29] έβαλε φωτιά περιμετρικά και έκαψε το ιερό άλσος και όσους είχαν καταφύγει εκεί ή σκότωνε με μεγάλη ευκολία όσους έβγαιναν λίγοι-λίγοι. Σύμφωνα με διάφορες πηγές σκοτώθηκαν στη μάχη και στο ιερό άλσος συνολικά 4.000 έως 7.000 Αργείοι, αλλά ειδικά ο δεύτερος αριθμός θεωρείται υπερβολή. Πάντως πράγματι σκοτώθηκαν τα 2/3 του ανδρικού πληθυσμού του Άργους, γιατί στη συνέχεια, προκειμένου να μην εξαφανιστεί η πόλη τους από το χάρτη, οι γυναίκες της πόλης παντρεύονταν περίοικους.
Για την ίδια μάχη ο Παυσανίας αναφέρει και την ιστορία με την ποιήτρια Τελέσιλλα που έπεισε τις Αργείες και τα παιδιά αλλά και τους δούλους να πάρουν όσα όπλα είχαν απομείνει και να υπερασπιστούν την πόλη τους. Ο Ηρόδοτος δεν αναφέρεται διόλου σε αυτήν τη μάχη, σαν να μη δόθηκε ποτέ. Απεναντίας αναφέρει την εκδοχή ότι ο Κλεομένης δεν επιτέθηκε τελικά στην πόλη του Άργους και μάλιστα οι Έφοροι τον κάλεσαν να απολογηθεί επ' αυτού. Εκείνος τους απάντησε ότι ενήργησε σύμφωνα με τους χρησμούς[30] και το επιχείρημά του θεωρήθηκε βάσιμο αφού οι Έφοροι δεν συνέχισαν την ανάκρισή του.[31] Εντούτοις άλλες πηγές (κυρίως ο Παυσανίας) αναφέρουν ότι[32] ο Κλεομένης απέφυγε να ισοπεδώσει το Άργος επειδή διαπίστωσε ότι το υπερασπίζονταν γυναίκες και δούλοι οπότε αναλογίστηκε ότι θα ήταν εξίσου κακή για εκείνον οποιαδήποτε έκβαση της μάχης και έφυγε -η νίκη του θα θεωρείτο ασήμαντη και υποτιμητική, η δε τυχόν ήττα του θα ήταν διπλά εξευτελιστική.
Με αυτή τη νίκη του πάντως ο Κλεομένης στέρησε από τους Αργείους την επιρροή τους στην Τίρυνθα και στις Μυκήνες, που προσαρτήθηκαν στη χώρα των Λακεδαιμόνων και ενίσχυσε πολύ τη θέση της Σπάρτης στην Πελοποννησιακή Συμμαχία όπως και το προσωπικό του κύρος στα πολιτικά πράγματα της πατρίδας του.
Το 492 π.Χ. ο Δαρείος εισέβαλε στην Ελλάδα στέλλοντας μεγάλη δύναμη υπό τον Μαρδόνιο. Ο στρατός του Μαρδόνιου κινήθηκε οδικά και με πλοία από τη Μικρά Ασία και το Βόσπορο στη Μακεδονία. Εκεί, στον Άθω, υπέστη καταστροφή και αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Περσία. Ο Δαρείος αποφάσισε τον άλλον χρόνο να συνεχίσει την προέλαση που είχε αφήσει ο Μαρδόνιος στη μέση, αλλά λίγο προτού ξεκινήσει κινήθηκε διπλωματικά. Στόχος του ήταν να υποτάξει αμαχητί κάποιες μικρές πόλεις που θα απέφευγαν την αντιπαράθεση λόγω αδυναμίας, αλλά παράλληλα και να εμβάλει υπόνοιες και διχόνοιες στις ισχυρές πόλεις που θα μπορούσαν να του αντισταθούν. Οι πρεσβείες του έπεισαν πολλές μικρές πόλεις να μηδίσουν και πολλές ισχυρές να μπουν στον πειρασμό, αφού μεταξύ άλλων ο Δαρείος υποσχόταν πολλά προνόμια ή και πρωτεία στις πόλεις που θα τον υποστήριζαν στην υπό ίδρυση σατραπεία του –την Ελλάδα. Ανάμεσα στις πόλεις που προβληματίζονταν ήταν το Άργος και σε εκείνες που αποφάσισαν τελικά να μηδίσουν, η Αίγινα.
Οι Σπαρτιάτες και οι Αθηναίοι εκτέλεσαν τους πρέσβεις των Περσών. Στη συνέχεια όμως η Αθήνα ζήτησε από τη Σπάρτη «να συνετίσει την Αίγινα» ως πόλη που ανήκε στην Πελοποννησιακή Συμμαχία και έθεσαν ζήτημα άμυνας στο Σαρωνικό και όχι μόνον. Ο Κλεομένης, είτε επειδή διέβλεπε τον περσικό κίνδυνο, είτε επειδή η Αίγινα ήταν σχετικά απρόθυμη σύμμαχος, αλλά πιθανόν και για λόγους εσωτερικών ισορροπιών στην Πελοποννησιακή Συμμαχία (η Αίγινα ενοχλούσε την Κόρινθο και εμπορικά και στρατιωτικά), αποφάσισε να επέμβει και ζήτησε από τους Αιγινήτες να του παραδώσουν τους επικεφαλής της φιλοπερσικής μερίδας. Άγνωστο για ποιον ακριβώς λόγο, ο συμβασιλέας του Δημάρατος είχε αντιρρήσεις επ’ αυτού και σε συνεννόηση με τους Αιγινήτες προέβαλε βέτο. Οι Αιγινήτες είπαν στον Κλεομένη ότι θα παρέδιδαν συμπολίτες τους μόνον αν συμφωνούσαν και οι δύο βασιλείς της Σπάρτης –είχαν ήδη στην κατοχή τους σχετική επιστολή του Δημάρατου, που διαφωνούσε με το σχέδιο του Κλεομένη.
Ο Κλεομένης, που είχε πάει στην Αίγινα για να ρυθμίσει το ζήτημα μόνος του, έφυγε για την Σπάρτη αποφασισμένος να εξουδετερώσει τον Δημάρατο με τον οποίο άλλωστε τον χώριζαν πολλά –τον είχε εκθέσει ξανά, στο ζήτημα της εκστρατείας εναντίον των Αθηνών και τον αντιπολιτευόταν με το παραμικρό. Υποστήριξε στους Εφόρους ότι ο Δημάρατος του προξενούσε ένα σωρό προβλήματα ενώ καλά-καλά δεν ήταν ούτε καν γνήσιος γιος του βασιλιά Αρίστωνα. Για να γίνει πιο πειστικός φέρεται ότι δωροδόκησε[33] το Μαντείο των Δελφών ώστε ο Δημάρατος να απομακρυνθεί με χρησμό δια παντός ως μη γνήσιος γιος βασιλιά –πάντως και η ίδια η μητέρα του Δημάρατου φέρεται να μην ήταν βέβαιη για την πατρότητα του γιου της.[34] Όπως και να έχει, ο Δημάρατος εξορίστηκε και καταδιώχθηκε από τους Σπαρτιάτες σε διάφορα μέρη της Ελλάδας –για να καταφύγει,[35] ίσως από ανάγκη πλέον αλλά πιθανόν και από επιλογή, στην αυλή του Πέρση βασιλιά. Στη θέση του ανέλαβε συμβασιλέας ο εξάδελφός του Λεωτυχίδας, πρόσωπο με το οποίο ο Κλεομένης συμφωνούσε σε πολλά και το οποίο είχε προσωπική έχθρα με τον Δημάρατο.
Με τον Λεωτυχίδα επανήλθαν μαζί στην Αίγινα και τότε πια οι Αιγινήτες παρέδωσαν αναγκαστικά όσους τους ζήτησαν –δέκα πλούσιους άνδρες από μεγάλες οικογένειες. Αυτοί παραδόθηκαν στην Αθήνα ως όμηροι, ώστε οι Αιγινήτες να μην αποτολμήσουν συνεργασία με την Περσία.
Το 490 π.Χ. όμως ο Κλεομένης βρέθηκε ξανά στο στόχαστρο. Κάποιοι αποκάλυψαν τη δωροδοκία της Πυθίας και στελεχών του Μαντείου των Δελφών για την γνωμοδότησή τους σχετικά με τον πατέρα του Δημάρατου που τιμωρήθηκαν. Ο Κλεομένης φοβούμενος τις αντιδράσεις των Σπαρτιατών, διέφυγε στη Θεσσαλία. Στη συνέχεια επανέκαμψε στην Πελοπόννησο και άρχισε να συγκεντρώνει στρατό Αρκάδων, προκειμένου να επανέλθει στη Σπάρτη ως βασιλιάς, πιθανόν ανατρέποντας -όπως κάποιοι τον κατηγόρησαν- την κυβέρνηση ή ίσως αλλάζοντας και το πολίτευμα. Οι Σπαρτιάτες για να σταματήσουν το συνασπισμό των Αρκάδων εναντίον τους, είπαν στον Κλεομένη ότι είναι πρόθυμοι να τον ξανακάνουν βασιλιά και εκείνος το πίστεψε και επέστρεψε στην πατρίδα του. Αμέσως ή πολύ σύντομα, οι Έφοροι επικαλέστηκαν την παρανοϊκή συμπεριφορά του -είπαν ότι περιφερόταν στους δρόμους και χτυπούσε όποιον έβλεπε- και τον φυλάκισαν σιδηροδέσμιο με τη σύμφωνη γνώμη των τριών ετεροθαλών αδελφών του. Την άλλη μέρα βρέθηκε νεκρός και η επίσημη εκδοχή ήταν πως έφταιγε η παρανοϊκή κατάσταση του που τον οδήγησε σε αυτοκτονία και ότι είχε υποχρεώσει έναν φρουρό να του δώσει ένα στιλέτο με το οποίο και αυτοακρωτηριάσθηκε. [36] Εντούτοις η παράνοια δεν είναι αποδεδειγμένη[37] ενώ η σειρά των γεγονότων και οι επικρατούσες συνθήκες δεν αποκλείουν την εκδοχή της δολοφονίας. Τον διαδέχθηκε ο Λεωνίδας, ο οποίος και παντρεύτηκε την ανιψιά του Γοργώ, κόρη του Κλεομένη.