Η κλομιπραμίνη (clomipramine) είναι ένα τρικυκλικό αντικαταθλιπτικό (TCA) φάρμακο, σε κλινική χρήση από τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Η συστηματική χημική της ονομασία κατά IUPAC είναι 3-(3-χλωρο-10,11-διυδρο-5H-διβενζο[b,f]αζεπιν-5-υλ)-N,N-διμεθυλπροπαν-1-αμίνη και ο μοριακός χημικός τύπος της είναι C19H23ClN2. Αποτελεί το χλωριωμένο παράγωγο της ιμιπραμίνης. Συντέθηκε και αναπτύχθηκε ως φαρμακευτική ουσία[1] από την ελβετική φαρμακοβιομηχανία Geigy (γνωστή σήμερα ως Novartis) και κυκλοφορεί με τις εμπορικές ονομασίες Anafranil and Clofranil.
Μείζων καταθλιπτική διαταραχή (MDD). Ορισμένοι έχουν υποστηρίξει την ανώτερη αποτελεσματικότητα της κλομιπραμίνης σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο αντικαταθλιπτικό για την αντιμετώπιση της MDD, αλλά προς το παρόν τα δεδομένα είναι ανεπαρκή για την απόδειξη αυτού του ισχυρισμού[4].
Σε μία μεταανάλυση διάφορων δοκιμών μαζί με φλουοξετίνη (Prozac), φλουβοξαμίνη (Luvox) και σερτραλίνη (Zoloft) για την αποτίμηση της σχετικής τους αποτελεσματικότητας σε περιπτώσεις ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής, η κλομιπραμίνη βρέθηκε να είναι το αποτελεσματικότερο φάρμακο[15]
Η χρήση κλομιπραμίνης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης συνδέεται με συγγενείς καρδιακές ανωμαλίες στα νεογέννητα[16]. Επίσης έχει συνδεθεί με παροδικό στερητικό σύνδρομο στο νεογέννητο[17]. Η κλομιπραμίνη ανιχνεύεται επίσης στο μητρικό γάλα και για τον λόγο αυτό ο θηλασμός αντενδείκνυται όταν η μητέρα παίρνει κλομιπραμίνη.
Συμπτώματα στερήσεως είναι πιθανό να παρατηρηθούν ύστερα από βαθμιαία ή και ιδαίτερα απότομη διακοπή της χρήσεως τρικυκλικών αντικαταθλιπτικών φαρμάκων. Τα συχνότερα τέτοια συμπτώματα είναι η ναυτία, ο έμετος, ο κοιλιακός πόνος, η διάρροια, η αϋπνία, ο πονοκέφαλος, η νευρικότητα, οι ζάλες και η επιδείνωση της ψυχιατρικής εικόνας. Είναι σημαντικός ο διαχωρισμός μεταξύ της επιστροφής της αρχικής ψυχιατρικής διαταραχής και των στερητικών συμπτωμάτων του φαρμάκου[18], τα οποία στην περίπτωση της κλομιπραμίνης μπορεί να είναι έντονα[19]. Καθώς προαναφέρθηκε, παροδικό στερητικό σύνδρομο μπορεί να εμφανισθεί στο νεογέννητο όταν ληφθεί κλομιπραμίνη κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης[17]. Ο μηχανισμός πίσω από το στερητικό σύνδρομο των τρικυκλικών αντικαταθλιπτικών πιστεύεται ότι είναι ένα φαινόμενο υπερβολικής χολινεργικής δραστηριότητας εξαιτίας νευροπροσαρμογών, που με τη σειρά τους είναι αποτέλεσμα χρόνιας αναστολής των χολινεργικών υποδοχέων από τα τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά. Επαναχορήγηση του αντικαταθλιπτικού και σταδιακή μείωση των δόσεών του είναι η καλύτερη αντιμετώπιση του στερητικού συνδρόμου. Μερικές φορές τα στερητικά συμπτώματα μπορεί να υποχωρήσουν με τη λήψη αντιχολινεργικών, όπως η ατροπίνη ή η βενζατροπίνη[20].
Σύνδρομο σεροτονίνης, μία κατάσταση με πολλά συμπτώματα κοινά με το κακόηθες νευροληπτικό σύνδρομο, αλλά με πολύ πιο απότομη εμφάνιση (σε μερικές ώρες).
Δεν υπάρχει εξειδικευμένο αντίδοτο για την υπερβολική δόση και η αντιμετώπιση είναι καθαρώς υποστηρικτική και συμπτωματική. Ενεργός άνθρακας μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιορίσει την απορρόφηση. Το όποιο θύμα υπερβολικής δόσεως κλομιπραμίνης θα πρέπει να νοσηλεύεται και να παρακολουθείται στενά επί τουλάχιστον 72 ώρες.
Η κλομιπραμίνη είναι ένας εξαιρετικά επιλεκτικός (200 περίπου φορές περισσότερο από τη νορεπινεφρίνη) αναστολέας της επαναπροσλήψεως της σεροτονίνης. Είναι επίσης ανταγωνίστρια του υποδοχέα της ισταμίνης H1, των υποδοχέων της μουσκαρινικής ακετυλχολίνης και του αδρενεργικού υποδοχέα α-1. Οι τρεις τελευταίες δράσεις είναι μάλλον υπεύθυνες για τις παρενέργειές της.
Οι μέγιστες συγκεντρώσεις κλομιπραμίνης στο αίμα καταγράφονται 2 ως 6 ώρες (με μέσο όρο 4,7 ώρες) μετά τη λήψη της από το στόμα[3]. Οι μέγιστες συγκεντρώσεις κυμαίνονται από 56 ως 154 ng/mL[3], ενώ οι σταθερές συγκεντρώσεις από 134 ως 532 ng/mL (με μέσο όρο 218 ng/mL, επιτυγχάνονται μετά από μία ως δύο εβδομάδες συνεχούς χορηγήσεως)[3]. Οι σταθερές συγκεντρώσεις του ενεργού μεταβολίτη απομεθυλκλομιπραμίνη κυμαίνονται από 230 ως 550 ng/mL[3] Η βιοδιαθεσιμότητά της με στοματική λήψη είναι 50%.[3]. Προσδένεται σε ποσοστό περί το 97 ως 98% σε πρωτεΐνες του πλάσματος[3], κυρίως στην αλβουμίνη[3]. Μεταβολίζεται στο ήπαρ κυρίως από το ένζυμο CYP2D6. Ο χρόνος ημιζωής της κλομιπραμίνης στον οργανισμό είναι 32 ώρες, ενώ ο μεταβολίτης της απομεθυλκλομιπραμίνη έχει ημιζωή περίπου 69 ώρες. Αποβάλλεται κυρίως με τα ούρα (60%) και τα κόπρανα (32%).
Στις ΗΠΑ η κλομιπραμίνη έχει αδειοδοτημένη κτηνιατρική χρήση μόνο για την αντιμετώπιση του άγχους αποχωρισμού στους σκύλους, για την οποία πωλείται υπό την εμπορική ονομασία Clomicalm[21]. Επίσης έχει αποδειχθεί αποτελεσματική σε περιπτώσεις ψυχαναγκαστικών διαταραχών σε γάτες και σκύλους[22][23]. Στους σκύλους έχει εμφανίσει παρόμοια αποτελεσματικότητα με τη φλουοξετίνη για την αντιμετώπιση του «κυνηγιού της ουράς»[24]. Επιπλέον, υπάρχουν ενδείξεις στους σκύλους ότι καταπολεμά την ηχοφοβία[25].
↑Ελβετική πατέντα 371800: «Verfahren zur Herstellung von neuen N-heterocyclischen Verbindungen» («Μέθοδος για την παρασκευή νέων N-ετεροκυκλικών ουσιών»)
↑Hollander, E.; Hwang; Mullen (1993). «Clinical and research issues in depersonalization syndrome.». Psychosomatics34: 193–194. doi:10.1016/s0033-3182(93)71919-2.
↑Nilsson, HL; Knorring, LV. «Review. Clomipramine in acute and chronic pain syndromes». Nordic Journal of Psychiatry43 (s20): 101–113. doi:10.3109/08039488909100841.
↑Greist, JH (Ιανουάριος 1995). «Efficacy and tolerability of serotonin transport inhibitors in obsessive-compulsive disorder. A meta-analysis». Archives of General Psychiatry. 52 1 (1): 53–60. PMID7811162.
↑Källén, B; Otterblad Olausson, P (Απρίλιος 2006). «Antidepressant drugs during pregnancy and infant congenital heart defect». Reproductive Toxicology21 (3): 221–222. doi:10.1016/j.reprotox.2005.11.006. PMID16406480.
↑Seksel, K; Lindeman, MJ (Μάιος 1998). «Use of clomipramine in the treatment of anxiety-related and obsessive-compulsive disorders in cats». Australian Veterinary Journal76 (5): 317–321. doi:10.1111/j.1751-0813.1998.tb12353.x. PMID9631696.
↑Seksel, K; Lindeman, MJ (Απρίλιος 2001). «Use of clomipramine in treatment of obsessive-compulsive disorder, separation anxiety and noise phobia in dogs: a preliminary, clinical study». Australian Veterinary Journal79 (4): 252–256. doi:10.1111/j.1751-0813.2001.tb11976.x. PMID11349411.