Κλιματική αλλαγή και γεωργία είναι δύο αλληλένδετες διαδικασίες, όπου η γεωργία συμβάλλει στην κλιματική αλλαγή αλλά και επηρεάζεται από αυτήν.[2]
Από τη δεκαετία του 1960, ο παγκόσμιος πληθυσμός έχει αυξηθεί από τρία δισεκατομμύρια σε σχεδόν οκτώ δισεκατομμύρια, αυξάνοντας τη ζήτηση για τρόφιμα, ζωοτροφές, ξυλεία και άλλους πόρους. Ειδικότερα, η προσφορά κρέατος έχει υπερδιπλασιαστεί και οι θερμίδες που καταναλώνονται ανά άτομο έχουν αυξηθεί από το ένα τρίτο, το οποίο από μόνο του αυξάνει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και βλάπτει τη βιοποικιλότητα.[3]
Η κλιματική αλλαγή επηρεάζει ήδη τη γεωργία, με επιπτώσεις άνισα κατανεμημένες σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι μελλοντικές κλιματικές αλλαγές πιθανότατα θα επηρεάσουν αρνητικά την παραγωγή καλλιεργειών σε χώρες χαμηλού γεωγραφικού πλάτους, ενώ οι επιπτώσεις στα βόρεια γεωγραφικά πλάτη μπορεί να είναι θετικές ή αρνητικές.[4]
Στον αντίποδα, η γεωργία συμβάλλει στην κλιματική αλλαγή μέσω των ανθρωπογενών εκπομπών αερίων θερμοκηπίου και με τη μετατροπή μη γεωργικών γαιών, όπως τα δάση σε γεωργικές εκτάσεις.[5] Το 2010, η γεωργία, η δασοκομία και η αλλαγή χρήσης της γης εκτιμήθηκε ότι συμβάλλουν στο 20-25% των παγκόσμιων ετήσιων εκπομπών.[6] Το 2020, ο μηχανισμός επιστημονικών συμβουλών της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπολόγισε ότι το σύστημα τροφίμων στο σύνολό του συνέβαλε στο 37% των συνολικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και αυτός ο αριθμός αναμένεται να αυξηθεί κατά 30-40% έως το 2050 λόγω της αύξησης του πληθυσμού και των διατροφικών αλλαγών.[7]
Ο γεωργικός τομέας είναι ο τρίτος πιο σημαντικός τομέας στις εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου που προκαλούν την κλιματική αλλαγή. Η γεωργία συμβάλλει άμεσα στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου μέσω πρακτικών όπως η παραγωγή ρυζιού και η εκτροφή ζώων.[8] Σύμφωνα με τη Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή, οι τρεις κύριες αιτίες της αύξησης των αερίων του θερμοκηπίου που παρατηρήθηκαν τα τελευταία 250 χρόνια ήταν η καύση των ορυκτών καυσίμων, η χρήση γης και οι γεωργικές δραστηριότητες.[9]
Σύμφωνα με την IPCC, η γεωργία αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 10-12% των εκπομπών και όταν υπάρχουν αλλαγές στη γη λόγω των γεωργικών καλλιεργειών, μπορεί να αυξηθεί έως και 17%. Οι εκπομπές οξειδίου του αζώτου, μεθανίου και διοξειδίου του άνθρακα είναι οι βασικοί παράγοντες και απoτελούν το ήμισυ των αερίων του θερμοκηπίου που παράγονται από τη συνολική βιομηχανία τροφίμων ή το 80% των γεωργικών εκπομπών.[10]
Οι τύποι των ζώων εκτροφής μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες: μονογαστρικά και μηρυκαστικά. Συνήθως, το βόειο κρέας και τα γαλακτοκομικά προϊόντα, είναι προϊόντα μηρυκαστικών, κατατάσσονται υψηλά στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Τα προϊόντα που προκύπτουν από τα μονογαστρικά, όπως οι χοίροι και τα πουλερικά, κατατάσσονται χαμηλά. Η κατανάλωση των μονογαστρικών τύπων, επομένως, αποφέρει λιγότερες εκπομπές. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι αυτοί οι τύποι ζώων έχουν υψηλότερη απόδοση πέψης των ζωοτροφών και επίσης δεν παράγουν μεθάνιο.[10]
Καθώς το βιοτικό επίπεδο των χωρών με χαμηλότερο εισόδημα ανεβαίνει, η ανάγκη για κατανάλωση κρέατος αυξάνεται. Αυτό σημαίνει ότι ο πληθυσμός των βοοειδών θα πρέπει να αυξηθεί προκειμένου να ανταποκριθεί στη ζήτηση, παράγοντας υψηλότερο ποσοστό εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.[10]
Υπάρχουν πολλοι τρόποι για να μειωθεί οι περαιτέρω παραγωγή εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω υψηλότερης αποτελεσματικότητας στην κτηνοτροφία, όπως η καλύτερη διαχείριση και οι σύγχρονες τεχνολογικές μέθοδοι, πιο αποτελεσματικής διαδικασίας διαχείρισης της κοπριάς, και μείωσης της κατανάλωσης του κρέατος.[10][11]
Η γεωργία συμβάλλει στην αύξηση των αερίων του θερμοκηπίου μέσω της χρήσης γης με τέσσερις βασικούς τρόπους:
Αυτές οι γεωργικές διεργασίες περιλαμβάνουν το 54% των εκπομπών μεθανίου, περίπου το 80% των εκπομπών οξειδίου του αζώτου, και σχεδόν όλες τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα που συνδέονται με τη χρήση γης.[12]
Οι σημαντικές αλλαγές στον πλανήτη από το 1750 έχουν προκύψει από την αποψίλωση των δασών σε εύκρατες περιοχές: όταν τα δάση και οι δασικές εκτάσεις απομακρύνονται για να κάνουν χώρο για χωράφια και βοσκοτόπια, αυξάνεται η λευκαύγεια της πληγείσας περιοχής, η οποία μπορεί να έχει είτε αποτελέσματα θέρμανσης είτε ψύξης, ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες.[13] Η αποψίλωση των δασών επηρεάζει επίσης την περιφερειακή απορρόφηση άνθρακα, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένες συγκεντρώσεις CO2, το κυρίαρχο αέριο του θερμοκηπίου. Οι μέθοδοι εκκαθάρισης του εδάφους, όπως η κοπή και η καύση, απελευθερώνουν άμεσα αέρια του θερμοκηπίου και σωματίδια στον αέρα, όπως η αιθάλη.[14]
Η κτηνοτροφία και οι δραστηριότητες που σχετίζονται με αυτήν, όπως η αποψίλωση των δασών και οι πρακτικές καλλιέργειας με έντονη κατανάλωση καυσίμου, ευθύνονται για πάνω από το 18% των ανθρωπογενών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου,[8] όπως:
Άλλες κτηνοτροφικές δραστηριότητες συμβάλλουν επίσης στην αύξηση των αερίων, καθώς οι καλλιέργειες όπως το καλαμπόκι και η μηδική καλλιεργούνται για τη διατροφή των ζώων.
Το 2010, η εντερική ζύμωση αντιπροσώπευε το 43% των συνολικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου από όλες τις γεωργικές δραστηριότητες στον κόσμο.[15] Το κρέας από τα μηρυκαστικά είχε υψηλότερο ισοδύναμο άνθρακα σε σχέση με τα άλλα κρέατα ή χορτοφαγικές πηγές πρωτεϊνών.[16] Η παραγωγή μεθανίου από ζώα, κυρίως μηρυκαστικά, εκτιμάται σε παγκόσμια παραγωγή μεθανίου 15-20%.[17][18]
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η κτηνοτροφία καταλαμβάνει το 70% του συνόλου της γης που χρησιμοποιείται για τη γεωργία ή το 30% της επιφάνειας της γης.[8]
Τα αέρια του θερμοκηπίου, όπως το διοξείδιο του άνθρακα, το μεθάνιο και το οξείδιο του αζώτου εκλύονται κατά την παραγωγή λιπασμάτων αζώτου. Το ποσό ποικίλλει ανάλογα με την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας. Ο αριθμός για το Ηνωμένο Βασίλειο το 2004 ήταν πάνω από 2 κιλά ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα (CO2e) για κάθε κιλό νιτρικού αμμωνίου.[19]
Τα λιπάσματα αζώτου μπορούν να μετατραπούν από βακτήρια του εδάφους σε οξείδιο του αζώτου.[20] Οι εκπομπές οξειδίου του αζώτου από τον άνθρωπο, οι περισσότερες από τις οποίες προέρχονται από τα λιπάσματα, μεταξύ 2007 και 2016 υπολογίστηκαν σε 7 εκατομμύρια τόνους ετησίως.[21]
Οι καλλιέργειες μεγάλης κλίμακας μπορούν να προκαλέσουν μεγάλη διάβρωση του εδάφους με το 25% έως 40% του εδάφους να φτάνει σε πηγές νερού, μεταφέροντας φυτοφάρμακα και λιπάσματα που χρησιμοποιούν οι αγρότες, μολύνοντας περισσότερο τους υδάτινους ορίζοντες.[22] Η τάση για συνεχώς μεγαλύτερη εκμετάλλευση γης είναι υψηλότερη στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρώπη, λόγω των ειδικών οικονομικών ρυθμίσεων και συμβολαίων. Οι καλλιέργειες μεγάλης κλίμακας τείνουν να ευνοούν τις μονοκαλλιέργειες, την υπερβολική χρήση των υδάτινων πόρων, την επιτάχυνση της αποψίλωσης των δασών και τη μείωση της ποιότητας του εδάφους. Μια μελέτη του 2020 διαπίστωσε ότι το 1% των ιδιοκτητών γης διαχειρίζεται το 70% των παγκόσμιων γεωργικών εκτάσεων. Η υψηλότερη απόκλιση μπορεί να βρεθεί στη Λατινική Αμερική. Το φτωχότερο 50% κατέχει μόλις το 1% της γης. Οι μικροί γαιοκτήμονες, ως άτομα ή οικογένειες, τείνουν να είναι πιο προσεκτικοί στη χρήση γης. Ωστόσο, το ποσοστό των μικρών γαιοκτημόνων μειώνεται όλο και περισσότερο από τη δεκαετία του 1980. Επί του παρόντος, το μεγαλύτερο μερίδιο των μικρών εκμεταλλεύσεων βρίσκεται στην Ασία και στην Αφρική.[23]
Παρά τις τεχνολογικές εξελίξεις, όπως βελτιωμένες ποικιλίες, γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί και συστήματα άρδευσης, το κλίμα εξακολουθεί να αποτελεί βασικό παράγοντα για τη γεωργική παραγωγικότητα, καθώς και τις ιδιότητες του εδάφους και τις φυσικές κοινότητες. Η επίδραση του κλίματος στη γεωργία σχετίζεται με μεταβλητές σε τοπικό επίπεδο παρά σε παγκόσμια κλίμακα. Η μέση επιφανειακή θερμοκρασία της Γης αναμένεται να αυξηθεί περίπου κατά 33 °C μεταξύ 2019 και 2090. Κατά συνέπεια, κατά την καλλιέργεια της γης θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες κάθε περιοχής.
Από την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου το 1995, το παγκόσμιο εμπόριο γεωργικών προϊόντων έχει αυξηθεί. "Οι παγκόσμιες γεωργικές εξαγωγές έχουν υπερδιπλασιαστεί σε αξία και υπερδιπλασιάστηκαν σε όγκο από το 1995, υπερβαίνοντας τα 1,8 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2018".[25] Το εμπόριο αυτό παρέχει σημαντικές ποσότητες τροφίμων σε χώρες εισαγωγής και αποτελεί πηγή εισοδήματος για τις χώρες εξαγωγής. Η διεθνής πτυχή του εμπορίου και της ασφάλειας όσον αφορά στα τρόφιμα συνεπάγεται στην ανάγκη να ληφθούν υπόψη οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής σε παγκόσμια κλίμακα.
Η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) συνέταξε αρκετές εκθέσεις που αξιολόγησαν την επιστημονική βιβλιογραφία για την αλλαγή του κλίματος. Η τρίτη έκθεση αξιολόγησης της IPCC, που δημοσιεύθηκε το 2001, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι φτωχότερες χώρες θα πληγούν περισσότερο, με μείωση των αποδόσεων των καλλιεργειών στις περισσότερες τροπικές και υποτροπικές περιοχές λόγω της μειωμένης διαθεσιμότητας νερού και νέας ή αλλαγμένης αναπαραγωγής εντόμων. Στην Αφρική και τη Λατινική Αμερική πολλές καλλιέργειες ευαίσθητες στη θερμοκρασία πλησιάζουν ήδη τη μέγιστη ανοχή τους, έτσι ώστε οι αποδόσεις να είναι πιθανό να μειωθούν απότομα ακόμη και στις μικρές κλιματικές αλλαγές. Έτσι, προβλέπονται μειώσεις στη γεωργική παραγωγικότητα έως και 30% κατά τον 21ο αιώνα.[26]
Στην έκθεση που δημοσιεύθηκε το 2014, η IPCC αναφέρει ότι ο κόσμος μπορεί να φτάσει σε "ένα σημείο της υπερθέρμανσης του πλανήτη πέρα από το οποίο οι τρέχουσες γεωργικές πρακτικές να μην μπορούν πλέον να υποστηρίξουν μεγάλους ανθρώπινους πληθυσμούς" κάτι το οποίο αναμένεται να συμβεί στα μέσα του 21ου αιώνα.[27] Το 2019 η επιτροπή δημοσίευσε αναφορές στις οποίες αναφέρει ότι ήδη εκατομμύρια υποφέρουν από επισιτιστική ανασφάλεια λόγω της κλιματικής αλλαγής και προέβλεψε μείωση της παγκόσμιας παραγωγής καλλιεργειών κατά 2% - 6% ανά δεκαετία.[28][29] Αντιστοίχως, μια μελέτη του 2021 εκτίμησε ότι η σοβαρότητα των επιπτώσεων της θερμοκρασίας και της ξηρασίας στην παραγωγή των καλλιεργειών τριπλασιάστηκε τα τελευταία 50 χρόνια στην Ευρώπη. Οι απώλειες από 2,2% κατά τη διάρκεια του 1964-1990 αυξήθηκαν σε 7,3% το 1991-2015.[30]
Η κλιματική αλλαγή που προκαλείται από την αύξηση των αερίων του θερμοκηπίου είναι πιθανό να επηρεάσει τις καλλιέργειες διαφορετικά από περιοχή σε περιοχή. Για παράδειγμα, η μέση απόδοση της καλλιέργειας αναμένεται να μειωθεί στο 50% στο Πακιστάν, ενώ η παραγωγή καλαμποκιού στην Ευρώπη αναμένεται να αυξηθεί έως και 25% σε βέλτιστες υδρολογικές συνθήκες.
Μακροπρόθεσμα, η κλιματική αλλαγή θα μπορούσε να επηρεάσει τη γεωργία με διάφορους τρόπους:
Υπάρχουν μεγάλες αβεβαιότητες, ιδίως επειδή υπάρχει έλλειψη πληροφοριών για πολλές συγκεκριμένες περιοχές, τις επιπτώσεις των τεχνολογικών αλλαγών στην παραγωγικότητα, τις παγκόσμιες απαιτήσεις τροφίμων και τη δυνατότητα προσαρμογής.
Η γεωργική παραγωγή αναμένεται να επηρεαστεί ως επί το πλείστον από τη σοβαρότητα και το ρυθμό της κλιματικής αλλαγής, όχι τόσο από τις σταδιακές μεταβολές στο κλίμα. Εάν η αλλαγή είναι σταδιακή, μπορεί να υπάρχει αρκετός χρόνος για προσαρμογή των βιοτόπων. Η ταχεία κλιματική αλλαγή, ωστόσο, θα μπορούσε να βλάψει τη γεωργία σε πολλές χώρες, ειδικά σε εκείνες όπου ήδη επικρατούν άσχημες συνθήκες εδάφους και κλίματος, επειδή υπάρχει λιγότερος χρόνος για τη βέλτιστη φυσική επιλογή και προσαρμογή.
Πολλά παραμένουν άγνωστα σχετικά με το πώς η κλιματική αλλαγή μπορεί να επηρεάσει τη γεωργία και την επισιτιστική ασφάλεια, εν μέρει επειδή εξαρτάται από τον τρόπο συμπεριφοράς των αγροτών. Έτσι, διάφορες μελέτες δείχνουν ότι το κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο της γεωργίας μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στον προσδιορισμό του κατά πόσον η ξηρασία έχει σημαντική ή ασήμαντη επίπτωση στην παραγωγή των καλλιεργειών.[32][33] Σε ορισμένες περιπτώσεις, φαίνεται ότι ακόμη και οι μικρές ξηρασίες έχουν μεγάλες επιπτώσεις στην επισιτιστική ασφάλεια (όπως αυτό που συνέβη στην Αιθιοπία στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όπου μια μικρή ξηρασία προκάλεσε μαζικό λιμό), σε σύγκριση με περιπτώσεις όπου υπήρξε προσαρμογή σε ακόμη και σχετικά μεγάλα προβλήματα που σχετίζονται με τον καιρό.[34]